Τετάρτη 5 Ιανουαρίου 2022

...και έλαμψε το πρόσωπό της..! (Αληθινή ιστορία,Θεοφάνεια 2000)

 

  Πα­ρα­μο­νή Θεο­φα­νεί­ων τοῦ 2000. Πρω­τά­για­ση (ἁγια­σμός τῆς πα­ρα­μο­νῆς τῶν Θεο­φα­νεί­ων). Στό Πή­λι­ου­ρι, ἕνα χω­ριό τῆς Χει­μάρ­ρας τῆς Βο­ρεί­ου Ἠπεί­ρου, ὁ ἱε­ρέ­ας κα­τε­βαί­νει ἀ­πό τό αὐ­το­κί­νη­το πού τούς με­τέ­φε­ρε ὡς ἐκεῖ καί ἑτοι­μά­ζε­ται ν᾽ ἁγιά­ση τά σπί­τια.

  Μί­α ὥ­ρα καί ἕ­να τέ­ταρ­το ἔ­κα­ναν μέ τό αὐ­το­κί­νη­το γι­ά νά φτά­σουν. Τό χω­ριό εἶ­ναι κρυμ­μέ­νο πά­νω στά ὄ­μορ­φα ἱ­στο­ρι­κά Χει­μαρ­ρι­ώ­τι­κα βου­νά. Ὁ δρό­μος τρα­χύς, ἐ­πι­κίν­δυ­νος. Τό αὐ­το­κί­νη­το ἀγ­κο­μα­χοῦ­σε νά ξε­κολ­λή­ση ἀ­πό τίς λά­σπες πού δη­μι­ούρ­γη­σε ἡ βρο­χή τίς προ­η­γού­με­νες ἡ­μέ­ρες. Εἶ­ναι νέ­ος Ἱ­ε­ρεύς, μό­λις πρίν ἀ­πό δυ­ό μῆ­νες χει­ρο­το­νη­μέ­νος Πρε­σβύ­τε­ρος. Εἶ­χε ἔρ­θει ἀ­πό τήν Ἑλ­λά­δα μα­ζί μέ τρεῖς φοι­τη­τές γι­ά νά βο­η­θοῦν στό ἀ­να­λό­γιο καί γιά τήν με­τα­φο­ρά τῶν ἀ­ναγ­καί­ων γιά τίς ἱ­ε­ρο­πρα­ξί­ες στά χω­ριά τῆς πε­ρι­ο­χῆς καί ὅ­που ἀλ­λοῦ θά χρει­α­ζό­ταν.

  Ἡ πρώ­τη τους ἐ­πί­σκε­ψη ἦ­ταν ὁ ἱερός Να­ός στήν εἴ­σο­δο τοῦ χω­ριοῦ. Τό ἄ­θε­ο κα­θε­στώς τόν ἔ­κα­με «σπί­τι τοῦ λα­οῦ», ἔ­πει­τα ἀ­πο­θή­κη. Θλι­βε­ρό τό θέ­α­μα! Χορ­τα­ρι­α­σμέ­να τά σκα­λο­πά­τια, ἀμ­πα­ρω­μέ­νη ἡ πόρ­τα. Κα­νέ­να ση­μά­δι ζω­ῆς. Ἀ­φη­μέ­νη, λές, στήν φθο­ρά τοῦ χρό­νου γι­ά νά κα­τα­στρέ­ψη ὅ­,τι ἄ­φη­σαν πί­σω τους οἱ ἄ­θε­οι.

  Τά παι­διά ἔ­τρε­ξαν νά χτυ­πή­σουν τίς πόρ­τες τοῦ χω­ριοῦ, γιά νά ἀ­ναγ­γεί­λουν τήν ἄ­φι­ξη τοῦ ἱε­ρέ­α. Σέ λί­γο ἔ­γι­νε συ­να­γερ­μός. Ἡ μί­α νοι­κο­κυ­ρά μέ τήν ἄλ­λη μά­θαι­ναν τά σπου­δαῖ­α νέ­α. 
«Πρώ­τη φο­ρά με­τά ἀ­πό τό­σα χρό­νια ἦρ­θε πα­πᾶς νά μᾶς ἁ­γιά­ση», ἔ­λε­γαν μέ δά­κρυ­α στά μά­τια. Ἄλ­λες ἔρ­ρι­ξαν στρω­σί­δια στίς εἰ­σό­δους. Ἄλ­λες ἔ­κο­ψαν τά κα­λύ­τε­ρα ἄν­θη ἀ­πό τόν κῆ­πο τους γι­ά τήν ὑ­πο­δο­χή. Ὅ­λοι πε­ρί­με­ναν στήν ἐ­ξώ­πορ­τα. Τά σκυ­λιά στίς ὁ­λο­κά­θα­ρες αὐ­λές συμ­με­τεῖ­χαν στήν χα­ρά. Τό γαύ­γι­σμά τους χα­ρού­με­νο, δι­α­φο­ρε­τι­κό.

 «Ἐν Ἰ­ορ­δά­νῃ βα­πτι­ζο­μέ­νου Σου, Κύ­ρι­ε…», ἀ­ντη­χοῦ­σε σ᾽ ὅ­λο τό χω­ριό. Τά ρά­σα τοῦ πα­πᾶ γέ­μι­σαν λά­σπες, βά­ρυ­ναν. Τά ὑ­πο­δή­μα­τα τῶν φοι­τη­τῶν καί αὐ­τά σκε­πά­στη­καν ἀ­πό τήν λά­σπη. Καί ὅ­μως ὅ­λοι χαί­ρο­νταν.

  Πέ­ρα­σαν τρι­σή­μι­σι ὧ­ρες μέχρι νά ἁγιά­σουν ὅλα τά σπί­τια. Ἔ­μει­νε ἕ­να σπί­τι στήν ἄ­κρη τοῦ χω­ριοῦ. Κά­ποι­οι εἶ­παν ὅ­τι θά πᾶ­με ἐ­μεῖς νά τούς δώ­σου­με τόν ἁ­για­σμό για­τί εἶ­στε κου­ρα­σμέ­νοι. Δέν ἔ­πρε­πε νά γί­νη ὅ­μως ἔ­τσι. Δυ­ό γυ­ναῖ­κες, μία γε­ρόντισ­σα καί ἡ κό­ρη της πε­ρί­με­ναν τόν ἱ­ε­ρέ­α. Φί­λη­σαν μέ λα­χτά­ρα τόν Σταυ­ρό. Ὡ­δή­γη­σαν τόν ἱε­ρέ­α καί τήν συ­νο­δεί­α του σέ ὅ­λα τά δω­μά­τια τοῦ σπι­τιοῦ. Σέ ἕ­να ἀ­πό αὐ­τά μί­α νέα ἦ­ταν κα­τά­κοι­τη στό κρεβ­βάτι. «Πά­τερ, ἡ ἐγ­γο­νή μου», φω­νά­ζει σπα­ρα­κτι­κά ἡ γε­ρόντισ­σα. «Εἶ­ναι 18 ἐ­τῶν. Πο­λύ κα­λή κο­πέλ­λα. Περ­νά­ει μί­α δο­κι­μα­σί­α ἀλ­λά εἶ­ναι με­γά­λος ὁ Θε­ός». Ἡ μη­τέ­ρα της δί­πλα κλαί­ει βου­βά. Θέ­λουν καί οἱ δυ­ό γυ­ναῖ­κες νά ποῦν κά­τι στόν ἱ­ε­ρέ­α ἀλ­λά δι­στά­ζουν:

–Θά θέ­λα­με, πά­τερ, νά σᾶς ζη­τή­σου­με κά­τι. Ἡ κο­πέλ­λα πού ἁ­γι­ά­σα­τε μέ­σα στό δω­μά­τιο εἶ­ναι ἀ­νά­πη­ρη, τε­τρα­πλη­γι­κή. Πρίν ἀ­πό τρί­α χρό­νια βα­πτί­στη­κε. Ἀ­πό τό­τε νη­στεύ­ει αὐ­στη­ρά καί δέν ἔ­χει φά­ει κρέ­ας. Τε­τάρ­τη καί Πα­ρα­σκευ­ή οὔ­τε λά­δι. Προ­σεύ­χε­ται καί πε­ρι­μέ­νει μή­πως ἔρ­θη κά­ποι­ος ἱε­ρέ­ας νά τήν κοι­νω­νή­ση. Λέ­γα­με λοι­πόν μή­πως ἡ ἁ­γι­ό­της σου θά μπο­ροῦ­σε.

‒Αὔ­ριο, εἶ­πε ὁ ἱ­ε­ρέ­ας εἶ­ναι Θε­ο­φά­νεια. Με­γά­λη ἡ­μέ­ρα. Κά­τω στήν Χει­μάρ­ρα θά εἶ­ναι πο­λύς ὁ κό­σμος. Θά κοι­νω­νή­σουν καί στήν συ­νέ­χεια θά ρί­ξου­με τόν Τί­μιο Σταυ­ρό στήν θά­λασ­σα. Κα­τα­λα­βαί­νε­τε ὅ­τι θά ἀρ­γή­σου­με πο­λύ.

‒Δέν πει­ρά­ζει, πά­τερ. Θά πε­ρι­μέ­νου­με ὅ­σο χρει­α­στεῖ. Ὅ­ταν τό μά­θη ἡ κο­πέλ­λα μας, δέν πρό­κει­ται ἀπό σή­με­ρα οὔ­τε νε­ρό νά πιῆ. Αὐ­τό τό λα­χτα­ρά­ει.

  Τήν ἄλ­λη μέ­ρα, ἀρ­γά τό με­ση­μέ­ρι, τό ἴ­διο αὐ­το­κί­νη­το μέ τούς ἴ­διους ἀν­θρώ­πους κα­τευ­θύ­νε­ται στό χω­ριό. Κα­νείς δέν μι­λᾶ. Φτά­νουν. Περ­πα­τοῦν ἀρ­κε­τή ὥ­ρα μέ­χρι τό σπί­τι. Μπρο­στά προ­πο­ρεύ­ε­ται κά­ποι­ος μέ ἕ­να κε­ρί ἀ­ναμ­μέ­νο. Στό πλα­τύ­σκα­λο τοῦ σπι­τιοῦ οἱ δυ­ό γυ­ναῖ­κες κλαῖ­νε ἀ­πό χα­ρά κά­νοντας βα­θι­ές με­τά­νοι­ες γι­ά νά ἐκ­φρά­σουν τήν εὐ­γνω­μο­σύ­νη τους. Βου­βές, ἀ­μί­λη­τες κά­νουν τόν σταυ­ρό τους μέ σε­βα­σμό καί ὁ­δη­γοῦν μέ προ­σο­χή τόν ἱ­ε­ρέ­α στό δω­μά­τιο τῆς κό­ρης.

  «Με­τα­λαμ­βά­νει ἡ δού­λη τοῦ Θε­οῦ Ἐ­λευ­θε­ρί­α τό Σῶ­μα καί τό Αἷ­μα τοῦ…».
  Ὅ­μως, πρίν με­τα­δώ­ση τά ἄ­χραντα μυ­στή­ρια ὁ λει­τουρ­γός τοῦ Θε­οῦ στα­μα­τᾶ. Κά­τι συμ­βαί­νει. Ἀ­νοι­γο­κλεί­νει τά βλέ­φα­ρά του. Σάν κά­τι νά τά ἐ­νο­χλῆ. Ἀ­φοῦ ἄ­φη­σε τήν ἁ­γί­α λα­βί­δα στό ἅ­γιο Πο­τή­ριο, ἔ­τρι­ψε τά μά­τια του πού θαμ­πώ­νονταν ἐ­κεί­νη τήν στιγ­μή, δι­ε­ρω­τώ­με­νος καθ᾽ ἑ­αυ­τόν μέ ἀ­πο­ρί­α δι­ά τό τί συμ­βαί­νει. Τά μά­τια τῆς Ἐ­λευ­θε­ρί­ας προ­ση­λω­μέ­να στό Ἅ­γιο Πο­τή­ριο λά­μπουν. Φεγ­γο­βο­λοῦν τό­σο πο­λύ, ὥ­στε κα­τά­πλη­κτος ὁ ἱ­ε­ρέ­ας νά μήν μπο­ρῆ πλέ­ον νά δι­α­κρί­νη τό πρό­σω­πό της. Ἕ­να φῶς ὑ­πέρ­λα­μπρο μέ συ­νε­χῶς αὐ­ξα­νό­με­νη ἔντα­ση ἁ­πλω­νό­ταν σι­γά–σι­γά σέ ὅ­λο τό δω­μά­τιο. Αἰ­σθα­νό­ταν ὅ­τι τόν ἀ­κουμ­πά­ει. Τό χέ­ρι του πού ἦ­ταν κοντά αἰ­σθάν­θη­κε τήν θαλ­πω­ρή του. Τρό­μα­ξε. Τό φῶς ἐ­κεῖ­νο δέν εἶ­χε τό χρῶ­μα τῆς φλό­γας λαμ­πά­δας ἀλ­λά ἦ­ταν λευ­κό, δυ­να­τό, ἁ­πα­λό, ὄ­χι ἐ­κτυ­φλω­τι­κό. Ἦ­ταν τό­σο δυ­να­τό πού ὁ ἱ­ε­ρέ­ας δέν ἔ­βλε­πε τό πρό­σω­πο καί τό στό­μα της.

 Σα­στι­σμέ­νος καί μέ με­γά­λη προ­σπά­θεια γιά νά μήν τρέ­μη τό χέ­ρι του, ἔ­χοντας στήν μνή­μη του τό πρό­σω­πο τῆς κο­πέλ­λας, με­τα­δί­δει τήν θεί­α Κοι­νω­νία­. Κα­τά­λα­βε ὅ­τι κοι­νώ­νη­σε, ὅ­ταν αἰ­σθάν­θη­κε ὅ­τι ἡ ἁ­γί­α λα­βί­δα ἄγ­γι­ξε στά δόντια τῆς με­τα­λα­βού­σης. «Εὐ­χα­ρι­στῶ πο­λύ, πά­τερ», ἄ­κου­σε στό βά­θος τοῦ μυα­λοῦ του τήν φω­νή τῆς νε­α­ρῆς κο­πέλ­λας.

  Εἶ­χε σκο­πό νά κα­τα­λύ­ση τό Ἅ­γιο Πο­τή­ριο στό δω­μά­τιο μέ τό εἰ­κο­νο­στά­σι τῆς οἰ­κο­γε­νεί­ας. Ἀ­δύ­να­τον. Σιω­πη­λά χαι­ρε­τᾶ τίς σπι­το­νοι­κο­κυ­ρές κά­νο­ντας ἕ­να νεῦ­μα στούς φοι­τη­τές πού τόν βο­η­θοῦ­σαν, ὅτι πρέ­πει νά φύ­γουν. Ἐ­κεῖ­νες πα­ρα­κα­λοῦν γι­ά νά τούς φι­λο­ξε­νή­σουν. Ὁ ἱ­ε­ρέ­ας ὅ­μως δέν ἀ­κού­ει. Κρα­τᾶ σφι­χτά στό δε­ξί του χέ­ρι τό Ἅ­γιο Πο­τή­ριο καί κα­τευ­θύ­νε­ται γορ­γά στό βά­θος τοῦ μι­κροῦ δά­σους πού βρί­σκε­ται πέ­ρα ἀ­πό τό σπί­τι. Τό ρῖ­γος δι­α­περ­νᾶ τό σῶ­μα του. Ἀ­να­λο­γί­ζε­ται τί ἦ­ταν αὐ­τό πού τοῦ συ­νέ­βη; Κα­τα­λύ­ει βι­α­στι­κά.

«Πά­τερ, εἶ­στε κα­λά;» ρω­τοῦν τά παι­διά. «Ναί, βέ­βαι­α, πᾶ­με τώ­ρα για­τί ἀρ­γή­σα­με…».
Από το βιβλίο «Ασκητές μέσα στον κόσμο»

2 σχόλια:

  1. Υπάρχουν, δόξα τω Θεώ, ακόμα ψυχές που αγαπούν Τον Τριαδικό μας Θεό, εξ' όλης της ψυχής, εξ' όλης της καρδίας, εξ' όλης της διανοίας...
    Ζούνε χωρίς να Του ζητούν τίποτε άλλο από Τον ίδιο!
    Η ευτυχία τους είναι το να κατοικήσει Εκείνος μέσα στην καρδιά τους.
    Αχ,και να μπορούσε και η δική μας καρδιά να μιμηθεί έστω και λίγο τους χτύπους της καρδιάς τους!
    Δόξα τω Θεώ! Χίλιες Δόξες!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. ΔΟΞΑ ΤΩ ΘΕΩ . ΜΑΚΑΡΙ ΝΑ ΤΗΣ ΜΟΙΑΣΟΥΜΕ ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΑΧΙΣΤΟ.
    ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΠΟΛΥ ΠΟΥ ΣΑΣ ΔΙΑΒΑΣΑ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή