Τρίτη 18 Ιανουαρίου 2022

Τά Ἁγιορειτικά ποιήματα τοῦ Π.Β. Πάσχου



  Ἑτοιμάζοντας τὴν ἀνθολογία «Προσευχομένη ποίηση», ποὺ στηρίζεται στὶς δεκαεννέα ποητικὲς συλλογὲς ποὺ ἀπὸ τὸ 1964 μέχρι σήμερα μᾶς χάρισε ὁ γνωστός Καθηγητὴς καὶ λογοτέχνης κ. Π.Β. Πάσχος, σκέφτηκα ὅτι ἔνα ἄλλο παράλληλο θέμα εἶναι ἐκεῖνο ποὺ σχετίζεται μὲ τὸν ἱερὸ Ἄθωνα. 
 Δηλαδή, θέλω νὰ ἐξηγήσω, πὼς μέσα σ’αὐτὲς τὶς ποιητικὲς συλλογές, συνάντησα ἀρκετὰ ποιήματα, ποὺ ὄχι ἁπλῶς μᾶς συγκινοῦν καὶ διδάσκουν τὸν ἔνθεο βίο καὶ τὴν κατάνυξη, ποὺ ἀποπνέει τὸ Ἅγιον Ὄρος, ἀλλὰ καὶ μᾶς προϊδεάζουν γιὰ τὴν ἁγιότητα κάποιων Μοναχῶν του (Ἁγ. Παϊσίου, Γ. Ἀβιμέλλεχ κ.ἄ). 
 Θεώρησα, λοιπόν, σωστὸ νὰ πρωτοπαρουσιάσω μέρος τῆς πνευματικῆς ἀνίχνευσής μου στοὺς ἁγιασμένους μὲ προσευχὴ και κατάνυξη ὀλάνθιστους κήπους τοῦ Π.Β.Π., γιὰ νὰ χαρίσω τὴν παραμυθία καὶ τὸ ἱερὸ δέος ποὺ κι ἐγὼ ἔνοιωσα, μελετώντας μὲ προσεχτικὰ βήματα τὰ ποιήματα του.

1. Πρός Καρυάς

Στῆς Παναγιᾶς τό περιβόλι, Θέ μου,
ἀπ᾿ τό γλυκό σου φῶς τί βρύσες χύνονται!
Περπατῶ στό ἐλιώνα καί πνίγομαι
στίς ἀσημένιες φωτιές του.
Στίς φοῦχτες μου παίρνω νερό ἀπό τήν πέτρα
καί νοιώθω ἕνα μεθύσι ἀπό ἡλιαχτίδες:
ἡ μουσική τῶν μοναχῶν, τό "τάλαντον",
τό σήμαντρο, οἱ καμπάνες τοῦ Πρωτάτου
ἕνα γαλάζιο φῶς πού ἀναρριγεῖ
στίς χορδές τῆς ψυχῆς μου.
Ἄχ, νά μποροῦσα μέσα μου νά κράταγα
μπόλικο φῶς, γιά τίς νυχτιές πού αὔριο θά ᾿ρθουν!...

(ἀπό τήν πρώτη ποιητική συλλογή, "Μυστικόν Ἔαρ", Οἱ Ἐκδόσεις τῶν φίλων, Ἀθήνα 1964, σελ. 58)

2. Μικρό Ἀπόδειπνο

Ὑγρό μά ἐξαίσιο δροσοβόλημα
μέ τή βροχή, πού πέφτει ραβδωτή
κανοναρχεῖ καί ψέλνει ἁπαλά
στά σπάνια κεραμίδια τῆς Ἀθήνας:
"Τάς ἑσπερινάς ἡμῶς εὐχάς πρόσδεξαι
ἅγιε Κύριε...". Ὅσο βαθειά μου μπαίνει
μέχρι τό κόκκαλο ἡ βροχή, τόσο ἀναβρύζει
κι ὁ ὕμνος ὁ ἑπερινός, βαθύς κ᾿ ἐμποτισμένος,
ἀπό τά δάκρυα τῆς ψυχῆς.... 
-Ἀπόψε κανείς νά μοῦ ζεστάνει δέ μπορεῖ τά κρύα δάχτυλα
ἐκτός ἀπό τό κομποσκοίνι πού ἕνας ἐρημίτης
μοῦ ἐχάρισε γιά εὐλογία στό φρικτό Καρούλι
τοῦ Ἄθωνα· ἤ τό παλιό μου κηροπήγιο
πού εὐώδη καίει ἁγνοῦ κεριοῦ λαμπάδα.
Ἔξαρση κι ἀγαλλίαση πού αἰσθάνομαι
ὅταν ὁ ἀέρας κ᾿ ἡ βροχή ἀδυνατοῦν νά σβύσουν
τή μικρή φλογίτσα τῆς λαμπάδας μου.

(ἀπό τή δεύτερη ποιητική συλλογή, Ἡ Θύελλα καί ὁ Γνόφος, ἐκδ. "Οἱ Ἄνεμοι", Ἀθήνα 1966, σελ. 66)

3. Ἀπό τήν ἕκτη ἐννεάδα: δ΄

Κάτω ἀπ᾿ τή φλοῦδα τῶν δακτύλων, πού ροδίζουν
θαμένες ἀναμνήσεις ἀπό ἁμαρτωλά ταξίδια,
μέ δυσκολία καταφέρνουν νά ἐπιζήσουν
ἐκεῖνες οἱ παλιές διαδρομές γεμάτες
ἀφή ὅλο ρίγος, σέ παλαιϊκές ἐπιγραφές
σ᾿ ἐρημοκκλήσια, ἐκεῖ στήν ἔρημο τῆς Κερασιᾶς,
σπαρμένη τάφους ἀσκητῶν, πού ὁ ὕπνος τους
μυρώνει τό χορτάρι, τόν ἀγέρα κ᾿ ἔρχεται ὡς κῦμα
μιᾶς εὐωδιᾶς τρυφερῆς ἀνάμεσα στά δάκτυλα...

(ἀπό τή συλλογή, Ἔγκλειστος βίος, Οἱ ἐκδόσεις τῶν φίλων, Ἀθήνα 1973, σελ. 74)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου