Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2020

Οι Κερκυραίοι τότε και τώρα...

 ΕΛΑΧΙΣΤΗ ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΑΣΙΣ ΕΙΣ ΤΟ ΣΕΒ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΝ ΚΕΡΚΥΡΑΣ Κ.Κ ΝΕΚΤΑΡΙΟΝ,

ΑΝ ΚΑΙ ΔΕΝ ΤΟ ΕΧΕΙ ΑΝΑΓΚΗ



Τελικά δεν νίκησα τον πειρασμό του να γράψω συγκρίνοντας το τότε και τώρα σχετικώς με την εορτή του εν Αγίοις Πατρός ημών Σπυρίδωνος, επισκόπου Τριμυθούντος, πολιούχου Κερκύρας. 

«Μεγαλύνομέν Σε Ἱεράρχα Χριστοῦ, Τριμυθοῦντος ὤ Σπυρίδων τό καύχημα καί Κερκύρας ἀντιλήπτορα θερμόν».

«Σῶμα σου κατέχει, ὡς θησαυρόν καί πλοῦτον, ἡ Κερκυραίων πόλις».

Η μεγαλύτερη εύνοια του Θεού προς το νησί των Φαιάκων (Κέρκυρα) είναι εκτός των άλλων η άφιξις και διαμονή των δύο πανιέρων λειψάνων των τε Αγίων Σπυρίδωνος Τριμυθούντος καί Θεοδώρας της Αυγούστης. Η παρουσία των ευλογία και χάρις, παρηγοριά και αστείρευτος πηγή ιαμάτων και ευεργεσιών διά τον τόπον, άμα δε ενίσχυσις και προφυλακή, δίκην τείχους, της αμωμήτου ορθοδόξου πίστεώς μας, εκ των γειτονευόντων αιρέσεων και των εξ αυτών επιδράσεων...

Το νήσι πέρασε πολλά δεινά από ξένους εισβολείς καί κατακτητάς, τόσον κατά τους π.Χ. χρόνους, όσο και κατά τους μ.Χ. χρόνους, από θεομηνίες, λοιμούς, λιμούς καί πολλά άλλα.

Μετά την άφιξη των πανιέρων λειψάνων, προστάτης, πολιούχος και έφορος ένεκεν απείρων θαυμάτων και ευεργεσιών προς τους Κερκυραίους, κατέστη ο μέγας Σπυρίδων.

Έτσι όταν τότε τα Χριστούγεννα του έτους 1629 έπληξε τον τόπο βαρύ θανατικό θερίζοντας τον κόσμο χωρίς έλεος το πώς αντιμετώπισαν τη φοβερή αυτή κατάσταση οι πρόγονοί μας, ας αφήσουμε να μάς το περιγράψει ο έντιμος συμπολίτης μας (κύριος Σπύρος Κατσαρός), όπως το έχει καταγράψει εις το βιβλίον του «Ο Άγιος Σπυρίδων».

Η πρώτη και η πιό μεγάλη Λιτανεία
κάθε χρονιάς

Κυριακή των Βαΐων

Η Ιστορία δεν έχει συναισθηματισμούς. Αφήνει να ξετυλίγονται τα ιστορικά γεγονότα πάνω στην ανθρωπότητα και αδιαφορεί αν φέρνουν το καλό και την ευτυχία, ή το κακό και τη συμφορά και τη δυστυχία.

Κατόπιν έρχεται ο άνθρωπος που από πάνω του πέρασαν τα ιστορικά γεγονότα. Και πιάνοντας τις συμφορές και τις ευτυχίες, καθαγιάζει τη θεραπεία των πρώτων και την πηγή των δευτέρων, αποδίδοντας όλα στη Θεία Δύναμη.

Κάθε χρόνο, την Κυριακή των Βαΐων, απ’ όλη την έκταση της Κερκυραϊκής γής κι ακόμα απ’ όλες τις γειτονικές προς την Κέρκυρα Ελληνικές πατρίδες, συρρέουν στην πόλη Κέρκυρα πλήθη Χριστιανών, για να συμμετάσχουν στην εκδήλωση λατρείας του Αγίου, που εκφράζεται με τη Λιτάνευσή Του αυτή την ημέρα.

Κάθε χρόνο, μυριάδες χείλη Κερκυραίων κι Επισκεπτών, ψιθυρίζουν τις ίδιες ευχές με σκυμμένα ευλαβικά τα κεφάλια, καθώς η Χάρη Του διαβαίνει.

Κι οι καρδιές χτυπούν παρακλητικά. Μια ατμόσφαιρα ευλαβικής κατανύξεως αιωρείται μέσα και πάνω από την πόλη.

Και καθώς οι καμπάνες σκορπίζουν τους θριαμβικούς ήχους τους για το θρίαμβο του Καλού Αγίου πάνω στο κακό, ο ουρανός δέχεται για μια ακόμα φορά τις δεήσεις και τις ευχαριστίες των Χριστιανών, που εκφράζουν την ακατάλυτη δύναμη της πίστεως.

Χριστούγεννα του 1629

Η επιδημία

Απλή είναι η ιστορία που οδήγησε στην επίσημη καθιέρωση της Λιτανείας των Βαΐων. Απλή, όπως απλές, όμως γεμάτες δόξα και ποίηση και περισσό μεγαλείο, είν' όλες οι ιστορίες της Θρησκευτικής μας ζωής.

Βαρύ «θανατικό» άπλωσε ξαφνικά τα μαύρα φτερά του την ημέρα των Χριστουγέννων του 1629 πάνω απ’ την πόλη και άρχισε να θερίζει τον κόσμο δίχως έλεος.

Με τα πρώτα κι όλα κρούσματα, η Διοίκηση του Νησιού, ξοδεύοντας το τεράστιο ποσόν των χιλίων δουκάτων, έλαβε όλα τα μέτρα για τον περιορισμό της εξάπλωσης και την καταστολή της φοβερής αρρώστιας.

Μάταιος κόπος. Κάθε μέρα το θανατικό και περισσότερους θέριζε κι όλο απλωνόταν προς τις εξοχές. Ο Χάρος δεν έκανε διάκριση. Χτυπούσε επί δικαίους και αδίκους. Παιδιά, νέους, γέρους. Πλούσιους και φτωχούς.

Οι εικόνες ήσαν τρομαχτικές. Θλιβερές πομπές διασχίζανε μέρα και νύχτα τους έρημους από κόσμο δρόμους, μεταφέροντας πάνω σε αλογοσυρόμενα κάρα σωρούς από πτώματα, που ενταφίαζαν όπως - όπως, συχνά δίχως παπά, σε μεγάλους ομαδικούς τάφους στα περίχωρα της πόλης, στους λόγγους και στις ρεματιές.

Όπως είναι γνωστό, Νεκροταφεία τότε δεν υπήρχαν. Οι νεκροί θάπτονταν είτε μέσα στους ναούς, είτε στα περιβόλια ολόγυρά τους. Μα οι χώροι αυτοί μόλις επαρκούσαν για τους φυσιολογικούς αραιούς θανάτους. Έτσι η ανάγκη οδηγούσε σε λύσεις απελπισίας. Και τέτοια λύση εδώ, ήταν ο ομαδικός τάφος μακρυά από την κατοικημένη περιοχή.

Μέσα σ’ εκείνη την κοσμογονική συμφορά που έπληττε τον τόπο επί ολόκληρους μήνες κι αφού η μόλυνση είχε λάβει τόσο τεράστια έκταση ώστε η Επιστήμη να σηκώνει τα χέρια της ανίσχυρη, τα βλέμματα των Κερκυραίων στράφηκαν προς τον προστάτη τους Άγιο. Ήταν παραμονές του Πάσχα του 1630.

Και ξημερώνοντας Σάββατο του Λαζάρου, πλήθη Κερκυραίων που με το χάραμα είχαν θάψει τους νεκρούς τους - εκατοντάδες νεκρούς - συνέρρευσαν στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνος και με δάκρυα στα μάτια δεήθηκαν στον Άγιο να σώσει από το φοβερό κίνδυνο το Νησί, που ο κόσμος του Τον τιμούσε και Τον είχε μόνη ελπίδα και προστασία του.

Ήταν δε, τόση η πίστη του κόσμου εκείνου, ώστε από την ίδια κι όλα ημέρα οι θάνατοι λιγόστεψαν. Άνθρωποι που είχαν μολυνθεί, είδαν στον ύπνο τούς τον Άγιο να τους υπόσχεται τη γιατρειά. Και θεραπεύτηκαν σαν από Θεία Δύναμη.

Εν τω μεταξύ, τις φοβερές ημέρες που η επιδημία βρισκόταν στη μεγαλύτερη έντασή της, πάνω από την εκκλησία του Αγίου φαινόταν να λάμπει κάτι σα φώς υπερκόσμιας κανδύλας. Και το παράξενο αυτό και θαυμαστό φαινόμενο, που έμοιαζε σαν το ακοίμητο μάτι του Αγίου, είδαν και μαρτύρησαν οι φρουροί του Κάστρου που έβλεπαν από ψηλό την εκκλησία. Το κατάγραψε δε ο σύγχρονός τους Ιστορικός της Κέρκυρας Ανδρέας Μάρμορας στην Ιστορία του.



Πάσχα του 1630

Η θεραπεία

Από την ημέρα που ο Κερκυραϊκός Λαός συγκεντρώθηκε στην εκκλησία του Αγίου και δεήθηκε για τη σωτηρία του, τα κρούσματα άρχισαν να ελαττώνονται.

Η αρρώστια άρχισε να υποχωρεί. Και την ημέρα των Βαΐων του 1630, σταμάτησε να σκοτώνει και έσβυσε ολότελα.

Το γεγονός της σωτηρίας του τόπου από τη φοβερήν επιδημία που ερήμαξε κυριολεκτικά το Νησί, φυσικό ήταν να γιορταστεί και να τιμηθεί ο Προστάτης και Σωτήρας Αγιος.

Την ίδια ημέρα των Βαΐων, με αίτηση των Συνδίκων της Κερκυραϊκής Κοινότητας

προς τις Βενετσιάνικες Αρχές, λιτανεύτηκε γύρω από την εκκλησία του το Άγιο Λείψανο. Πλήθη χαροκαμένου, μα χαρούμενου για τη σωτηρία λαού, υμνολογούσαν το Άγιο Λείψανο.

Ενώ οι Κερκυραίοι ανταποδίδοντας στον Άγιο τη μεγάλη Του ευεργεσία, συγκέντρωσαν με έρανο το ποσόν των πέντε χιλιάδων δουκάτων, τα οποία παράδωσαν στην Εγχώρια Διοίκηση για να εξωραϊσθεί η εκκλησία του Αγίου.

Αλλά «ἵνα ἐν παντί χρόνω καί εἰς ἕνα ἕκαστον, οἱασδήποτε ἡλικίας ὄντα καί ἑπόμενον, τηρηθῆ ἐν τῇ μνήμῃ τό μέγα θαῦμα τοῦ εὐλογημένου Ἁγίου» η Κοινότητα της Κέρκυρας εκφράζοντας την κοινή επιθυμία, με αναφορά προς τη Βενετσιάνικη Διοίκηση εζήτησε να καθιερωθεί η λιτανεία του Αγίου, ώστε να γιορτάζεται κάθε χρόνο η ανάμνηση του πράγματος. Φυσικά η Βενετσιάνικη Διοίκηση δεν είχε λόγο ν’ αρνηθεί. Και με Θέσπισμά της τής 21ης Ιουνίου 1630 διέταξε «ἵνα κατ’ ἔτος καί ἐπί παντός τελεῖται ἡ λιτανεία πανδήμως».

Ετσι, από το 1631, πήρε αρχή η λιτανεία των Βαϊων. Εθιμο που γεννήθηκε πριν 350 ολόκληρα χρόνια κι εξακολουθεί να ζεί και να μένει αθάνατο.

Το δράμα «Σαραντάρη»

Το πώς μεταδόθηκε στην Κέρκυρα η πανούκλα του 1629, που ρήμαξε ολόκληρα χωριά και εξαφάνισε χιλιάδες οικογένειες, δεν είναι ακριβώς γνωστό. Υπάρχει όμως πάνω σ’ αυτό το ζήτημα, μιά εξήγηση σκοπιμότητας, που θα πρέπει να την αναφέρουμε για να κάνουμε πιο πλήρες τούτο το Χρονικό.

Τα πρώτα τέσσερα κρούσματα της αρρώστιας, φανερώθηκαν τη νύχτα των Χριστουγέννων του 1629. Αμέσως τότε η Υγειονομική Αρχή, προσπάθησε ερευνώντας, ν’ ανακαλύψει την πηγή του κακού. Κι οι μεθοδικές έρευνες οδήγησαν στη διαπίστωση, ότι την αρρώστια έφερε η Οικογένεια Σαραντάρη.

Ο Οδηγητριανός Σαραντάρης, Ευγενής και Δικηγόρος, ήταν και ένας από τους Προβλεπτές της Υγείας. Διαπιστώθηκε λοιπόν, είπαν, πως ένας από τους υπηρέτες του ανέβηκε σ’ ένα Τούρκικο πλοίο που βρισκόταν στο λιμάνι της Κέρκυρας κι αφού είχε περάσει το προβλεπόμενο χρονικό διάστημα της καραντίνας. Ο υπηρέτης πήρε από το Τούρκικο πλοίο δύο μαντύλες, τις οποίες χάρισε στην κυρά του.

Εκείνη τις έδωσε σε μία από τις θυγατέρες της να τις φυλάξει. Η κόρη τις έκλεισε σ’ ένα μπαούλο και ξαφνικά αμέσως μετά ένοιωσε αδιαθεσία, ενώ ύστερα από λίγη ώρα πέθανε.

Οι φίλοι και συγγενείς που έτρεξαν στο σπίτι του Σαραντάρη για να συλλυπηθούν και κυρίως οι γυναίκες που αγκάλιαζαν και φιλούσαν τη νεκρή, προσβλήθηκαν από πανούκλα, που τάχιστα μεταδόθηκε σ’ ολόκληρη την πόλη και σ’ ολόκληρο το Νησί, για να σκορπίσει τη συμφορά και το πένθος αφανίζοντας τον όμορφο τούτο τόπο.

Με το θάνατο λοιπόν της κόρης του, αρχίζουν τα τραγικά βάσανα του Οδηγητριανού Σαραντάρη. Αυτός, η γυναίκα του και τα πέντε παιδιά του που το μεγαλύτερο ήταν μόλις 14 χρόνων, μεταφέρθηκαν στο Λαζαρέτο. Εκεί ο άτυχος Σαραντάρης, χωρίς καν να περάσει από μιά τυπική δίκη, μπροστά στα μάτια τής γυναίκας του και των ανήλικων παιδιών του τουφεκίστηκε. Το πτώμα του κάηκε στην πυρά. Και η στάχτη σκορπίστηκε στον άνεμο, να μη μείνει τίποτε απ’ αυτόν στα εγκόσμια.

Αλλά για το εάν ήσαν τα δύο μαντύλια που έφεραν την πανούκλα στην Κέρκυρα, υπάρχουν σοβαρές αντιρρήσεις. Κατ’ αρχήν το Τούρκικο πλοίο είχε περάσει από αυστηρή καραντίνα και δεν παρουσιάστηκε κρούσμα αρρώστιας σ’ αυτό. Ύστερα, ούτε ο υπηρέτης που τα πήρε στα χέρια του πρώτος κι ούτε η Σαραντάραινα που τα παρέλαβε, προσβάλθηκαν από την αρρώστια.

Και θέλουν να πούν, πως η βεβιασμένη εκείνη και χωρίς δίκη εκτέλεση του άτυχου Σαραντάρη, ήταν ένα καθαρό έγκλημα συγκεκαλυμμένο. Δεινός ρήτορας και άξιος Δικηγόρος ο Σαραντάρης, είχε γεννήσει με τις επιτυχίες του ολόγυρά του το φθόνο στους συναδέλφους του και το μίσος στους αντιδίκου του. Οι οποίοι και βρήκαν την ευκαιρία να τον ξεκάνουν και ν’ απαλλαγούν από την παρουσία του.

Υπάρχει και μιά άλλη εκδοχή. Που είναι και η πιο πιθανή. Η οργή του όχλου στις τραγικές για την ύπαρξή του στιγμές, ζητάει να βρει ενόχους, πάνω στους οποίους θα δώσει διέξοδο στο πάθος του φόβου και της αγωνίας που τον διακατέχει. Μη ξέροντας σε ποιόν να ξεσπάσει ο όχλος, τη στιγμή που το ένστικτο σκόρπισε τη λογική, ζήτησε ένα θύμα κι έγινε από το φόβο του θανάτου, αίτιος της αδικίας του θανάτου. Ένα εξιλαστήριο θύμα ήταν όπως φαίνεται, ο τραγικός Κερκυραίος Δικηγόρος Σαραντάρης.

...και σα στο Μαραθιά!

Μιά άλλη τραγική σελίδα της φοβερής εκείνης επιδημίας του 1629, είναι το μικρό χωριό Μαραθιάς της Λευκίμμης.

Εκεί η.πανούκλα έπεσε ξαφνικά και μέσα σε 2 - 3 ημέρες έκοψε όλους τους κατοίκους του χωριού. Ούτε ένας έμεινε, για να ειδοποιήσει τα γύρω. Το χωριό ρήμαξε ολότελα.

Κι απόμεινε από τότε η κά- τάρα: Στάχτη και όιάργυρο και οα στο Μαραδιά...



Ο Αγιος της Κορακιάνας

Με την επιδημία της πανούκλας του 1629, είναι συνδεδεμένη και μιά ωραία παράδοση της Κορακιάνας. Ο τότε Πρωτοπαπάς της περιοχής Κορακιάνας Σαββανής, ήταν έτοιμος ν’ αρχίσει το χτίσιμο μιας εκκλησιάς, στο όνομα της Παναγίας.

Ξαφνικά έπεσε η πανούκλα, η οποία έπληξε βαρειά το γειτονικό χωριό του Αγίου Μάρκου. Και φυσικά απειλούσε να επεκταθεί και προς την Κορακιάνα.

Τότε ο Πρωτοπαπάς Σαββανής μαζί με πλήθος λαού, λιτάνεψαν την εικόνα του Αγίου Σπυρίδωνα, ζητώντας του προστασία για το απειλούμενο χωριό τους. Η λιτανεία κατέβηκε ως κάτω, στα σύνορα των δύο χωριών.

Εκεί, υπάρχει μιά μεγάλη πλάκα, η οποία έχει πάνω της ένα βαθύ σημάδι που μοιάζει με πέλμα. Η παράδοση της Κορακιάνας λέει, πως η πανούκλα είχε φθάσει ως εκεί.

Είχε πατήσει την πλάκα - σύνορο των δύο χωριών, στην οποία αποτυπώθηκε το πέλμα της. Βλέποντας όμως την εικόνα του Αγίου δεν προχώρησε. Κι η Κορακιάνα δεν προσβάλθηκε από το θανατικό του 1629 που είχε αφανίσει την Κέρκυρα ολόκληρη.

Γι’ αυτό τό λόγο κι ο Πρωτοπαπάς Σαββανής, χτίζοντας αμέσως μετά την εκκλησία του, δεν την αφιέρωσε στην Παναγία όπως αρχικά είχε αποφασίσει, αλλά ετίμησε τον Προστάτη Αγιο Σπυρίδωνα. Η δε μικρή αυτή εκκλησιά των Σαββανή, σώζεται και σήμερα στην Κορακιάνα ανέπαφη.



Λιτανεία του Πρωτοκύριακου

(Πρώτης Κυριακής του Νοεμβρίου)

Τέταρτη και τελευταία στη σειρά των ετήσιων λιτανειών του Αγίου, η λιτανεία της Πρώτης Κυριακής του Νοεμβρίου. Καθιερώθηκε με Απόφαση της Βενετσιάνικης Αρχής του Νησιού, για να θυμίζει κάθε χρόνο στους Κερκυραίους και όλους τους Χριστιανούς, ότι με την επέμβαση του Προστάτη Αγίου, σώθηκε η Κέρκυρα από τη φοβερή πανούκλα, που για δεύτερη φορά εκείνο το χρόνο είχε σκιάσει με τα μαύρα φτερά της κι είχε μετατρέψει σε πένθος τη χαρούμενη ζωή του τόπου.

Με απλά λόγια μας εξιστορούν οι Συναξαριστές το ιστορικό της τραγικής εκείνης εποχής. Οταν αναλογιστούμε τις φοβερές συνθήκες μέσα στις οποίες διαβιούσε ο κόσμος εκείνης της εποχής κι όταν μετρήσουμε την υποτυπώδη υγειονομική προστασία που υπήρχε, δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε πώς όλο με μιάς τη χρονιά εκείνη - μιά από τις. ημέρες του 1673 - βαρύ θανατικό έπληξε την πόλη της Κερκύρας.

Τα πρώτα κρούσματα παρουσιάστηκαν στο Προάστειο της Γαρίτσας. Σύντομα όμως το μίασμα προχώρησε σε όλες τις συνοικίες κι απλώθηκε ανυποχώρητο σ' ολόκληρη την πολιτεία.

Ο θάνατος θέριζε ανελέητα τον υγειονομικά ανυπεράσπιστο κοσμάκη. Κάθε νύχτα θλιβερές θεω- ρίες διέσχιζαν τους έρημους και σκοτεινούς δρόμους. Μπροστά ένας άνθρωπος κρατώντας ένα φανάρι σκόρπιζε ασβέστη.

Πίσω οι νεκροθάφτες σήκωναν το ξυλοκρέββατο με τον πεθαμένο, τυλιγμένον σ’ ένα άσπρο σεντόνι και περιχυμένον με ασβέστη. Τη μακάβρια συνοδεία έκλεινε ένας άλλος άνθρωπος που σκόρπιζε κι αυτός ασβέστη.

Ούτε παπάς να ψιθυρίσει τις νεκρώσιμες ευχές. Ούτε συγγενείς να κλαίνε μαυροφορεμένοι. Ούτε άλλος κανείς. Κι έτσι σιωπηλή καθώς πρόβαινε η συνοδεία μέσα στο σκοτάδι, είχε κάτι από τα ταξείδια του Χάροντα στη σκοτεινή Αχερουσία.

Στον τόπο που είχε επιλεγεί για την ταφή (κάποιος έρημος τόπος, γιατί οργανωμένα Νεκροταφεία δεν υπήρχαν ακόμα κι οι χώροι των εκκλησιών που θάπτονταν οι νεκροί δεν επαρκούσαν), με την ίδια θλιβερή σιωπή, το μολυσμένο πτώμα ριχνόταν σ’ ένα πρόχειρα σκαμμένο λάκκο και σκεπαζόταν βιαστικά.

Οι συνοδοί Νεκροθάφτες έπαιρναν τότε το δρόμο της επιστροφής για να συνεχίσουν το μακάβριο έργο τους.

Οι Συναξαριστές δε μας λένε εδώ πότε ακριβώς άρχισε και πόσο κράτησε το κακό. Σημειώνουν μονάχα ότι η φοβερή επιδημία σταμάτησε απότομα τις τελευταίες ημέρες του Οκτώβρη.

Τότε, επί τρεις νύχτες στην κορυφή του καμπαναριού της εκκλησιάς Του, ένα υπερκόσμιο σταθερό φώς έκανε να διακρίνεται ο Θαυματουργός Άγιος αιωρούμενος, κρατώντας το Σταυρό στο χέρι και καταδιώκοντας το θανατικό που έμοιαζε με κατάμαυρο φάντασμα και προσπαθούσε ν’ αποφύγει τον Άγιο και να σωθεί.

Πολλοί μάλιστα μαρτύρησαν ότι άκουσαν τις τρομαγμένες οιμωγές του μαύρου φαντάσματος που καθώς έφευγε από την ανυποχώρητη καταδίωξη του Αγίου, απομακρυνόταν από την πόλη.

Η λαϊκή φαντασία τροφοδοτούμενη από τη θερμή πίστη, στα μακρυνά εκείνα χρόνια, συνέθεσε τους πιό ωραίους θρησκευτικούς μύθους, που αποτέλεσαν για τις μεγάλες μάζες το προπύργιο της Χριστιανικής πίστης.

Η Βενετσιάνικη Διοίκηση, υπακούοντας στη λαϊκή Κερκυραϊκή επιθυμία, ώρισε με Απόφασή της να λιτανεύεται κάθε χρονιά, την πρώτη Κυριακή του Νοεμβρίου το Ιερό Λείψανο του Αγίου, σε ανάμνηση του Θαύματος.

Ο ερημίτης

https://www.romfea.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου