Τρίτη 3 Αυγούστου 2021

Επήγες εις την Πόλη, ψυχή μου...



― Επήγες εις την Πόλη, ψυχή μου, είπεν ο παππούς, όταν ετελείωσαν αι περιπτύξεις και τα φιλήματα, και εστέγνωσαν τα δάκρυά μου. — Επήγες εις την Πόλη.— Είδες πολύν κόσμον!
― Ναι, παππού. Είδα την Συληβριά με το Παραπόρτι αψηλά αψηλά και με κάτι μύλους που έχουν φτερά και γυρίζουν με τον άνεμο!
― Άς τ’ αυτά! Είπεν ο παππούς. Επέρασες από την χώρα, που ψήv’ ο ήλιος το ψωμί; Και είδες τους Σκυλοκεφάλους;
― Όχι, παππού! Δεν τους είδα. Πού είναι αυτοί οι Σκυλοκέφαλοι;
― Νά, κομμάτι παρ’ εδώ από την χώρα, που ψήν’ ο ήλιος το ψωμί. Είπεν ο παππούς, σημειών το «παρ’ εδώ» εις τον ορίζοντα διά δεικτικής χειρονομίας, ως κάμνουν οι γεωγράφοι, όσοι επεσκέφθησαν τα μέρη περί ων διδάσκουσι.
― Απ’ εμπρός είναι άνθρωποι ―εξηκολούθησεν ο παππούς― και από πίσω σκύλοι. Απ’ εμπρός μιλούν και από πίσω γαυγίζουνε. Απ’ εμπρός σε καλοπιάνουν και από πίσω σε τρώνε! Γι’ αυτό, ψυχή μου, καλύτερα που δεν επήγες.
― Ω! βέβαια καλλίτερα! είπον εγώ. Καλύτερα που δεν μ’ έφαγαν κ’ επήγα στην Πόλη με το καΐκι. Να ιδής δα, παππού, και την θάλασσα! Έτσι ώς πάνου γεμάτη νερό! και μέσα στο νερό τα καΐκια. Φσσσσσσσ! Φσσσσσσσ περπατούν με τα πανιά φουσκωμένα!
― Άς τ’ αυτά! Είπεν ο παππούς πάλιν. Επέρασες από της θάλασσας τον αφαλό και είδες το νερό που γυρίζει γύρω, γύρω, γύρω, σαν που γυρίζ’ η γιαγιά σου η Χατζίδενα την άρμη στον «μπακήρα», και γίνεται μια τρύπα μέσ’ στην μέση;
― Όχι, παππού, δεν το είδα!
― Ώχ! ψυχή μου! Δεν είδες τίποτε λοιπόν!
― Και πού είναι αυτό, παππού;
― Αυτό είναι, έτσι κομμάτι παρ’ εδώ, είπεν ο παππούς δεικνύων εις τον ορίζοντα διά της χειρός — εκεί όπου ευρίσκεται η Φώκια, η μάνα τ’ Αλεξάνδρου. Αυτήν την είδες κάν την είδες;
Όχι, παππού! δεν την είδα!
Άχ! ψυχή μου, ανεστέναξε βαθύτερον ο παππούς, τίποτε δεν είδες! τίποτε!
Γεώργιου Βιζυηνού, «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον» (απόσπασμα)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου