Κυριακή 16 Μαΐου 2021

Tα ἁγιασμένα χέρια, αὐτά πού ἀρωμάτισαν το ‘’γλυκύ ἔαρ’’ το πανάμωμο σῶμα τοῦ Σωτήρα μας

Χ.Μ. Μπούσιας

Ἡ πίστη μας ὁλόκληρη στηρίζεται στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας. Τὸ λέει καὶ ὁ Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν, ὁ πνευματοκίνητος Παῦλος, στοὺς Κορινθίους: ‘’Εἰ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται, ματαία ἡ πίστις ὑμῶν’’ (Α΄ Κορίνθ. ιε΄ 14). Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας πλημμυρίζει τὰ σωθικά μας μὲ ἰδιαίτερη χαρά, μὲ τὴν μοναδικὴ χαρὰ ποὺ παραμένει αἰώνια καὶ κινεῖ τὰ χείλη μας σὲ ψαλμωδία τοῦ ὕμνου τῆς νίκης κατὰ τοῦ θανάτου, τοῦ μοναδικοῦ ‘’Χριστὸς Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος’’.
 Τὸ χαροποιὸ ἄγγελμα τῆς Ἁναστάσεως τοῦ Κυρίου πρῶτες ἄκουσαν ἀπὸ τὸν λαμπροφόρο νεανία, τὸν καθήμενο ἐπὶ τὸν λίθον Ἄγγελον οἱ Μυροφόρες γυναῖκες: ‘’Ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ᾧδε· ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν Αὐτόν’’ (Μαρκ. ιστ΄ 6). 
Πρῶτες αὐτές, ‘’αἱ περὶ Μαριάμ’’, ὅπως ἀναφέρει τὸ β΄ἑωθινό, τὸ μετέδωσαν στοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους καὶ ἀπὸ αὐτοὺς τὸ πληροφορήθηκε ἡ σύμπασα κτίση. Γυναίκα, ἡ Εὔα, ἔφερε τὴν κατάρα στὸ ἀνθρώπινο γένος, γυναίκα, δευτέρα Εὔα, ἡ Παναγία μας, ἐξαφάνισε τὴν ἀρχαία κατάρα μὲ τὴν γέννηση τοῦ Λυτρωτῆ μας καὶ γυναῖκες, οἱ Μυροφόρες, ἀνήγγειλαν πρῶτες στοὺς μαθητὲς τὴν κατάργηση τοῦ θανάτου καὶ τὴν αἰώνια ζωὴ μὲ τὴ θριαμβευτικὴ τοῦ Χριστοῦ μας Ἀνάσταση.
Οἱ Μυροφόρες, Μαρία ἡ Μαγδαληνή, καὶ Μαρία ἡ τοῦ Κλωπᾶ, οἱ ἀδελφὲς τοῦ Λαζάρου, Μάρθα καὶ Μαρία, ἡ Σωσάννα, ἡ Ἰωάννα τοῦ Χουζᾶ καὶ ἡ Σαλώμη ‘’διαγενομένου τοῦ Σαββάτου ἠγόρασαν ἀρώματα, ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτόν· καὶ λίαν πρωῒ τῆς μιᾶς σαββάτων ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖον ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου· κὶ ἔλεγον πρὸς ἑαυτάς· τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου; καὶ ἀναβλέψασαι θεωροῦσιν ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος, ἦν γὰρ μέγας σφόδρα’’ (Μαρκ. ιστ΄ 1-4).
*Πρώτη Μυροφόρος εἶναι ἡ Παναγία μας, τὴν ὁποία ὁ Λουκᾶς ὀνομάζει ‘’Μαρία τοὺ Ἰακώβου’’ (Λουκ. κδ΄ 10), ὁ Ματθαῖος ‘’ἄλλη Μαρία’’ (Ματθ. κη΄ 1) καὶ ὁ Μάρκος ‘’Μαρία Ἰωσῆ’’ (Μαρκ. ιε΄ 47).
*Δεύτερη Μυροφόρος εἶναι ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή, ἀπὸ τὴν ὁποία ὁ Χριστὸς εἶχε ἐκβάλει ἑπτὰ δαιμόνια.
*Τρίτη εἶναι ἡ Σαλώμη, ἡ θυγατέρα τοῦ Ἰωσὴφ τοῦ μνήστορος.
*Τέταρτη εἶναι ἡ Ἰωάννα, ἡ γυναίκα τοῦ Χουζᾶ, ποὺ ἦταν ἐπίτροπος καὶ οἰκονόμος τῆς οἰκίαςτοῦ Βασιλιᾶ Ἡρώδη.
*Πέμπτη καὶ ἕκτη εἶναι οἱ δυὸ ἀδελφὲς τοῦ φίλου τοῦ Χριστοῦ Λαζάρου, ἡ Μάρθα καὶ ἡ Μαρία.
*Ἕβδομη Μυροφόρος εἶναι ἡ Μαρία τοῦ Κλωπᾶ, ἢ κατ’ ἄλλους τοῦ Κλεόπα,καὶ
*ὄγδοη ἡ Σωσάννα.
Βεβαίως ὑπῆρξαν καὶ ἄλλες Μυροφόροι τῶν ὁποίων οἱ Εὐαγγελιστὲς δὲν μᾶς διασώζουν τὰ ὀνόματα. Ὁ Λουκᾶς συμπληρώνει ‘’καὶ αἱ λοιπαὶ σὺν αὐταῖς’’ (Λουκ. κδ΄ 10).
Ἀπὸ τοὺς ἄνδρες κηδευτὲς τοῦ Χριστοῦ μας δύο ὀνόματα παραμένουν στοὺς αἰῶνες ἀνεξίτηλα. Τοῦ Νικοδήμου καὶ τοῦ Ἰωσήφ.
*Ὁ Νικόδημος ὑπῆρξε Φαρισαῖος νομομαθής, ἄρχοντας τῶν Ἰουδαίων, καὶ ἔγινε μαθητὴς τοῦ Κυρίου τὰ πρῶτα χρόνια τοῦ κηρύγματός του, ὅταν Τὸν ἐπισκέφθηκε νύκτα καὶ συζήτησε μαζί Του γιὰ τὴν ἀπόλαυση τῶν ἀγαθῶν τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Τὴ συνομιλία τους μᾶς τὴν διασώζει ὁ Μαθητὴς τῆς ἀγάπης (Ἰωάν. γ΄ 1-21).
*Ὁ Ἰωσὴφ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀριμαθαία, ἦταν πολὺ πλούσιος καὶ εἶχε τὸ ἀξίωμα τοῦ Βουλευτῆ. ‘’Ὢν μαθητὴς τοῦ Ἰησοῦ, κεκρυμμένος διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων, ἠρώτησε τὸν Πιλᾶτον, ἵνα ἄρῃ τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ’’ (Ἰωάν. ιθ΄ 38). Ὅταν ἔλαβε τὴ συγκατάθεση τοῦ Πιλάτου ἦλθε μαζί του καὶ ὁ Νικόδημος ‘’φέρων μίγμα σμύρνης καὶ ἀλόης ὡς λίτρας ἑκατόν’’ (Ἰωάν. ιθ΄ 39). Μαζὶ ‘’ἔλαβον τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἔδησαν αὐτὸ ἐν ὀθονίοις μετὰ τῶν ἀρωμάτων, καθὼς ἔθος ἐστὶ τοῖς Ἰουδαίοις ἐνταφιάζειν. Ἦν δὲν ἐν τῷ τόπῳ ὅπου ἐσταυρώθη κῆπος καὶ ἐν τῷ κήπῳ μνημεῖον καινόν, ἐν ᾧ οὐδέπω οὐδεὶς ἐτέθη· ἐκεῖ οὖν διὰ τὴν παρασκευὴν τῶν Ἰουδαίων, ὅτι ἐγγὺς ἦν τὸ μνημεῖον, ἔθηκαν τὸν Ἰησοῦν’’ (Ἰωάν. ιθ΄ 40-42). Κατὰ τὸν Εὐαγγελιστῆ Ματθαῖο ὁ τάφος ἐκεῖνος ἦταν τοῦ Ἰωσήφ: ‘’Λαβὼν τὸ σῶμα ὁ Ἰωσὴφ ἐνετύλιξεν αὐτὸ σινδόνι καθαρᾷ καὶ ἔθηκεν αὐτὸν ἐν τῷ καινῷ αὐτοῦ μνημείῳ, ὃ ἐλατόμησεν ἐν τῇπέτρᾳ’’ (Ματθ. κζ΄ 59-60).
 Οἱ Ἅγιες Μυροφόροι καὶ οἱ Ἅγιοι Κηδευτὲς τοῦ Χριστοῦ μας τιμῶνται καὶ ἑορτάζονται μαζί, γιατὶ ὅλων τὰ εὐλογημένα μάτια, αὐτὰ ποὺ βουρκωμένα ἀπὸ τὸν πόνο καὶ τὴν ὀδύνη τοῦ σταυρικοῦ θανάτου τοῦ ἀγαπημένου τους Διδασκάλου ἔχυσαν πολύτιμα δάκρυα, ἀξιώθηκαν νὰ ἰδοῦν καὶ τὴ λαμπροφόρο Του Ἀνάσταση· ἐπίσης ὅλων τὰ ἁγιασμένα χέρια, αὐτὰ ποὺ ἀρωμάτισαν τὸ ‘’γλυκὺ ἔαρ’’ τὸ πανάμωμο σῶμα τοῦ Σωτήρα μας, κράτησαν ἀργότερα τὴ ράβδο τῆς εὐαγγελικῆς πορείας, τοῦ Ἀναστάσιμου ἀγγέλματός Του, τῆς πορείας τοῦ ἁγιασμοῦ τῶν ψυχῶν. Τιμῶνται λοιπὸν μαζὶ ὅλοι ὡς κήρυκες τῆς Ἀναστάσεως, ἀφοῦ δὲν κράτησαν κρυφὸ τὸ ‘’Οὐκ ἔστιν ὧδε’’ τοῦ Ἀγγέλου, ἀλλὰ τὸ ἄφησαν νὰ τὸ μεταφέρουν οἱ ἄνεμοι σὲ Ἀνατολη καὶ Δύση, σὲ Βορρὰ καὶ Νότο, σ’ ὅλη τὴν τότε καθισμένη σὲ σκιὰ θανάτου οἰκουμένη ποὺ ἀπὸ τὸ μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως σκίρτησε και ἔγινε χριστώνυμη καὶ ἔκτοτε προσδοκᾶ ‘’Ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος’’.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου