Πέμπτη 2 Σεπτεμβρίου 2021

Στον πίνακα αυτό που ο Έκτωρ Δούκας (1885-1969) ονόμασε "Ώρα φαγητού", όλα συμβαίνουν όπως στη γλυκιά παιδική μου ανάμνηση...



Το ψωμί είναι στο τραπέζι
το νερό είναι στο σταμνί
το σταμνί στο σκαλοπάτι
δώσε του Χριστού να πιει

Δώσε μάνα του διαβάτη
του Χριστού και του ληστή
δώσε μάνα να χορτάσει
δωσ' του αγάπη μου να πιει.

Αυτή τη σκηνή από τα χρόνια εκείνα τα πολύ περασμένα, την έχω ζήσει. Θα ήταν γύρω στα 1955-1957. Είμασταν στη Ν. Ζίχνη Σερρών (μετάθεση του μπαμπά), όταν μια συμμαθήτριά μου με κάλεσε να φάμε μαζί με την οικογένειά της. Στον πίνακα αυτό που ο Έκτωρ Δούκας (1885-1969) ονόμασε "Ώρα φαγητού", όλα συμβαίνουν όπως στη γλυκιά παιδική μου ανάμνηση...

Είναι ώρα φαγητού .
 Ένα απλό δωμάτιο με τα λίγα κύρια σκεύη της κουζίνας κρεμασμένα στον τοίχο. Το τζάκι αναμμένο. Μια παλιά καρέκλα που της λείπει ένα ξύλο από την πλάτη, είναι αχρείαστη , στην άκρη. Μόλις έχει γυρίσει ο πατέρας από τα χωράφια. Έχει κρεμάσει σ' ένα καρφί τον αμπά του. Βγάζει τα λασπωμένα φθαρμένα του παπούτσια, που μου θύμισαν τα “Παπούτσια” τού Van Gogh του 1887, ακουμπά στον τοίχο το φτυάρι και την αξίνα, που ώρες τον είχαν συντροφέψει, κι έχει κάτσει στο τραπέζι. 
  Όλη η οικογένεια κάθεται ήδη γύρω από τον σοφρά . Πρέπει να έχουν κάνει και το σταυρό τους... Η γιαγιά αμέσως με μια στοργική ματιά, αλλά ίσως και ικανοποίηση για το φαγητό που έφτιαξε, ακουμπά τη γαβάθα με το γαλάζιο τελείωμα στη μέση του σοφρά. Τα κουτάλια είναι μπροστά στον καθένα. Δεν υπάρχουν πιάτα, γιατί τρώνε όλοι από το ίδιο σκεύος. Η νεαρή μητέρα σήκωσε αγκαλιά το μωρό της από την ξύλινη κούνια του και παίρνει το κουτάλι της. 

 Με εντυπωσιάζουν οι λεπτομέρειες στον πίνακα . Αλλά περισσότερο η δύναμη τού Δούκα να αποδίδει τα συναισθήματα στα πρόσωπα. Στα γεμάτα ανυπομονησία για το φαγητό παιδικά προσωπάκια που περιμένουν να δοθεί το σύνθημα. Περισσότερο όμως "εύγλωττο", είναι το πρόσωπο του πατέρα. Έχει τη σοβαρότητα που απαιτεί η στιγμή και μαζί την τρυφερότητα. Είναι η κολώνα του σπιτιού, που, όπως απαιτεί το έθιμο, αυτός πρέπει να κόψει το ψωμί, το ζυμωμένο από τις γυναίκες του σπιτιού . Προσέχει να το κόψει όμορφες φέτες. Το ψωμί, που ήταν ιερό και ακόμα και τα ψίχουλά του ήταν αμαρτία να πεταχτούν... Κι όταν έπεφτε κανένα κομμάτι κάτω, έπρεπε να το φιλήσουν και να το φάνε... Πάνω στο (ίσως και μόνο με πατημένο χώμα), πάτωμα, μια κουρελού φθαρμένη, αλλά καθαρή. Και στο πρώτο πλάνο, η πήλινη στάμνα που κρατά δροσερό το νερό που φέρνει η μάνα από τη βρύση.

 Όλα συμβαίνουν όπως στη γλυκιά παιδική μου ανάμνηση... Απλά, λιγοστά, αλλά τόσο όμορφα, ζεστά κι ευτυχισμένα... Μόνο μια διαφορά: Ο σοφράς της φίλης μου ήταν στρωμένος με μεσάλι (υφαντό τραπεζομάντηλο φαγητού). Κι ο αδερφός της , ενώ όλοι ήταν απασχολημένοι με το φαγητό, που ήταν τηγανιτές πατάτες και κολοκυθάκια, έπαιρνε κρυφά με τη χούφτα του κι έκρυβε κάτω από το μεσάλι πατάτες και κολοκυθάκια!!! Κι είχε ένα τόσο χαριτωμένο κι αδιόρατο χαμόγελο πονηριάς κι ικανοποίησης...

Στίχοι: Ιάκωβος Καμπανέλλης, Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Από τις πρώτες ερμηνείες του Γιάννη Πουλόπουλου
https://www.youtube.com/watch?v=fYAC5Ngvt2I...
Το είδα στο facebook

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου