Κυριακή 26 Ιουνίου 2022

Η Γεωργιανή πριγκίπισσα του Βυζαντίου Μάρθα-Μαρία



  Η Γεωργιανή πριγκίπισσα Μάρθα-Μαρία, κόρη του βασιλιά Μπαγκράντ Δ΄, σύζυγος του ανίκανου αυτοκράτορα Μιχαήλ Ζ´ Δούκα του Παραπινάκη, που τον έφαγε ο φόρος στα σιτηρά, σύζυγος και του σφετεριστή του θρόνου Νικηφόρου του Βοτανειάτη, που ανέτρεψε τον Παραπινάκη, και μητέρα του πρόωρα χαμένου διαδόχου και συμβασιλέα Κωνσταντίνου Δούκα. Μία εξέχουσα φυσιογνωμία του 11ου αιώνα.

  Ο Αλεξάντερ Αλεξίτζε (Alexander Alexidze, 1937-1991) ήταν ένας από τους πολλούς σημαντικούς ανθρώπους που είχα την ευλογία να γνωρίσω στη ζωή μου. Ήταν καθηγητής Βυζαντινής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Τιφλίδας κι ήταν λάτρης του ελληνικού πολιτισμού, μιλούσε θαυμάσια ελληνικά, είχε αστείρευτο χιούμορ και υπήρξε μία από τις πιο φωτεινές πνευματικές προσωπικότητες της μεταπολεμικής Γεωργίας και της διεθνούς βυζαντινής επιστημονικής οικογένειας.

   Η Πολιτιστική Εταιρεία Πανόραμα είχε αναπτύξει επιστημονικές σχέσεις με το Πανεπιστήμιο της Τιφλίδας στα τελευταία χρόνια της σοβιετικής υποταγής και ο Αλεξίτζε υποστήριξε με όλες του τις δυνάμεις το Πανόραμα στην προσπάθεια να γνωρίσει το ελληνικό κοινό τη Γεωργία και τον «βυζαντινό», καθώς έλεγε, πολιτισμό της.

  Έτσι, όταν ήρθε η ώρα της σύνταξης του βιβλίου «Οι Έλληνες στη Μαύρη Θάλασσα από την εποχή του Χαλκού ως τις αρχές του 20ού αιώνα», του ζήτησα να συμμετέχει στον τόμο με ένα άρθρο. Περίμενα κάτι για την αγιορείτικη Μονή των Ιβήρων (Ίβηρες ονομάζονταν στα ελληνικά οι περισσότεροι γεωργιανοί λαοί στα αρχαία και τα μεσαιωνικά χρόνια) ή για τη Μονή της Παναγίας της Πετριτζονίτισσας στη Βόρεια Θράκη (το γνωστό Μπάτσκοβο στις βόρειες πλαγιές της Ροδόπης στη Βουλγαρία), την οποία είχε ιδρύσει ένας αξιωματούχος της αυλής των Κομνηνών γεωργιανής καταγωγής.
Κάτι τέτοιο περίμενα ή μία παρουσίαση της αξιολογότατης γεωργιανής τέχνης του 11ου-15ου αι., που ήταν άμεσα επηρεασμένη από τη βυζαντινή.

  Ο Αλεξίτζε προτίμησε να μιλήσει για μιαν αγάπη του. Περίφημη για το κάλλος, την ευστροφία, την πολιτική της διορατικότητα και τη μόρφωσή της, η ξένη σύζυγος δύο αυτοκρατόρων, που ενέπνευσε και σημαίνοντες Βυζαντινούς διανοούμενους να συγγράψουν φιλοσοφικά και επιστημονικά έργα, υπήρξε μία από τις διακεκριμένες γυναίκες τόσο στην ιστορία του Βυζαντίου όσο και της Ιβηρίας / Γεωργίας. «Μάρθα-Μαρία: μια εξέχουσα φυσιογνωμία στην ιστορία του βυζαντινού και γεωργιανού πολιτισμού» τιτλοφόρησε το πολύ ενδιαφέρον δοκίμιο, με το οποίο συμμετείχε ο Γεωργιανός βυζαντινολόγος στο βιβλίο μου τον καιρό εκείνο (πρώτη έκδοση το 1991).

  Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει το κείμενο. Μας έστειλαν από την Τιφλίδα το χειρόγραφό του στα γαλλικά αδιόρθωτο· που και που υπήρχαν σβησμένες λέξεις και κενά στις βιβλιογραφικές σημειώσεις. Η μετάφραση (που έκανε η ιστορικός Ιωάννα Πετροπούλου) προσπάθησε να ξεπεράσει αυτά τα προβλήματα όσο ήταν δυνατόν κι αποφασίσαμε να το εντάξουμε στο βιβλίο γιατί το θέμα ήταν στ’ αλήθεια εξαιρετικά ενδιαφέρον και σχεδόν άγνωστο εκτός των γεωργιανών επιστημονικών κύκλων. Ήταν άλλωστε φανερός ο δεσμός του Αλεξίτζε με αυτή την πορφυρογέννητη συμπατριώτισσά του κι ήταν το τελευταίο του κείμενο. Κάτι σαν διαθήκη. Μέσα από τη βαθύτατη γνώση του γεωργιανού και του βυζαντινού πολιτισμού που διαφαίνεται σε αυτή τη μονογραφία γίνεται φανερή και η στενή πνευματική σχέση ανάμεσα στους δύο φίλους και σύμμαχους λαούς, αλλά και η ανάγκη της συνθετικής μελέτης που χρήζει η βυζαντινή ιστορία.

  Η εικόνα που είχε διαλέξει ο Αλεξίτζε για να συνοδεύσει το άρθρο του, δεν ήταν απλώς διακοσμητική. Από αυτήν άρχισε την ανάπτυξη του θέματος εκθειάζοντας πάντα τη Γεωργιανή αρχόντισσα. Πρόκειται για ένα από τα κεντρικά χρυσά πλακίδια που είναι ενσωματωμένα σε ένα διάσημο και βαρύτιμο τρίπτυχο, το οποίο είναι γνωστό στους μελετητές της βυζαντινογεωργιανής χρυσοχοΐας και τους φιλότεχνους κύκλους με την ονομασία «το τρίπτυχο του Κακούλι» (φωτ 1).

Η ένθετη πλάκα χρυσού, επισμαλτωμένη, αναπαριστά την εικόνα ενός βασιλικού ζεύγους και φέρει ελληνική επιγραφή, όπου αναγράφονται τα λόγια του Χριστού, με τα οποία συνοδεύει τη στέψη του βασιλιά και της βασίλισσας ευλογώντας από ψηλά: «Στέφω Μιχαήλ συν Μαριάμ χερσίν μου». Ο Μιχαήλ είναι ο νεαρός Μιχαήλ Ζ΄ ο Δούκας (1071-1078) που έμεινε στην ιστορία με το διόλου κολακευτικό προσωνύμιο ο Παραπινάκης (μιλήσαμε αναλυτικά τις προάλλες για τον τερατώδη φόρο που έβαλε στα κρατικοποιημένα σιτηρά: παρά ένα πινάκιον, αφαίρεσε δηλαδή π. το ένα τέταρτο της καθορισμένης μέτρησης του σταριού) και η Μαριάμ είναι η Γεωργιανή πριγκιπέσσα Μάρθα, η οποία με τον γάμο της μετονομάστηκε σε Μαρία.

 «Η μελέτη αυτή» γράφει ο Αλεξίτζε «σκοπεύει να εστιάσει την προσοχή της στο πολυσύνθετο αυτό κράμα που στάθηκε η ζωή και η προσωπικότητα της Μαρίας. Όσο για την προσωπογραφία της στο τρίπτυχο του Κακούλι, αυτή η απεικόνιση, προσδίδοντάς της συμβατικά μορφικά χαρακτηριστικά, υπακούει στον ρυθμό που προσιδιάζει στην τέχνη του σμάλτου. Άλλες αναπαραστάσεις της στο ίδιο τρίπτυχο, ή σε μικρογραφίες χειρογράφων, αποδίδονται και εκείνες, ως ένα βαθμό, συμβατικά. 
 Για τον λόγο αυτό, έχω πεισθεί ότι η πληρέστερη προσωπογραφία που μας έχει παραδοθεί δεν είναι καμωμένη από κάποιον ζωγράφο, αλλά από έναν τεχνίτη του λόγου: από την ίδια την Άννα την Κομνηνή, στην ‘Αλεξιάδα’ της. ‘Κι αλήθεια ήταν ψηλόκορμη σαν κυπαρίσσι, με δέρμα άσπρο σαν το χιόνι και πρόσωπο λεπτό. Όσο για το χρώμα της, άνθος εαρινό ήταν όλη, τριαντάφυλλο σωστό. Τη λάμψη των ματιών της ποιος θα μπορούσε να την περιγράψει; Φρύδια γραμμένα και χρυσόξανθα, βλέμμα χαρωπό. Το χέρι του ζωγράφου πολλές φορές έχει μιμηθεί τα χρώματα των λουλουδιών που φέρνει η κάθε εποχή, αλλά η ομορφιά της βασίλισσας, η φεγγοβόλα χάρη της, οι γοητευτικοί και χαριτωμένοι τρόποι της ξεπερνούσαν τα λόγια και τη δύναμη της τέχνης· ούτε ο Απελλής ούτε ο Φειδίας ούτε άλλος γλύπτης κανείς έπλασε ποτέ τέτοιο άγαλμα’.»

  Σκέψου ότι αυτά, κι άλλα πολλά εγκωμιαστικά, τα γράφει η Άννα η Κομνηνή, κόρη του αυτοκράτορα Αλέξιου Α΄ του Κομνηνού, που είχε ζήσει κοντά στη Γεωργιανή αλλά είχε κάθε λόγο να τη ζηλεύει –γιατί ήταν τρελά ερωτευμένος μαζί της ο πατέρας της Άννας. 
 Το ότι αναγκάστηκε ο Αλέξιος, στρατηγός ακόμα τότε, το 1078, να παντρευτεί την Ειρήνη τη Δούκαινα ήταν καθαρά υπόθεση συμβιβασμών. 
Έπρεπε το γένος των Κομνηνών να συμπεθεριάσει με τους Δουκάδες, γιατί αυτοί ήταν ανάμεσα στους κυριότερους υποστηρικτές της γενιάς των Κομνηνών που επρόκειτο να ιδρύσουν τη νέα δυναστεία.
  Η Μάρθα-Μαρία δεν χωρούσε σε αυτές τις γαμήλιες συνθήκες, μολονότι είχε και αυτή στηρίξει την εξέγερση των Κομνηνών εναντίον του δεύτερου συζύγου της, του ογδοντάχρονου Νικηφόρου του Βοτανειάτη (1078-1081). Βρισκόμαστε στα τέλη του 11ου αιώνα. 
Είχαν προηγηθεί: η απώλεια της βυζαντινής Ανατολής (Μαντζικέρτ) και των υπολειμμάτων της βυζαντινής Δύσης (Μπάρι), η εξέγερση στα Σκόπια, η εξέγερση του Βρυέννιου στο Δυρράχιο και η επανάσταση του ίδιου του Βοτανειάτη εναντίον του πρώτου συζύγου της Μαρίας, του Παραπινάκη, ενώ οι Πετσενέγοι (νομάδες τουρκικής καταγωγής) κατέβαιναν τον Έβρο.
Κι όμως. Ο αποτυχημένος και στην εξωτερική πολιτική Μιχαήλ Ζ΄ ο Δούκας (και Παραπινάκης) είχε μια απίστευτη τύχη: απεικονίζεται σε περίοπτη θέση στο χρυσό στέμμα του Γκέζα Α΄, βασιλιά των Μαγυάρων (Ούγγρων), 1074-1077, επισφραγίζοντας όχι μόνο μία διπλωματική συμφωνία με την πανίσχυρη Ουγγαρία, μετά από μία ουγγρική επίθεση εναντίον βυζαντινών εδαφών, αλλά και την αδιαμφισβήτητη ακόμα πρωτοκαθεδρία της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (Βυζαντινής). Για αυτό άλλωστε τόσο ο Μιχαήλ όσο και ο γιός τού Μιχαήλ και της Μάρθας-Μαρίας, ο μικρός Κωνσταντίνος, που απεικονίζεται σε άλλο επισμαλτωμένο πλακίδιο κοντά στον πατέρα του, παρουσιάζονται με φωτοστέφανο και κοκκινογράμματη επιγραφή στα ελληνικά, ενώ ο Μαγυάρος βασιλιάς απεικονίζεται κοντά τους δίχως φωτοστέφανο και με επιγραφή με μπλε γράμματα στα ελληνικά.
Πηγή: “The Glory of Byzantium – Art and Culture of the Middle Byzantine Era AD 843-1261


Ο Αλέξιος ο Κομνηνός, που μπήκε στην Κ/Πολη με τον στρατό του την Πρωταπριλιά του 1081, βρήκε εγκαταστημένη στο Παλάτι την πανέμορφη και άκρως γοητευτική Μαρία, που υπερασπιζόταν τα δικαιώματα του μικρού γιού της. Ο Παραπινάκης έγκλειστος σε μοναστήρι. Σε μοναστήρι και ο Βοτανειάτης. Και η Μαρία ήταν μόλις 30 ή 31 χρονών. Αλλά οι Δουκάδες είχαν ήδη φροντίσει να παντρέψουν τον Κομνηνό με το δικό τους κορίτσι, την Ειρηνούλα. Ο γάμος είχε γίνει το 1078, όταν η Ειρηνούλα έκλεισε τα 11 της χρόνια. Μάταια προσπάθησε να ενισχύσει τον παράνομο έρωτα του Αλέξιου προς τη Μαρία η αυταρχική μάνα του Κομνηνού, η Άννα η Δαλασσηνή, που μισούσε τους Δουκάδες. Δράματα στο Παλάτι.
Το χρονικό συνεχίζεται…

Να διευκρινίσω μόνον ότι από λάθος οι Βυζαντινοί αποκάλεσαν τη Μαρθα-Μαρία «Μαρία η Αλανή» κι έτσι έμεινε γνωστή στην Ιστορία. Η Αλανία ήταν περιοχή στις βόρειες (και όχι στις νότιες) πλαγιές του Καυκάσου. Είχε εκχριστιανιστεί τον 10ο αιώνα, υπαγόταν κατευθείαν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και ήταν ιδιαίτερα αγαπητό μέλος της «Βυζαντινής Κοινοπολιτείας» μέχρι τα τέλη του 11ου αιώνα. Το λάθος οφείλεται μάλλον στην αρνητική στάση των Βυζαντινών απέναντι σε γάμους των ηγεμόνων τους με ξένα κορίτσια, ακόμα και βασιλοπούλες. Εξάλλου, για τους Κωνσταντινουπολίτες ο Καύκασος ούτως ή άλλως ήταν πολύ μακριά, έστω κι αν οι σχέσεις με την Ιβηρία-Γεωργία ήταν εξαιρετικές.

Να πω ακόμα ότι το θαυμάσιο άρθρο του Αλεξάντερ Αλεξίτζε, έστω και δίχως την πλήρως επεξεργασμένη τελική μορφή του από τον αείμνηστο καθηγητή, υπάρχει και στην ανανεωμένη τρίτη έκδοση του βιβλίου «Οι Έλληνες στη Μαύρη Θάλασσα από την εποχή του Χαλκού ως τις αρχές του 20ού αιώνα» που μόλις κυκλοφόρησε από το Αρχείο της Πολιτιστικής Εταιρεία Πανόραμα. Η νέα έκδοση[...],έγινε εφικτή χάρη στη γενναιόδωρη χορηγία της φίλης Λένας Γ. Παμπούκη. Θα επανέλθω στην πρόσφατη έκδοση με τους 44 χάρτες και τις 400 τόσες εικόνες, αλλά επείγει η συνέχεια των περιπετειών της Μάρθας-Μαρίας.
Οι γυναίκες στο Βυζάντιο –και εκείνα τα δωδεκάχρονα κοράσια– είναι ένα από τα λιγότερα γνωστά θέματα. Και η αγαπημένη του Αλεξίτζε σχεδόν άγνωστη και πολύ παρεξηγημένη «ξένη»… Ψυχραιμία. Τώρα στον καύσωνα μένουμε μέσα στα δροσερά και διαβάζουμε βυζαντινές ιστορίες (δίχως να μπερδευόμαστε με όλα τα συγγενολόγια, αλλά αυτά έχει ο πόθος της εξουσίας), 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου