Σάββατο 10 Σεπτεμβρίου 2022

Το Συναξάρι του ερημίτη παπα-Τύχωνα(+10 Σεπτεμβρίου 1968)

Άρθρο του πρωτοπρ. Νικολάου Μανώλη


  Ὁ πα­πα-Τύ­χων κα­τά κό­σμον Τι­μό­θε­ος Γκολεγ­κώφ τοῦ Πα­ύ­λου καί τῆς Ἑ­λέ­νης, γεν­νή­θη­κε τό ἔ­τος 1884 στή Νόβα Μι­χα­λό­σκα τῆς Ρωσί­ας. Ἀ­πό μι­κρός αἰ­σθάν­θη­κε τή μο­να­χι­κή κλή­ση. Μέχρι νά ἐ­νη­λι­κι­ω­θεῖ γύ­ρι­σε ὡς προ­σκυ­νη­τής πολ­λά ρωσ­ι­κά Μο­να­στή­ρια. Κα­τό­πιν πῆ­γε καί προ­σκύ­νη­σε στο­ύς Ἁ­γί­ους Τόπους καί ἐν συ­νε­χε­ί­ᾳ ἦρ­θε στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος ὅ­που ἐ­κά­ρη μο­να­χός στό Κελ­λί Ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου Μπου­ρα­ζέ­ρη μέ τό ὄ­νο­μα Τύχων. Με­τά ἀ­πό πέν­τε χρό­νια, ἐ­πε­θύ­μη­σε ἀ­νώ­τε­ρη πνευ­μα­τι­κή ζωή καί πῆ­γε γιά 15 χρό­νια στά Κα­ρο­ύ­λια. Ἔ­με­νε σέ μία σπη­λιά, ἔ­τρω­γε κά­θε τρεῖς μέ­ρες μία φο­ρά καί δα­πα­νοῦ­σε ὅ­λον τόν χρό­νο του στήν προ­σευ­χή, στή με­λέ­τη καί στίς με­τά­νοι­ες. Τόν κα­θοδη­γοῦ­σε ἕ­νας σο­φός καί πρα­κτι­κός Γέροντας. Ὅ­ταν ἀ­σκή­τευ­ε στά Κα­ρού­λια, γνώ­ρι­σε δύ­ο μο­να­χούς πού νή­στευ­αν πο­λύ, ἔ­κα­ναν ἀ­πό χί­λι­ες με­τά­νοι­ες, ἀλλά πέ­θα­ναν νέοι.

  Ὕ­στε­ρα ἦρ­θε καί ἔ­με­ινε σ᾿ ἕ­να Σταυ­ρο­νι­κη­τια­νό Κελ­λί τῆς Κα­ψά­λας καί βρίσκονταν στήν ὑ­πα­κοή Γέροντος, τόν ὁ­ποῖ­ο γη­ρο­κό­μη­σε. Με­τά ἀ­πό πα­ρο­τρύν­σεις, ἔ­γι­νε Ἱε­ρέ­ας καί Πνευ­μα­τι­κός· ἔ­κτι­σε Ἐκ­κλη­σά­κι τό ὁ­ποῖ­ο ἀ­φι­έ­ρω­σε στήν Ὕ­ψω­ση τοῦ Τι­μί­ου Σταυ­ροῦ. 
Κρά­τη­σε κά­πο­τε δύ­ο νέ­ους μο­να­χούς ὡς ὑ­πο­τα­κτι­κούς γιά ἕ­να ὀ­κτά­μη­νο. Προ­σπα­θοῦ­σαν νά τόν ἀ­κο­λου­θοῦν στό τυ­πι­κό του. Τούς τό­νι­ζε ὅ­τι ἐ­δῶ στήν ἔ­ρη­μο πού ἤρ­θα­με, πρέ­πει νά δο­ξο­λο­γοῦ­με τόν Θε­ό καί ὄ­χι νά κοιμόμαστε καί νά τρῶ­με σάν ζῶ­α. Ὅ­λη τήν ἑ­βδο­μά­δα ἔ­τρω­γαν μί­α φο­ρά τήν ἡ­μέ­ρα ἀ­λά­δω­το, ἐ­νῶ τό Σάβ­βα­το καί τήν Κυ­ρια­κή ἔ­βα­ζαν μό­νο τρεῖς κου­τα­λι­ές τῆς σού­πας λά­δι στήν κα­τσα­ρό­λα. Ἔ­παιρ­νε ὁ κα­θέ­νας τό φα­γη­τό καί τό ἔ­τρω­γε στό Κελ­λί του.

  Ἔ­λε­γε: «Ἔ­χει εὐ­λο­γί­α νά πά­ρε­τε καί ἄλ­λο φα­γη­τό». 
Εἶ­χε δι­ά­κρι­ση καί οἰ­κο­νο­μοῦ­σε τά κα­λο­γέ­ρια του. Με­τά τήν ἀ­λά­δω­τη καί ἀ­σκη­τι­κή τρά­πε­ζα ὁ πα­πα-Τύ­χων περ­πα­τοῦ­σε ἤ­ρε­μα γύ­ρω στήν πε­ρι­ο­χή τῆς κα­λύ­βης του καί ἔ­λε­γε ἐκ­φώ­νως τήν εὐ­χή μέ ἀ­νεί­κα­στο πό­θο. Ἔ­βγαι­νε ἀ­πό τά βά­θη τῆς καρ­διᾶς του ρυθ­μι­κά.
 Ὅ­ταν τόν ρω­τοῦ­σαν, «Τί κά­νεις, Γέ­ρον­τα;», ἀ­παν­τοῦ­σε:
 «Ἀρ­χί­ζει ἡ καρ­διά νά ζε­σταί­νε­ται». 
Καί στόν ὕ­πνο του ἀ­κό­μη δέ διακόπτονταν ἡ εὐ­χή. Με­γά­λη κα­τά­στα­ση. 
«Ἐ­γώ κα­θεύ­δω, διά τήν χρεί­αν τῆς φύ­σε­ως, ἡ δέ καρ­δί­α μου ἀ­γρυ­πνεῖ, διά­ τό πλῆ­θος τοῦ ἔ­ρω­τος» (1).

Μι­λοῦ­σαν πο­λύ λί­γο με­τα­ξύ τους. Κά­πο­τε ἔ­κα­ναν 17 ἡ­μέ­ρες νά ἀν­ταλ­λά­ξουν κου­βέν­τα. Μό­νο ὅ­ταν ἔρ­χον­ταν ἐ­πι­σκέ­πτες τούς φώ­να­ζε νά ἀ­κοῦ­νε καί αὐ­τοί τήν πνευ­μα­τι­κή συ­ζή­τη­ση καί νά ὠ­φε­λοῦν­ται. 
Ὅ­ταν πρω­το­πῆ­γε νά τόν ἐ­πι­σκε­φθεῖ ὁ Γέρων-Νε­κτά­ριος ὁ «Κα­ρα­μαν­λῆς», τόν ὑ­πο­δέ­χθη­κε μέ ἀ­γά­πη καί τοῦ πα­ρέ­θε­σε «ἐ­πί­ση­μη τρά­πε­ζα». Πῆ­γε ἐ­κεί­νη τή στιγ­μή καί μά­ζε­ψε μί­α χο­ύ­φτα ἐ­λι­ές ἀ­πό τό δέν­δρο, τοῦ ἔ­φε­ρε χον­τρό ἁ­λά­τι καί σκου­λη­κι­α­σμέ­νο πα­ξι­μά­δι ἀπ᾿τό ὁ­ποῖ­ο ἔ­τρω­γε καί ὁ ἴ­διος.Ὕ­στε­ρα τόν ἄ­φη­σε λέ­γον­τάς του: 
«Ἐγ­κώ τώ­ρα φέ­λει κά­νει προ­σευ­χή», καί μπῆ­κε στό Κελ­λί του. Ὁ ἐ­πι­σκέ­πτης τά ἔ­φα­γε, για­τί ὁ ἀ­κτή­μων ἀ­σκη­τής τά πρό­σφε­ρε μέ ἀ­γά­πη καί ἁ­πλό­τη­τα…


Ὁ Γέροντας τή λέξη «εὐλόγησον» τή χρησιμοποιοῦσε πάντα καί μέ τίς πολλές   καλογερικές ἔ­ννοιες, ὅ­πως τό «εὐλογείτε» ἤτό «εὐλόγησον», ὅ­ταν ζητοῦσε ταπεινά τήν εὐλογία τοῦ ἄ­λλου, καί μετά θά ἔ­δινε καί αὐτός τήν εὐλογία του μέ τήν εὐχή: 
«Ὁ Κύριος νά σέ εὐλογήσει». 
 Μετά ἀ­πό τόν συνηθισμένο χαιρετισμό ὁδηγοῦσε τούς ἐπισκέπτες στόν Ἱερό Ναό καί ἔ­ψαλλαν μαζί τό «Σῶσον, Κύριε, τόν λαόν σου, καί εὐλόγησον τήν κληρονομίαν σου, νίκας τοῖς βασιλεῦσι, κατά βαρβάρων δωρούμενος, καί τό σόν φυλάττων, διά τοῦ Σταυροῦ σου πολίτευμα» καί τό «Ἄξιόν ἐστιν ὡς ἀληθῶς, μακαρίζειν σε τήν Θεοτόκον, τήν ἀειμακάριστον καί παναμώμητον, καί Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν. 
Τήν τιμιωτέραν τῶν Χερουβείμ, καί ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ, τήν ἀδιαφθόρως, Θεόν Λόγον τεκοῦσαν, τήν ὄντως Θεοτόκον σέ μεγαλύνομεν». 

 Ἐάν ἦ­ταν καλός καιρός, ἔ­βγαιναν ἔ­ξω, κάτω ἀ­πό τήν ἑλιά, καί καθόταν μαζί τους πέντε λεπτά, μετά σηκωνόταν μέ χαρά καί ἔλεγε: 
«Ἐγώ τώρα κεράσματα». 
Ἔ­βγαζε νερό ἀ­πό τή στέρνα καί γέμιζε ἕ­να κύπελλο γιά τόν ἐπισκέπτη, ἔ­βαζε καί στό δικό του τενεκεδάκι, τό κονσερβοκούτι, πού τό χρησιμοποιούσε καί γιά μπρίκι καί ἔ­ψαχνε μετά νά βρεῖ­ κανένα λουκούμι, ἄ­λλοτε κατάξηρο καί ἄ­λλοτε μυρμηγκοφαγωμένο, τό ὁποίο, ἐπειδή ἦ­ταν εὐλογία τοῦ παπα-Τύχωνα, τό ἔτρωγαν οἱ ἐπισκέπτες. Ἀφοῦ τά ἐτοίμαζε, ἔ­κανε τόν Σταυρό του ὁ Γέροντας, ἔ­παιρνε τό νερό καί ἔ­λεγε: 
«Πρῶτα ἐγώ εὐλογείτε!» καί περίμενε νά τοῦ πεῖ­ ὁ ἐπισκέπτης τήν εὐχή «Ὁ Κύριος νά σέ εὐλογήσει», ἀ­λλιῶς δέν ἔ­πινε νερό. 
«Μετά θά ἔδινε καί αὐτός τήν εὐχή του». 
Τήν εὐχή ἀ­πό τούς ἄ­­λλους τήν αἰσθανόταν ὡς ἀνάγκη, ὄχι μόνο ἀ­πό τούς Ἱερωμένους ἤ Μοναχούς ἀλλά ἀ­κόμη καί ἀ­πό τούς λαϊκούς, μικρούς καί μεγάλους στήν ἡλικία.

Ὁ παπα-Τύχων ἦ­ταν Ρώσος καί μιλοῦσε μόνο σπαστά Ἑλληνικά. Ὅ­σοι Ἁ­γιορεῖτες μοναχοί τόν εἶ­χαν πνευματικό καί ἐξομολογοῦνταν σέ ἐκείνον ἔ­λεγαν πώς μόλις ὁ παπα-Τύχων, ἄ­ρχιζε νά μᾶς συμβουλεύει μετά τήν ἐ­ξομολόγηση, ἐμεῖ­ς ὅ­μως ἀκούγαμε τά λόγια του στήν καθαρεύουσα, σέ γλῶσσα ὅ­μοια μέ αὐτή πού μιλοῦσε ὁ Ἅγιος Ἰ­ωάννης ὁ Χρυσόστομος !!!

 Ἔ­κα­νε γιά ἐρ­γό­χει­ρο ξυλόγλυπτες εἰ­κό­νες (Ἐ­πι­τα­φί­ους). Μία εἰ­κό­να μπο­ρεῖ νά ἔ­κα­νε καί δύ­ο χρό­νια νά τήν τε­λει­ώ­σει. Ἐρ­γό­χει­ρο στήν ἀρ­χή ἔ­κα­νε μία ὥ­ρα, ὕ­στε­ρα μι­σή, με­τά τό κα­τήρ­γη­σε τε­λεί­ως. Ἀ­πέ­φευ­γε ἐ­πι­με­λῶς τήν κα­τά­κρι­ση. Ὅ­ταν ἔ­στελ­νε τούς πα­ρα­γυι­ούς του στίς Κα­ρυ­ές, πή­γαι­νε μα­ζί τους πε­ρί­που ἕ­να χι­λι­ό­με­τρο καί περ­νοῦ­σαν ἀ­πό ἕ­να Κα­λύ­βι Ρώσ­ου γεί­το­νά τους. Ἐ­πει­δή ἦ­ταν λί­γο εὐ­τρα­φής πα­πᾶς, γιά νά μήν τόν κα­τα­κρί­νουν, τούς συμ­βού­λευ­ε πα­τρι­κά:
 «Ὅ­ταν δῆ­τε τόν πα­πα–Ε…, νά πῆ­τε: “Αὐ­τός εἶ­ναι ἅ­γιος ἄν­θρω­πος, τήν εὐ­χή του νά ἔ­χου­με” καί νά τοῦ φι­λή­σε­τε τό χέ­ρι».

 Τούς ἔ­λε­γε κατά τήν ἐ­πιστροφή τους ἀ­πό τίς Κα­ρυ­ές, νά μήν τόν ἐ­νο­χλοῦν, ἀλ­λά μό­νον νά χτυ­ποῦν τήν πόρ­τα τοῦ Κελ­λιοῦ του, γιά νά κα­τα­λα­βα­ί­νει ὅ­τι ἐ­πέ­στρε­ψαν, καί ὕ­στε­ρα νά πᾶ­νε στό Κελ­λί τους. 

 Κά­πο­τε ὁ ἕ­νας ἀ­πό κα­λή πε­ρι­έρ­γεια κοί­τα­ξε ἀ­πό τή χα­ρα­μά­δα τῆς πόρ­τας, γιά νά δεῖ τί κά­νει ὁ Γέ­ρον­τας. Τόν εἶ­δε νά κλαί­ει, νά σκου­πί­ζει τά δά­κρυ­ά του μέ μαν­δή­λι καί νά θρη­νεῖ ρα­πί­ζον­τας ἐ­λα­φρά τήν κε­φα­λή του. Ἀ­γα­ποῦ­σε ὑ­περ­βο­λι­κά τή με­τά­νοι­α, ἄν καί ἡ ζω­ή του ἦ­ταν ἁ­γί­α, δο­σμέ­νη ἀ­πό νε­ό­τη­τος στόν Θε­ό. Τά δά­κρυ­ά του ἦ­ταν κα­θη­με­ρι­νή τρο­φή του. Εἶ­χε πολ­λά δά­κρυ­α καί πολ­λή κα­τά­νυ­ξη. Μέ τά δά­κρυά του μού­σκευ­ε τά πό­δια τοῦ Ἐ­σταυ­ρω­μέ­νου. Τά σκού­πι­ζε μέ τά μαλ­λιά του σάν τή γυ­ναῖ­κα τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου. Στό Κελ­λί του ἔ­κα­νε ἐρ­γα­σί­α πνευ­μα­τι­κή καλ­λι­ερ­γών­τας τή με­τά­νοι­α καί τό χα­ρο­ποι­όν πέν­θος. Καί ὅ­ταν ἐ­ξο­μο­λο­γοῦ­σε κα­τανυσ­σό­ταν, ἔ­κλαι­γε συμ­πά­σχον­τας μέ τόν ἐ­ξο­μο­λο­γο­ύ­με­νο. 

Ἕ­νας μα­θη­τής τῆς Ἀ­θω­νιά­δος ἐ­ξομολογοῦνταν στόν πα­πα-Τύ­χω­να. Ὕ­στε­ρα ἔ­γι­νε πα­πᾶς καί ἔ­λε­γε: «Αὐ­τή ἡ φα­λά­κρα μου εἶ­ναι βρεγ­μέ­νη μέ τά δά­κρυ­α τοῦ πα­πα-Τύ­χω­να». Λει­τουρ­γοῦ­σε συ­νή­θως κά­θε Κυ­ρια­κή, ἀλ­λά εἶ­χε φυ­λαγ­μέ­νο Ἅ­γιον Ἄρ­το καί κοι­νω­νοῦ­σε κά­θε μέ­ρα.

 Στή Θεί­α Λει­τουρ­γί­α ἔ­βλε­παν νά ἀλ­λοι­ώ­νε­ται τό πρό­σω­πό του. Τά μά­τια του μέ­σα στό σκο­τά­δι ἦ­ταν πο­λύ φω­τει­νά. Πάν­τα λει­τουρ­γοῦ­σε μέ κα­τά­νυ­ξη καί δά­κρυ­α. Τήν ὥ­ρα τῆς Θε­ί­ας Λει­τουρ­γί­ας, τό Εὐ­αγ­γέ­λιο τό δι­ά­βα­ζε μέ δά­κρυ­α. Μέ δά­κρυ­α σή­κω­νε τά Ἅ­για καί ἔ­κα­νε τήν Εἴ­σο­δο, ἐ­κτός βέ­βαι­α ἀ­πό τίς ἁρ­πα­γές καί τίς θεῖ­ες ὀ­πτα­σί­ες πού εἶ­χε. Τόν πα­πα-Τύ­χω­να, τόν ξε­λει­τουρ­γοῦ­σε καί ὁ Γέρων-Γε­ρόν­τιος, τόν ὁποῖο πλή­ρω­νε δέ­κα δραχ­μές γιά κά­θε Θεί­α Λει­τουρ­γί­α, τήν ἐ­πο­χή ἐ­κεί­νη πού δί­ναν πέν­τε δραχ­μές στόν πα­πᾶ.
 Μία φο­ρά ὁ Γέρων-­Γε­ρόν­τιος τόν εἶ­δε ὑ­πε­ρυ­ψω­μέ­νο πά­νω ἀ­πό τή γῆ. «Πιό με­γά­λο ἅ­γιο σ᾿ ὅ­λο τό Ἅ­γιον Ὄ­ρος δέν ἔ­χω δεῖ», ἔ­λε­γε.



 Σέ αὐ­τό τόν Γέροντα ἐ­ξομολογoῦνταν ὁ Ἅ­γιος Γέροντας Παΐσιος. Δι­η­γή­θη­κε κατόπιν ὁ Ἅ­γιος Γέ­ρον­τας Πα­ΐ­σιος: 
«Ὁ παπά-Τύ­χων στήν Θεία Λει­τουρ­γί­α, γιά νά μήν ἀ­πο­σπᾶ­ται, κλε­ί­δω­νε τήν πόρ­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, καί ἐ­γώ ἔ­λε­γα τό “Κύριε ἐ­λέ­η­σον” ἀπ᾿ ἔ­ξω ἀ­πό τόν δι­ά­δρο­μο.
 Μία φο­ρά, σέ μία Θεία Λει­τουρ­γί­α κα­τά τήν ὥ­ρα τοῦ κα­θα­για­σμοῦ τῶν Τι­μί­ων Δώρων, χά­θη­κε ἡ φω­νή του. Πε­ρί­με­να πέν­τε ὧ­ρες πε­ρί­που καί δέν τόν δι­έ­κο­ψα για­τί δέν εἶ­χα εὐ­λο­γί­α. Με­τά ἀ­πό πέν­τε ὧ­ρες συ­νέ­χι­σε μέ τό “Ἐξαιρέτως, τῆς Παναγίας, ἀχράντου…”. Ποῦ βρι­σκό­ταν τό­σες ὧ­ρες; Μᾶλ­λον ἡρ­πά­ζε­το σέ θε­ω­ρί­α.

  Τήν ἡ­μέ­ρα ἐ­κε­ί­νη ἡ Θεί­α Λει­τουρ­γί­α τε­λε­ί­ω­σε τό ἀ­πό­γευ­μα. Λειτουργοῦσε κάποια ἄ­­λλη μέρα πάλι ὁ παπα-Τύχων καί στή Μεγάλη Εἴσοδο, μετά τήν Εἴσοδο τῶν Τιμίων Δώρων, εἰσήλθε ὁ παπα-Τύχων στό Ἅ­γιο Βῆμα καί βλέπει τούς Ἀρχαγγέλους Μιχαήλ καί Γαβριήλ καί τούς λέει μέ τά σπαστά Ἑλληνικά του:
 «Ὁ Μιχαήλο ντεξιά καί Γαβριήλο ἀριστερά. Τούς ὑπέδειξε μέ τό χέρι, ποῦ ἀκριβῶς νά πάρουν θέση γιά νά κυκλώσουν τήν Ἁγία Τράπεζα. Καί ἄ­­γγελε φύλακά μου, ντίπλα μου καί ἐννοοῦσε τόν ἄ­­γγελο φύλακά του».Τά ἄκουσε ὅ­λα αὐτά, ὁ Ἅ­γιος Γέροντας Παΐσιος τόν ὁποῖο διακονοῦσε μέ ταπείνωση καί βρύσες δακρύων ἔ­τρεχαν ἀ­πό τά μάτια του. Τί μυσταγωγία ἦ­ταν ἐ­κείνη! Τί Θεία Λειτουργία ἦ­τανε ἐ­κείνη πού ἕ­­νωσε τά οὐράνια μέ τά ἐπίγεια! Ὁ παπα-Τύχων ἐ­πίσης διάβαζε πολλές φορές τήν ἡμέρα τούς Χαιρετισμούς τῆς Παναγίας μέ δάκρυα!».

 Ἦ­ταν τε­λεί­ως ἀ­μέ­ρι­μνος καί δέν ἐν­δι­α­φε­ρό­ταν κα­θό­λου γιά τά ἐ­ξω­τε­ρι­κά. Τό Κελ­λί του πο­τέ δέν τό σκού­πι­ζε. Στό πά­τω­μα τοῦ Κελ­λιοῦ του τά χώ­μα­τα καί οἱ τρί­χες εἶ­χαν κά­νει βου­να­λά­κια πού ἔ­μοια­ζαν σάν καύ­κα­λα χε­λώ­νας. Ἔ­κα­νε γύ­ρω στίς τρεῖς χι­λιά­δες με­τά­νοι­ες καί συμ­βού­λευ­ε κά­ποι­ον μο­να­χό: 

«Νά κά­νης πολ­λές με­τά­νοι­ες, μέ­χρι νά μου­σκέ­ψη ἡ φα­νέλ­λα σου ἀπ᾿ τόν ἱ­δρῶ­τα». Ἀ­πό τήν πο­λύ­ω­ρη ὀρ­θο­στα­σί­α, τά πό­δια του ἦ­ταν πάν­τα πρη­σμέ­να. Νή­στευ­ε πο­λύ. Ἕ­να ψω­μί μπο­ρεῖ νά τό ἔ­τρω­γε καί σέ ἕ­να μῆ­να. Εἶ­πε κά­ποι­α μέ­ρα στούς δύ­ο μο­να­χούς νά μα­ζέ­ψουν κού­μα­ρα καί νά τά βρά­σουν στήν κα­τσα­ρό­λα. Ὅ­ταν εἶ­δε τό κόκ­κι­νο ζου­μί, τούς εἶ­πε ἄλ­λη φο­ρά νά μήν ξα­να­κά­νουν κού­μα­ρα, για­τί ἔ­χουν πο­λύ αἷ­μα. Ἀ­γα­ποῦ­σε πο­λύ τή με­λέ­τη. Δι­ά­βα­ζε δύ­ο, τρεῖς ὧ­ρες καί γλυ­και­νό­ταν. Ἔ­λε­γε: «Τί γλυ­κός πού εἶ­ναι ὁ ἀβ­βᾶς Ἰ­σα­άκ!». Εἶ­χε δι­α­βά­σει δύ­ο, τρεῖς φο­ρές καί τά Ἅ­παν­τα τοῦ ἁ­γί­ου Ἰ­ωάννου Χρυ­σο­στό­μου!

 Ὅ­λη τή νύ­χτα δέν κοιμόταν σχε­δόν κα­θό­λου. Μό­λις νύ­χτω­νε κα­λοῦ­σε τούς Πα­τέ­ρες στήν Ἐκ­κλη­σί­α χτυ­πών­τας τόν τοῖ­χο. Μέ­χρι πρό τοῦ με­σο­νυκτί­ου ἔ­κα­ναν προ­σευ­χή στό Ἐκ­κλη­σά­κι καί ἔ­ψαλλε ὁ ἴ­διος. Τούς ἔ­λε­γε νά κάθονται σέ κά­ποι­ες στιγ­μές, ὕστε­ρα πά­λι ὄρ­θιοι. Στό τέλος εὔ­χον­ταν γιά ὅ­σους τούς βο­η­θοῦ­σαν, καί ὕ­στε­ρα πή­γαι­ναν στά Κελ­λιά τους.
 Ἔ­λε­γε στά κα­λο­γέ­ρια του: «Ἔ­χει εὐ­λο­γί­α νά κά­νε­τε ὅ­σες με­τά­νοι­ες θέ­λε­τε, καί ἄν μπο­ρῆ­τε νά ἀ­γρυ­πνή­σε­τε ὅ­λη τή νύ­χτα». 

Ἔ­λε­γε ὁ πα­πα-Τύ­χων: «Μέ­σα στά Μο­να­στή­ρια ὑ­πάρ­χουν ἀ­γω­νι­στές καί προ­χω­ρη­μέ­νοι Πα­τέ­ρες. 
Ἕ­νας ἀ­πό αὐ­το­ύς εἶ­ναι στοῦ Κα­ρα­κάλ­λου ὁ πα­πα-Ματ­θαῖ­ος, ἕ­νας στῶν Ἰ­βή­ρων ὁ πα­πα-Θα­νά­σης, ὁ ὁ­ποῖ­ος καί ἐ­ξω­μο­λο­γεῖ­το στόν πα­πα-Τύ­χω­να, καί ἕ­νας στοῦ Ἐ­σφιγ­μέ­νου ὁ πα­πα-Θα­νά­σης… Με­τά ἀ­πό τρί­α χρό­νια πα­ρα­μο­νή στό Κοι­νό­βιο, ὁ μο­να­χός εἶ­ναι γιά πνευ­μα­τι­κό πό­λε­μο… Οἱ κα­λές συ­νή­θει­ες εἶ­ναι ἀ­ρε­τές καί οἱ κα­κές συ­νή­θει­ες εἶ­ναι πά­θη… Ὁ κα­λό­γε­ρος νά μήν ἔ­χη σχέ­ση μέ τά ζῶ­α, για­τί αὐ­τά τοῦ παίρ­νουν τό νοῦ καί τήν καρ­διά. Δι­ό­τι, ἀν­τί νά δώ­ση τήν ἀ­γά­πη του στόν Θε­ό, μοι­ρά­ζε­ται στά ζῶ­α. Ὁ ἅ­γιος Βα­σί­λει­ος ἀ­πα­γο­ρεύ­ει στόν μο­να­χό πού θά χα­ϊ­δέ­ψει γά­τα ἤ σκύ­λο, νά κοι­νω­νή­σει».

  “Τόν κάθε ἐπισκέπτη του τόν θεωροῦσε φίλο καί ἀ­πεσταλμένο ἀ­πό τόν Θεό. Ὅ­,τι τοῦ πρόσφεραν τά κρατοῦσε κι’ ἄ­­ν δέν τά εἶχε ἀ­νάγκη τά ἔδινε ἀ­μέσως σέ ἄ­­λλον. Ἐνῶ δέν εἶχε τίποτε, θεωροῦσε πλούσιο τόν ἑαυτό του. «Ἐγώ πλούσιος, δόξα τῷ Θεῷ», ἔλεγε. Τό «Δόξα τῷ Θεῷ» τό εἶχε συνέχεια στό στόμα του.

  Ἄ­ντεχε πολύ στή νηστεία καί κάποτε, πού εἶχα νά πάω πολλές ἡμέρες, ἀ­ντίκρυσα τό ἐξῆς θαυμαστό. Σέἐποχή πού δέν ὑπήρχαν δαμάσκηνα καί ἄνθρωπος εἶ­χε ἡμέρες νά τόν ἐπισκεφθεῖ, βλέπω στό Κελλί του πολλά ἀ­πό αὐτά, φρέσκα καί ὡραία. Τόν ρώτησα, ποῦ τά βρήκε. 
«Παιδί μου, ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ», μοῦ ἀ­πάντησε. Πίστεψα πώ­ς ἄ­­γγελος τοῦ τά πήγε. 
Τότε μοῦ διηγήθηκε κι’ ἕ­­να ἄλλο θαῦμα, πού τοῦ εἶ­χε συμβεῖ στή Ρωσία. Ἦταν ἀ­πό τή Σιβηρία καί ἐκεῖ­ εἶ­χαν πολύ σιτάρι καί τό ψωμί τους ἦ­ταν ἄσπρο. Ὅ­ταν περιόδευε τά Ρωσικά Μοναστήρια, ἔφτασε στή Μόσχα. Λίγο πιό ἔξω, ἐκεῖ­,ἔτρωγαν μαύρο ψωμί, πού δέν μποροῦσε νά τό φάει καί γιά μέρες ἦ­ταν νηστικός. Περνώντας ἔξω ἀ­πό ἕ­­να φοῦρνο βλέπει μιά γυναίκα νά τοῦ δίνει ἕ­­να κάτασπρο ψωμί, ζεστό. Χρήματα δέν εἶ­χε καί μπῆκε μέσα στόν φοῦρνο νά τήν εὐχαριστήσει. Ρώτησε τόν φούρναρη, ποῦ πήγε ἡ γυναίκα πού τοῦ ἔδωσε τό ψωμί. Τοῦ ἀ­παντᾶ πώ­ς καμία γυναίκα δέν βγῆκε ἀ­πό τό μαγαζί του. Ὅ­ταν μάλιστα εἶ­δε τό ψωμί στά χέρια του νά ἀ­χνίζει καί σ’ ὅλη τήν ἐπαρχία τους νά μήν ὑπάρχει τέτοιο, ἔκθαμβος ἔνιωσε πώ­ς ἦ­ταν ἡ Παναγία. Ξέσπασε σέ δάκρυα συγκινήσεως καί ὁ φούρναρης μέ εὐλάβεια ἔλαβε λίγο ἀ­π’ τό ψωμί γιά εὐλογία. Εὐχαρίστησαν καί οἱ δύο τή Θεοτόκο. Μέ τό ψωμί αὐτό πέρασε ὅλο τόν ὑπόλοιπο καιρό πού ἔλειπε ἀ­π’ τό σπίτι του. Τό θαῦμα αὐτό τόν ἔκανε νά ἀ­ποφασίση τή μοναχική του ἀ­φιέρωση” (2).

«Ἡ εὐ­χή, τό “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με”, εἶ­ναι σι­τά­ρι κα­θα­ρό. Ὁ κα­λός ὑ­πο­τα­κτι­κός μπο­ρεῖ νά ἀ­πο­κτή­ση τήν εὐ­χή».

«Μέ τήν με­λέ­τη τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς, ἄν δέν προ­σέ­ξη κα­νείς, μπο­ρεῖ νά πλα­νη­θῆ, ὅ­πως ὁ Ὠ­ρι­γέ­νης».

«Κα­λύ­τε­ρα τρεῖς με­τά­νοι­ες μέ τα­πε­ί­νω­ση, πα­ρά χί­λι­ες μέ ὑ­ψη­λο­φρο­σύ­νη».

«Μό­νο ἡ τα­πεί­νω­ση θά μᾶς σώ­σει. Τα­πει­νό­φρο­νες πραγ­μα­τι­κο­ύς πο­λύ λί­γους θά βρεῖς. Πρέ­πει νά το­ύς ψά­ξης μέ τό κε­ρί». 

Ὁ παπα-Τύχωνας, ἔ­λεγε ὅ­τι: «Κάθε πρωί ὁ Θεός εὐλογεῖ τούς ἀνθρώπους μέ τό ἕνα χέρι. Ὅταν βλέπει ταπεινό ἄνθρωπο τόν εὐλογεῖ μέ τά δύο χέρια»! Τό­σο ἀ­γά­πη­σε τήν τα­πεί­νω­ση πού γύ­ρι­σε ὁ­λό­κλη­ρο τό Ἅ­γιον Ὄ­ρος ψά­χνον­τας νά βρεῖ τα­πει­νό ἄν­θρω­πο. Ἐ­πί τέ­λους βρῆ­κε στοῦ Ἐ­σφιγ­μέ­νου ἕ­να γε­ρον­τά­κι πού εἶ­χε ἐν­δυ­θεῖ σάν δι­πλο­ΐ­δα τήν ἀ­λη­θι­νή καί τε­λεί­α τα­πεί­νω­ση. Ὑ­πῆρ­χαν βέ­βαι­α καί πολ­λοί ἄλ­λοι, ἀλ­λά ἦ­ταν κρυμ­μέ­νοι στά μά­τια τῶν πολ­λῶν. Ὑπήρχε τότε στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος καί ἡ συνοδεία τοῦ Ἁγίου Γέροντα Ἰωσήφ τοῦ Ἡσυχαστή καί Σπηλαιώτη, ὁ ὁποίος κοιμήθηκε στίς 15 Αὐγούστου τοῦ 1959, στή Νέα Σκήτη τοῦ Ἄθω, στήν Ἱερά Καλύβη Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου. Τόν Ἅγιο Γέροντα Ἰωσήφ τόν Ἡσυχαστή ὅ­σο ζοῦσε δέν ἐ­πιδίωξε νά τόν συναντήσει ὁ παπα-Τύχωνας, οὔτε καί ὁ ὑποτακτικός του ὁ Ἅγιος Παΐσιος.


Κα­λοῦ­σαν τόν πα­πα-Τύ­χω­να στοῦ Ἐ­σφιγ­μέ­νου γιά νά ἐ­ξο­μο­λο­γεῖ τά κα­λο­γέ­ρια. Τό­τε ἦ­ταν πά­νω ἀ­πό ἑ­ξῆν­τα Πα­τέ­ρες. Εἶ­χε εὐ­λά­βεια στόν ἅ­γιο Ἀν­τώ­νιο τόν Ρῶσ­σο καί λει­τουρ­γοῦ­σε στό σπή­λαι­ο πού ἔ­ζη­σε ὁ ὅ­σιος Ἀν­τώ­νιος Πε­τσέ­ρσκα­για. Ἔ­πει­τα ἐ­πέ­στρε­φε στό Κελ­λί του μέ τά πό­δια, καί μά­λι­στα βά­δι­ζε πο­λύ γρή­γο­ρα. Εἶ­χε φι­λί­α καί πολ­λές σχέ­σεις μέ τόν ἅ­γιο Σι­λουα­νό τοῦ Ρωσ­ι­κοῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος με­τά τήν κο­ί­μη­σή του πα­ρου­σι­ά­σθη­κε στόν πα­πα-Τύχωνα καί συ­νο­μί­λη­σαν.

Κα­ρυ­ώ­της Γέρων μαρ­τυ­ρεῖ:
 «Ὁ πα­πα-Τύχων ἦ­ταν πο­λύ ἁ­πλός καί ζοῦ­σε σ᾿ ἕ­να δι­κό του ἅ­γιο Παράδεισο. Ἦ­ταν βια­στής πο­λύ καί πα­ρό­λο πού νή­στευ­ε ἦ­ταν σω­μα­τώ­δης. Ὅ­ταν ἐρ­χό­ταν στό Κελ­λί μας καί τόν βά­ζα­με νά φά­η, ἔ­τρω­γε μό­νο δυό κου­τα­λι­ές γιά εὐ­λο­γί­α. Τώρα δέν ἔ­χει κα­νέ­να σάν αὐ­τόν, μήν ψά­χνε­τε». 

Κά­ποι­α μέ­ρα εἶ­πε στά κα­λο­γέ­ρια του, ὅ­ταν πεθάνει, νά μήν τόν ξε­θά­ψουν. Ὁ ἕ­νας σκέ­φθη­κε: «Θά τόν βγά­λω καί θά πῶ εὐ­λό­γη­σον». Ὁ πα­πα-Τύχων δι­ά­βα­σε τόν λο­γι­σμό του καί τοῦ εἶ­πε: «Δέν ἔ­χει εὐ­λο­γία­». Καί μέχρι σήμερα τό τί­μιο λε­ί­ψα­νό του πα­ρα­μέ­νει θαμ­μέ­νο ἀ­να­μέ­νον­τας τήν κοι­νή Ἀ­νά­στα­ση”.

Ἀπό τόν παπα-Τύχωνα ἔ­χουμε νά ὠφεληθοῦμε πολλά μέσα ἀ­πό τήν ταπεινή ἀ­σκητική ζωή του. Ὁ παπα-Τύχωνας, γιά νά δείξει τήν ἀ­ξία τῆς ταπείνωσης ἔ­λεγε ὅ­τι: «Κάθε πρωί ὁ Θεός εὐλογεῖ τόν ταπεινό ἄνθρωπο μέ τά δύο χέρια»! Ἔχει διασωθεῖ σέ ἕνα χειρόγραφό του μία προσευχή του, πού μᾶς παρουσιάζει τή γνήσια καί ἀ­ληθινή ἀ­γάπη πρός τόν Κύριο. Ἡ προσευχή του εἶναι ἡ ἐξῆς: “Ἅγιε Γολγοθᾶ, θεῖε Γολγοθᾶ, παρακαλῶ πές μου πόσες χιλιάδες, ἑκατομμύρια ἁμαρτωλούς ἀνθρώπους καθάρισες καί ἔστειλες καί γιόμισες τόν γλυκό Παράδεισο. Θεμέλιο γιά τόν γλυκό Παράδεισο εἶναι ὁ ἅγιος Γολγοθᾶς.

Ἁμαρτωλοί ἐλᾶτε ἐδῶ, νά μήν ἀργήσετε. Ὁ ἅγιος Γολγοθᾶς ἀνοικτός. Ἡ Σταύρωσις.

Ὁ Χριστός Ἐλεήμων. Μᾶς περιμένει νά τοῦ λούσουμε τά πόδια. Μακάριοι ἐμεῖς, ἄν μᾶς ἀξιώσει ὁ Χριστός, μέ ταπείνωση, μέ φόβο Θεοῦ, μέ ζεστή καρδιά, μέ ζεστά δάκρυα νά πλύνουμε τά ἅγια πόδια τοῦ Χριστοῦ καί, ἄν θελήσουμε πολλές φορές.

Ὕστερα ὁ Χριστός θά πλύνη τίς ἁμαρτίες μας καί θά γίνη καθαρή ἡ ψυχή μας καί θά ἀνοίξει τόν γλυκό Παράδεισο”.

Κοντά του ἦ­ταν ὁ ὑ­πο­τα­κτι­κός του Γέ­ρον­τας Πα­ΐ­σιος πού τόν γη­ρο­κό­μη­σε τίς τε­λευ­ταῖ­ες ἡ­μέ­ρες, τόν ἔ­θα­ψε καί τόν δι­α­δέ­χθη­κε στό Κα­λύ­βι. Ἐ­κοι­μή­θη στίς 10 Σε­πτεμ­βρί­ου τοῦ 1968, ἀ­φοῦ προηγουμένως εἶ­δε σέ ὅ­ρα­μα τήν Πα­να­γί­α μα­ζί μέ τόν ἅ­γιο Σέργιο τοῦ Ραντονέζ καί τόν ἅ­γιο Σε­ρα­φε­ίμ τοῦ Σάρωφ, πού τοῦ προ­εῖ­παν ὅ­τι θά πε­ρά­σει ἡ ἑ­ορτή τοῦ Γε­νε­θλί­ου τῆς Θε­ο­τό­κου καί θά τόν πά­ρουν. Διηγεῖται γιά τή θαυμαστή κοίμησή του ὁ Ἅ­γιος Γέροντας Παΐσιος:«Μιά μέρα ἀ­πό ἐ­κείνες τίς τελευταῖες του, εἶ­χα βγεῖ ἔ­ξω, γιά νά τοῦ φέρω λίγο νερό. Ὅταν ἄνοιξα μετά καί μπήκα στό Κελλί του, μέ κοιτοῦσε παράξενα καί μοῦ λέγει: «Ἐσύ, ὁ Ἅ­γιος Σέργιος εἶ­σαι;».

«Ὄχι, Γέροντα, εἶ­μαι ὁ Παΐσιος».

«Τώρα, παιδί μου, ἦ­ταν ἐ­δῶ ἡ Παναγία, ὁ Ἅ­γιος Σέργιος καί ὁ Ἅ­γιος Σεραφείμ.

Ποῦ πῆγαν;».

Κατάλαβα ὅ­τι κάτι γίνεται καί τόν ρώτησα:

«Τί σοῦ είπε ἡ Παναγία;».

«Θά περάσει ἡ Πανήγυρη καί μετά θά μέ πάρει».

Ἦταν ἀ­πόγευμα, παραμονή τοῦ Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου, 7 Σεπτεμβρίου 1968 καί μετά ἀ­πό τρεῖς ἡμέρες, στίς 10 Σεπτεμβρίου, ἀ­ναπαύθηκε ἔ­ν Κυρίω.

Τήν προτελευταῖα ἡμέρα μοῦ εἶ­χε πεῖ ὁ Γέροντας: «Αὔριο θά πεθάνω καί θέλω νά μήν κοιμηθής, γιά νά σέ εὐλογήσω».

Ἐγώ τόν λυπόμουνα ἐ­κεῖνο τό βράδυ, πού κουραζόταν, γιατί συνέχεια τρεῖς ώρες εἶ­χε τά χέρια του ἐ­πάνω στό κεφάλι μου, μέ εὐλογοῦσε καί μέ ἀ­σπαζόταν γιά τελευταῖα φορά. Γιά νά ἐ­κφράση καί τήν εὐγνωμοσύνη του γιά τό λίγο νερό πού τοῦ εἶ­χα δώσει στά τελευταία του, μοῦ ἔ­λεγε: «Γλυκό μου Παΐσιο, ἐ­μεῖς, παιδί μου, θά ἔ­χουμε ἀ­γάπη εἰς αἰῶνας αἰώνων ἡ ἀ­γάπη εἶ­ναι ἀ­κριβή ἡ δική μας. Ἐσύ θά κάνης εὐχή ἀ­πό ἐδῶ, καί ἐ­γώ θά κάνω ἀ­πό τόν οὐρανό.

Πιστεύω ὅ­τι θά μέ ἐ­λεήση ὁ Θεός, γιατί ἑ­ξῆν­τα χρόνια, παιδί μου, καλόγηρος, συνέχεια ἔ­λεγα Κύριε Ἰησού Χριστέ, ἐ­λέησόν με».

«Ἐγώ θά λειτουργῶ πιά στόν Παράδεισο. Ἐσύ νά κάνης εὐχή ἀ­πό ἐδῶ, καί ἐ­γώ θά ἔ­ρχομαι κάθε χρόνο νά σέ βλέπω». Εἶ­ναι ἀ­λήθεια ὅτι ἐ­κείνες οἱ δέκα τελευταῖες ἡμέρες, πού παρέμεινα κοντά του, ἦ­ταν ἡ μεγαλύτερη εὐλογία τοῦ Θεοῦ γιά μένα, γιατί βοηθήθηκα περισσότερο ἀ­πό κάθε ἄ­­λλη φορά, ἀ­φοῦ μοῦ δόθηκε ἡ εὐκαιρία νά τόν ζήσω λίγο ἀ­πό κοντά καί νά τόν γνωρίσω καλύτερα. Ἡ πρώτη του λοιπόν φορά πού μοῦ ἔ­κανε τήν πρώτη του ἐ­πίσκεψη ἦ­ταν στίς 10 Σεπτεμβρίου 1971, τό βράδυ, μετά τό μεσονύκτιο. Ἐνῶ ἔ­λεγα τήν εὐχή, βλέπω ξαφνικά τόν Γέροντα παπα-Τύχωνα νά μπαίνει στό Κελλί! Πετάχθηκα καί τοῦ ἔ­πιασα τά πόδια καί τά φιλοῦσα μέ εὐλάβεια. Δέν κατάλαβα ὅμως πῶς μοῦ ξεγαντζώθηκε ἀ­πό τά χέρια μου καί, καθώς ἔ­φευγε, τόν εἶδα νά μπαίνει στόν Ἱερό Ναό καί ἐξαφανίσθηκε. Με­τά τήν κοίμησή του ὁ ἴ­διος ὁ Ἅγιος Γέροντας Παΐσιος ἔ­γρα­ψε τόν βί­ο τοῦ πα­πα-Τύχωνα, ἔπειτα ἀ­πό τή θαυ­μα­στή ἐμ­φά­νι­σή του μέσα στό Κελλί του. Τό βιβλίο ὀνομάζεται: «Ἁ­γι­ο­ρεῖ­ται Πα­τέ­ρες»!” (3).

Τήν ἁ­γία εὐ­χή τους νά ἔ­χου­με. Ἀ­μήν.

Ἀπό τό Συναξάρι τῶν Ἁγίων Πατέρων τῶν παλαιῶν καί τῶν σύγχρονων θησαυρίζει ἡ καρδιά μας μέσα ἀπό τόν Ἅγιο βίο τους καί ἐπιθυμοῦμε σέ πολλά νά τούς μιμηθοῦμε στή σύγχρονη ζωή μας. Πόσα μαθαίνουμε κοντά στόν Ἅ­γιο Γέροντα! Μαθαίνουμε τήν Ὀρθοδοξία στήν πράξη. 
Ὁ Ἅ­γιος Γέροντας εἶναι ὁλόκληρος ἡ ζῶσα Ὀρθοδοξία μας. Μαθητεύουμε κοντά στόν ἴ­διο τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό πού βρίσκεται μέσα στήν καρδιά του. Μᾶς προσελκύει ἡ γλυκιά μορφή του, ἡ ἀ­πέραντη ἀ­γάπη καί ὁ θεῖ­ος ἔ­ρωτας πρός τό Ἅ­γιο πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ καρδιά του γεννάει πνευματικά τέκνα μέσα ἀ­πό τή χάρη τοῦ Θεοῦ. Μᾶς δείχνει τό δρόμο τῆς σωτηρίας διά τῆς νοερᾶς εὐχῆς καί τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς. Κοντά στόν Γέροντα νιώθεις ὅ­τι εἶσαι πλασμένος γιά αυτή τή μεγάλη ἀ­γάπη τοῦ Θεοῦ πού σέ ἔ­φερε στή ζωή καί Σέ θέλει στήν αἰωνιότητα μαζί Του. Διαβάστε τά Συναξάρια τῶν Ἁγίων Πατέρων μας -εἰδικά τῶν σύγχρονών μας- καί προτρέψτε καί τά παιδιά σας νά τά διαβάζουν. Εἶναι ἐ­πίσης μεγάλη εὐλογία νά διαβάζουμε μέ τά παιδιά μας τό Συναξάρι τοῦ Ἁγίου τῆς ἡμέρας. Μᾶς ἁγιάζει τήν ψυχή μας καί ὁλόκληρη τήν ἡμέρα μας ὁ Ἅ­γιος πού γιορτάζει τήν κάθε ἡμέρα πού μᾶς χαρίζει ὁ Κύριος.

Ἀ­μήν. Γένοιτο
  1. Κλῖ­μαξ Λ’, ζ’.
  2. Απόσπασμα από το βιβλίο του Ιερομονάχου Αγαθαγγέλου, «Οι αναμνήσεις μου από τον παπα-Τύχωνα», των εκδόσεων το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 1982. https://www.hristospanagia.gr
  3. Από την ασκητική και ησυχαστική Αγιορείτικη παράδοση. Εκδόσεις Ιερόν Ησυχαστήριον “Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος” σελ. 110-118. https://enromiosini.gr/arthrografia

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου