Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2022

Το βυζαντινό κάστρο της Γραμβούσσας



Στο ανατολικό άκρο της Κρήτης, κοντά στο ακρωτήριο Γραμβούσα και στη λιμνοθάλασσα του Μπάλου με τα εξωτικά νερά υπάρχουν δύο ακατοίκητα νησιά. Η η Άγρια και η Ήμερη Γραμβούσα. Η Ήμερη Γραμβούσα είναι διάσημη για την πανέμορφη παραλία, για το μοναχικό ναυάγιο και, τέλος, για το επιβλητικό ενετικό της κάστρο.

Το κάστρο χτίστηκε το 1579-84, σε ύψος 137 μέτρων, πάνω από το εξαιρετικό φυσικό λιμάνι του νησιού, σε σχέδια και υπό την επίβλεψη του Latino Orsini. Το σχήμα του φρουρίου είναι ακανόνιστο τρίπλευρο με τείχη και προμαχώνες από τις τρεις πλευρές, ενώ από τη βόρεια προστατεύεται από τα απόκρημνα βράχια.
Το Όνομα του Κάστρου

Η Γραμβούσα στην αρχαιότητα λεγόταν Κώρυκο, ενώ το όνομα Γραμβούσα προέρχεται από την βενετσιάνικη λέξη Garabuse, που σημαίνει κάτι σαν “φυλάκιο ακρωτηρίου”.


Ιστορία
Οι Βενετοί μετά από πρόταση του Σοφιανού Ευδαιμονογιάννη, Μονεμβασίτη στρατιωτικού στην υπηρεσία της Βενετίας, ξεκίνησαν να το κατασκευάζουν το 1579 και το ολοκλήρωσαν το 1584 για να ενιχύσουν την προστασία του νησιού απέναντι στους Τούρκους.

Το 1588 το φρούριο καταστράφηκε από έναν κεραυνό που κτύπησε την μπαρουταποθήκη (με 350 βαρέλια εκρηκτική ύλη). Τότε είχε 24 κανόνια, 3398 βλήματα και 40.000 λίμπρες μπαρούτι, και υδρευόταν από 2 πηγάδια και 5 στέρνες.

Οι Βενετοί το ξαναέκτισαν το 1630.

Μετά την κατάκτηση της Κρήτης από τους Τούρκους το 1669 οι Βενετοί κράτησαν τα τρία μικρά νησιά της, τη Γραμβούσα, τη Σούδα και τη Σπιναλόγκα και τα οργάνωσαν όσο καλύτερα μπορούσαν.

Διατήρησαν την κυριότητα του για 23 ακόμα χρόνια, έως το 1692, οπότε οι Τούρκοι κατόρθωσαν τελικά να το καταλάβουν, δωροδοκώντας τον Ενετό διοικητή ο οποίος με το παραδάκι που πήρε έζησε μια χαρά την υπόλοιπη ζωή του στην Κωνσταντινούπολη. Μάλιστα , την εποχή του, ήταν γνωστός σε όλη την Πόλη σαν «καπετάν Γραμβούσας».

Τελικά παρά το μέγεθος του και την μεγάλη του χωρητικότητα (3000 άνδρες), φαίνεται ότι δεν χρησιμοποιήθηκε από τους Ενετούς σε κάποια σημαντική μάχη.

Κατά τον 19ο αιώνα όμως η ιστορία του Κάστρου εξελίσσεται με πολύ πιο ενδιαφέροντα τρόπο:

Στις 2 Αυγούστου 1824, 15 Σφακιανοί καταλαμβάνουν την Γραμβούσα και το νησί γίνεται το πρώτο κομμάτι κρητικής γης που ελευθερώθηκε από τους Τούρκους. Το κάστρο, για τα επόμενα 2-3 χρόνια, έγινε ορμητήριο των 3000 περίπου Κρητικών αγωνιστών. Από εκεί ξεκινούσαν οι λεγόμενοι «καλησπέρηδες», που πολεμούσαν τους Τούρκους με νυκτερινές ενέδρες και κλεφτοπόλεμο. Την περίοδο εκείνη η Γραμβούσα δεν ήταν μόνο το μοναδικό ελεύθερο μέρος στην Κρήτη αλλά και από τα λίγα απαλλαγμένα από Τούρκους μέρη σε ολόκληρη την Ελλάδα.

Σύντομα οι επαναστάτες λόγω έλλειψης τροφής και εφοδίων στράφηκαν στην πειρατεία στην οποία επιδόθηκαν με εξαιρετικό ζήλο και επιτυχία. Δύσκολα περνούσε τουρκικό αλλά και ευρωπαϊκό καράβι, δίχως να το κουρσέψουν, το ίδιο έκανα και σε όλα τα παράλια χωριά της Κρήτης. Το αποτέλεσμα ήταν ότι το νησί έγινε περιβόητο σε όλη την Ευρώπη και απέκτησε το όνομα «το νησί των πειρατών».


Στο νησί άρχισαν να καταφτάνουν και άλλοι Έλληνες οπότε οι επαναστάτες οργανώθηκαν. Έφτιαξαν και προσωρινή διοίκηση του νησιού , το "Κρητικό συμβούλιο" η σφραγίδα του οποίου, όπως και η "Σφραγίς της νήσου Γραμβούσης", φυλάσσονται στην εθνολογική και ιστορική εταιρεία της Ελλάδος.

Υπήρχε ακόμα και σχολείο για τα παιδιά των "Γραμβουσιανών" με δάσκαλο τον επίσκοπο Αρδαμερίου Ιγνάτιο. Μάλιστα ο ίδιος εγκαινίασε και μια εκκλησία που την έφτιαξαν οι πειρατές προς τιμήν της "Παναγιάς της Κλεφτρίνας", προστάτιδας των πειρατών. (σ.σ. το Υπουργείο Πολιτισμού στην ιστοσελίδα του δεν αναφέρεται σε αυτήν την πολύ ενδιαφέρουσα πτυχή. Μας πληροφορεί απλώς με την αρμόζουσα σοβαρότητα για το "ναό του Ευαγγελισμού").

Από την πειρατεία οι Γραμβουσιανοί έβγαλαν χρήματα και ένα μέρος τα επένδυσαν αγοράζοντας την γολέτα "Περικλής" για τον καλύτερο εφοδιασμό τους. Πρόκειται για το περίφημο πλοίο του Τομπάζη που τον μετέφερε στην Κίσαμο στις 25 Μαΐου του 1823 σαν Αρμοστή.

Η δράση όμως των πειρατών δεν ήταν αρεστή στις Ευρωπαϊκές δυνάμεις και έτσι, με συμφωνία και της Ελληνικής Κυβέρνησης του Καποδίστρια, στις 19 Ιανουαρίου 1828 αγγλο-γαλλικές δυνάμεις επιτέθηκαν στο φρούριο, συνέλαβαν μερικά σκάφη και μερικούς από τους θεωρούμενους ως πειρατές και το κατέλαβαν. Στην συνέχεια εγκαταστάθηκε πολυεθνική φρουρά Άγγλων, Γάλλων και Ελλήνων, με αρμοστή τον Χατζημιχάλη Νταλιάνη.

Έτσι εγκατέλειψαν το νησί οι τελευταίοι Κρήτες, και κατεδαφίστηκαν τα σπίτια μέσα σε αυτό. Η ελληνική φρουρά παρέμεινε μέχρι το Σεπτέμβριο του 1830, όταν καταλήφθηκε από αγήματα των ευρωπαϊκών δυνάμεων (Αγγλίας-Γαλλίας-Ρωσίας) για λογαριασμό του Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου. Τελικά, το 1831 περιήλθε στους Αιγυπτίους και από τότε το κάστρο ουσιαστικά εγκαταλείφθηκε και ερήμωσε.
Δομικά, Αρχιτεκτονικά, Οχυρωματικά Στοιχεία

Το φρούριο είναι κτισμένο σε ύψος 137 μέτρων, πάνω σε ένα απότομο, επίπεδο ύψωμα με μοναδική πρόσβαση από την ανατολική πλευρά, όπου διαμορφώνεται ένα ελικοειδές μονοπάτι.

Το σχήμα του είναι ελλειψοειδές και προσαρμόζεται στη διαμόρφωση του εδάφους με εναλλαγή ευθύγραμμων τμημάτων τείχους και μικρών προμαχώνων, στους οποίους οδηγούν κεκλιμένα λιθόστρωτα.

Λόγω της απότομης διαμόρφωσης, το τείχος , μήκους 272 μέτρων, δεν συνεχίζεται στη βορειοανατολική πλευρά καθώς η προστασία του κάστρου εξασφαλίζεται από τα δύσβατα βράχια. Η κύρια είσοδος προστατεύεται και από μια θολωτή στοά που γίνεται η είσοδος στο εσωτερικό του φρουρίου, όπου οδηγεί ένα κεκλιμένο επίπεδο.

Στο χώρο του φρουρίου σώζονται δυο μεγάλες, θολοσκέπαστες δεξαμενές, που συγκεντρώνουν τα νερά της βροχής από τα λιθόστρωτα. Από τα υπόλοιπα κτίσματα σώζονται ο ναός του Ευαγγελισμού (ή της Παναγιάς της Κλεφτρίνας) και η πυριτιδαποθήκη, ενώ διακρίνονται τα θεμέλια των στρατώνων, του διοικητηρίου και των άλλων εγκαταστάσεων. Τα τείχη είναι κτισμένα από τοπικό ασβεστόλιθο, εκτός από το cordone (=κορδόνι:προεξέχον πέτρινο διάζωμα περιμετρικά των ενετικών τειχών), που αποτελείται από λαξευτούς ψαμμίτες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου