Κυριακή 4 Ιουλίου 2021

Το θρηνητικό τρυγόνι της αιώνιας Αθήνας


  Ο Δημήτρης Πικιώνης χρησιμοποίησε χαλάσματα που περισώθηκαν από τις κατεδαφίσεις των παλιών κτιρίων της αναπτυσσόμενης Αθήνας και αρχαία ευρήματα μικρής σημασίας, για να λιθοστρώσει τα μονοπάτια, που είχαν ανοίξει μέσα στους αιώνες τα ανθρώπινα βήματα, στους λόφους της Ακρόπολης και του Φιλοπάππου. 
  Οι εργασίες κράτησαν από το 1954 μέχρι το 1958. Εξήντα δύο χρόνια αργότερα, στις 30 Οκτωβρίου 2020, το υπουργείο Πολιτισμού των άριστων, χωρίς αισθητική, χωρίς σχεδιασμό, με πρόφαση τη διευκόλυνση των εμποδιζόμενων ατόμων, έστρωσε με τσιμέντο τα μονοπάτια της Ακρόπολης. 
  Από χτες που είδαμε αυτή τη βαρβαρότητα, σκέφτομαι το παρακάτω κείμενο του Φώτη Κόντογλου για τον Μιχαήλ Ακομινάτο, το θρηνητικό τρυγόνι της αιώνιας Αθήνας. Στον Μιχαήλ Ακομινάτο, που ήταν άνθρωπος με βαθιά μόρφωση και αγαπούσε την αρχαιότητα, οφείλεται η οικοδόμηση του ναού της Γοεργοεπηκόου και η διάσωση των 90 αρχαιοελληνικών, ρωμαϊκών, παλαιοχριστιανικών και βυζαντινών μαρμάρινων αναγλύφων, που την απαρτίζουν και που την καθιστούν επιτομή της αθηναϊκής τέχνης από την αρχαϊκή εποχή μέχρι την εποχή που οικοδομήθηκε.

 Το κείμενο του Φώτη Κόντογλου «Το θρηνητικό τρυγόνι της αιώνιας Αθήνας» δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ελευθερία στις 28 Φεβρουαρίου 1954.


 Τούτη η παμπάλαιη και περιβόητη πολιτεία της Αθήνας, που μαζευτήκαμε απ’ Ανατολή και Δύση, από στεριά κι από θάλασσα, ήρθε καιρός που είχε ρημάξει σχεδόν ολότελα, κι είχε γίνει σα χορταριασμένο νεκροταφείο. Και πάλι, με τα χρόνια, ξαναγέμισε ανθρώπους κι άνθισε, όπως τώρα. Και πάλι, θα ’ρθει ένας καιρός που θα ξαναρημάξει, κι ας μην το βάζει με το νου του κανένας μας σήμερα. Έτσι γυρίζει η ρόδα του κόσμου.


Η Αθήνα ρήμαξε μαζί με τον αρχαίο κόσμο, που ήταν η κούνια του κι η μάνα του. Από τα χρόνια που βασίλευε στην Πόλη ο Ιουστινιανός, η Αθήνα ήτανε ένα ρημάδι. Κανένας δεν συλλογιζόταν πια αυτήν την ξακουστή πολιτεία, γιατί όλα είχανε μετατοπιστεί στην Ανατολή. Κάπου κάπου ξέπεφτε κατά δώθε κανένας ταξιδευτής, επειδή οι δρόμοι που πηγαίνανε από την Πόλη στην Ιταλία, στην Ιερουσαλήμ και σ’ άλλες μεγάλες και πολυσύχναστες πολιτείες, δεν περνούσανε από την Αθήνα.

Κατά τα 700 μ.Χ. ένας δεσπότης Φράγκος λεγόμενος Μπιλιμπάλντος γράφει δυο λόγια, που δείχνουν πως υπήρχε ακόμα Αθήνα. Ένας Άραβας γεωγράφος Ισταχής λεγόμενος, στα 1000 μ.Χ. γράφει για την Αθήνα πως μαζί με τη Ρώμη ήτανε οι μανάδες των Ρουμ (των Ελλήνων) και πως η Αθήνα προ πάντων στάθηκε ο τόπος της σοφίας των Γιουνάν (Ιώνων, Ελλήνων), που ευρήκανε τη φιλοσοφία και τις επιστήμες. Και άλλοι Άραβες γράψανε για την Αθήνα σε κείνα τα χρόνια, όπως ο Εδρισής, ο Αμπουλφέδας κι ο Ιμπν-Χαουκάλ, που λέγει την Αθήνα Ιτσχανιγιάχ, δηλαδή πολιτεία των σοφών Ελλήνων. Πλην αυτά τα γράφανε για την πεθαμένη Αθήνα, γιατί η ζωντανή ήτανε ένα χωριό ελεεινό και τρισάθλιο.

Οι Σταυροφόροι δεν ξέρανε καν τ’ όνομα της Αθήνας, ούτε οι άλλοι χατζήδες που πηγαίνανε χιλιάδες στον Άγιο Τάφο. Κατεβαίνανε από τα βορινά μέρη και μπαρκάρανε στην Πόλα ή στη Ραγούζα ή στο Μπάρι, πιάνανε στα Εφτάνησα, στα Κύθηρα, στην Κρήτη, στη Ρόδο, στην Κύπρο, και ξεμπαρκάρανε στη Γιάφα.


Μέσα σ’ εκείνο το σκοτάδι που βρισκότανε χαμένη και ξεχασμένη η πολιτεία της Αθήνας, ένα μικρό φως άναψε κι έδειξε για μια στιγμή στον κόσμο πως δεν είχε λείψει η Αθήνα ολότελα από τον κόσμο, πως υπήρχε ακόμα αυτό το άψυχο κουφάρι της. Αυτό το μικρό φως ήτανε ένας σπουδαίος δεσπότης, ο Μιχαήλ Ακομινάτος, μια ψυχή που θαρρεί κανένας πως εβγήκε από κανέναν αρχαίο τάφο του Κεραμεικού, μ’ όλο που γεννήθηκε στην Ανατολή. Μα από κάμποσους αιώνες, οι Ανατολίτες βαστούσανε με πάθος την ελληνική σοφία και τη φυλάγανε με αγάπη, όπως εκείνος που φυλάγει τ’ άγιο φως μέσα σ’ ένα μικρό σφαλιχτό φανάρι για να μην το σβήσει ο άγριος βοριάς.

Ο Άγιος Μιχαήλ Χωνιάτης ή Ακομινάτος


   Ο Ακομινάτος γεννήθηκε στα 1140 σε μια πολιτεία της Φρυγίας στη Μ. Ασία, που τη λέγανε Χώνες ή Κολοσσές. Σπούδασε στην Πόλη κι είχε δάσκαλο τον σοφό Ευστάθιο, που ήξερε τα αρχαία ελληνικά όσο κανένας άλλος και που έγινε ύστερα επίσκοπος Θεσσαλονίκης. Ο Μιχαήλ είχε κι έναν αδερφό που γίνηκε πολιτικός κι έγραψε πολλά κι αυτός, τον Νικήτα Χωνιάτη. Ο Μιχαήλ αγαπούσε τη θρησκεία και στα 1182 έγινε μητροπολίτης Αθηνών.
   Η χαρά του Ακομινάτου ήταν μεγάλη, που αξιώθηκε να γίνει πνευματικός ποιμήν απάνου στους απογόνους των αρχαίων Αθηναίων, που τους λάτρευε η ψυχή του ύστερα από τον Χριστό. Ο Παρθενώνας είχε γίνει εκείνον τον καιρό εκκλησιά της Παναγιάς. Εκεί μαζευθήκανε οι Αθηναίοι για να υποδεχθούνε τον δεσπότη. Κι εκείνος, τρέμοντας από συγκίνηση, έβγαλε έναν λόγο αρχαιοπρεπέστατον. Μίλησε στο ποίμνιό του εγκωμιάζοντας την ένδοξη καταγωγή τους. «Αθηναίοις ούσι και εξ Αθηναίων αυθιγενών». Αλλά, ο ενθουσιασμός του από την αρχαιότητα κρύωνε, βλέποντας σε τι χάλι βρισκότανε η πολιτεία και οι άνθρωποι που την κατοικούσανε. Γι’ αυτό στο λόγο του έλεγε με παράπονο πως ο άσπλαχνος καιρός τ’ άλλαξε όλα, μάρανε το κάλλος, χάλασε τη γλώσσα, και παρομοίωσε την Αθήνα με τη Φιλομήλα της μυθολογίας, που είχε κόψει τη γλώσσα της ο άσπλαχνος Τηρεύς. Εξύμνησε, με φωνή που έτρεμε, τη μητέρα της ρητορικής και της σοφίας, μα μιλούσε σε ανθρώπους που δεν είχανε ιδέα απ’ όσα έλεγε. Σα να έψελνε την ακολουθία των κεκοιμημένων.

   Τριανταοχτώ χρόνια κάθισε δεσπότης της Αθήνας ο Ακομινάτος, ζωσμένος από ερείπια που κειτόντανε σωροί χορταριασμένοι, «εν μέσω Σκυθικής ερημίας», υλικής και πνευματικής. Κι αυτός ήτανε σαν ένα ερείπιο, σαν ένας βρυκόλακας που φώλιαξε σε κείνο το ένδοξο νεκροταφείο. Βαρυθυμία, μελαγχολία για τον άστατο κόσμο σκοτεινιάζει την καρδιά του, τις αισθήσεις του, με τις οποίες θαρρεί πως βλέπει την πομπή της λαμπαδηφορίας, τα λαμπρά κτίρια, τις στοές, τα ωραία φορέματα και πως ακούγει τον κόσμο να συζητά μέσα στην αγορά, ν’ αγωνίζεται στα στάδια, να πανηγυρίζει στα θέατρα, πως ακούγει τον Περικλή και τον Σωκράτη να μιλούνε σε κείνη τη γλώσσα που τη λάτρευε σαν να ’τανε η γλώσσα των αγγέλων.

  Βουβή ερημιά τον περίζωνε. «Ειμί ξένος εν Αθήναις», έλεγε. «Δεν ξέρω αν απόμεινε από τούτη την πολιτεία τίποτ’ άλλο από το ένδοξο όνομά της. Πού είναι ο Περίπατος, πού είναι η Στοά, πού είναι ο Φανός του Διογένη;» Η ψυχή του ποθούσε να ταιριάξει τα ερείπια και την αρχαία δόξα με τους απελέκητους ανθρώπους που έβλεπε, αλλά δεν μπορούσε. Εκείνο το παλιοχώρι ήτανε η αρχοντικιά Αθήνα που διάβαζε στα βιβλία; Εκείνοι οι λιγοστοί, φοβισμένοι και φτωχοί άνθρωποι, αυτοί ήταν οι απόγονοι των ημιθέων;

   Πριν από λίγο είχανε ρημάξει το χωριό ακόμα πιο πολύ η πανούκλα και η πείνα. Οι κουρσάροι ληστεύανε γη και στεριά. Κοντά στη φτώχεια, βρίσκεται και κάθε κακομοιριά. Σπάνια βρίσκεται στην Αθήνα άνθρωπος να ξέρει λίγα γράμματα. «Σπανίζει» , γράφει, «η πόλις φιλοσόφων ανδρών, αλλ’ ήδη και βαναύσων αυτών».    Παρομοιάζει την Αθήνα με την καταστραμμένη Ιερουσαλήμ και τον εαυτό του με τον προφήτη Ιερεμία που κλαίγει γι’ αυτή. Κλαίγει κι αυτός, βλέποντας τα γκρεμισμένα κάστρα, τους έρημους δρόμους και τους ανθρώπους που είναι σκεπασμένοι με κουρέλια. Και σιγολέει «Γενεά πορεύεται και γενεά έρχεται, η δε γη εις τον αιώνα έστηκεν».
   Αληθινά η Έμορφη Αττική φεγγοβολούσε από τον ήλιο, ο γλυκός Υμηττός λιαζότανε ξαπλωμένος και μακάριος, η δροσερή Πεντέλη σα να έβγαινε εκείνη την ημέρα από τα χέρια του Θεού, η Ακρόπολη στεκότανε περήφανη απάνω από το χωριό, πέρα η θάλασσα και τα νησιά γαλανιάζανε ευτυχισμένα. Μοναχά οι άνθρωποι και τα έργα τους είχανε χαθεί, σα να μη γινήκανε ποτέ στον κόσμο.

  Όσο περνούσε ο καιρός, τόσο ο δυστυχής Ακομινάτος καταλάβαινε πως εζούσε στην εξορία, «εν τη κατωτάτη εσχατιά της γης, εν τω Ταρτάρω ένθα ειδώλους ανθρώπους συνδιητάτο”, λέγει, σα να μιλά η Πολιτεία των Αθηνών. «Οράς με, την θρυλουμένην των πόλεων, όπως ο μεν χρόνος ανάλωσε, τοις δε λειψάνοις του χρόνου συνεπέθετο κακία πολύτροπος και κατέλειπε χωρίον μικρόν και αοίκητον, ονόματι μόνω και σεμνοίς ερειπίοις γνωριζομένην. Η δε εγώ, η τλήμων, η πάλαι μεν μήτηρ σοφίας παντοδαπής και πάσης καθηγεμών αρετής, η πεζομαχίαις και ναυμαχίαις Πέρσας πολλάκις καταστρατηγήσασα, νυν δε σκαφιδίοις ολίγοις πειρατικοίς καταπολεμουμένη και ληιζομένη τα επί θαλάττη πάντα. Η πίουσα το εκ χειρός Κυρίου ποτήριον, καντεύθεν λιμώ και δίψει και πτωχεία προσταλαιπωρήσασα».
   «Ο καιρός», λέγει, «στέρησε την Αθήνα από όλους, κι απ’ αυτήν τη γλώσσα. Κι έγινε χωρίς γλώσσα (άγλωττος) η μήτηρ της σοφίας, εκεί που κάποτε η δόξα της Στοάς και τον Περιπατητικών εγέμισε τη γη, εκεί που μιλούσε ο ολυμπιος Περικλής και που ο Δημοσθένης, ο Λυσίας, ο Ξενοφών κι ο Ισοκράτης κελαϊδούσανε πιο γλυκά από τις σειρήνες».
   Λέγει πως κι αυτός ο ίδιος (που αγαπούσε τόσο την αρχαιότητα) είναι δυστυχισμένος μέσα στην ερημιά των Αθηνών και καθισμένος απάνω σε κείνον τον βράχο, άκουγε μοναχά τον αντίλαλο της φωνής του.
Ο καιρός στάθηκε για την Αθήνα πιο βάρβαρος από τους Πέρσες και κατάντησε ένα ελεεινό χάλασμα την εξαίσια εκείνη πολιτεία. «Ποιμένες μεν ουκ αναπαύονται εν αυτή, αναπαύονται δε θηρία πονηρά δαιμόνια τε ενορχούνται και ονοκένταυροι κατοικούσι, και εχίνοι (σκαντζόχοιροι) τοις οίκοις εννεστεύουσιν».

Στα τελευταία χρόνια που πνίγεται μέσα στην μοναξιά του, δε βρίσκει άνθρωπο να τον καταλάβει και θέλει να φύγει από την Αθήνα. Γράφει πως κι αυτός έγινε βάρβαρος, ανάμεσα σε κείνους τους βαρβάρους. «Βιώ εν μέσω σμήνους βαρβάρων πάσης φιλοσοφίας εστερημένων». Λέγει πως η ωραιότερη γλώσσα που μίλησε άνθρωπος κατάντησε η πιο βάρβαρη. Και πως «μάλλον όνοι λύρας και κάνθαροι μύρου αισθήσονται ή ούτοι αρμονίας λόγου και χάριτος».

   Στα 1216 έφυγε κρυφά από την Αθήνα και πέρασε στην Τζιά, για να μην τον πιάσουνε οι Φράγκοι που πήρανε την Αθήνα, «οι Ιταλοί ούτοι βάρβαροι», όπως έλεγε. Πέθανε στη Τζιά στα 1220 αυτός ο πικραμένος ονειροπόλος της αρχαιότητας, που είχε μοιρασμένη την καρδιά του στον Χριστό και στον Πλάτωνα, που στάθηκε δεσπότης μαζί κι αρχαίος ρήτορας, φορεμένος το ωμοφόριο απάνω από τον αρχαίον μανδύα.

  Ακόμα και σήμερα, όποιος έχει μέσα στην καρδιά του λίγη από τη νοσταλγία που    είχε ο Ακομινάτος, σα ν’ ακούγει, περπατώντας το βράδυ κοντά στην Ακρόπολη, αυτό το θρηνητικό τρυγόνι, που ήρθε από την Ανατολή για να κλάψει απάνω στ’ αρχαία μνημούρια, να λέγει λυπητερά :
Έρως Αθηνών
των πάλαι θρυλουμένων
έγραψε ταύτα
ταις σκιαίς προσαθύρων
και του πόθου το θάλπον
υπαναψύχων.

ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

• Για τον Δημήτρη Πικιώνη μπορείτε να διαβάσετε ΕΔΩ κι ΕΔΩ.
• Για τον ναό της Γοργοεπηκόου ΕΔΩ
• Οι δύο ακουαρέλες, Πανόραμα της Αθήνας από τον λόφο του Φιλοπάππου και Ακρόπολη από τα δυτικά, προέρχονται από το βιβλίο του Έντουαρντ Ντοντγουέλ (Edward Dodwell) Views in Greece.


ΠΗΓΗ


1 σχόλιο: