Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2022

«Η στάχτη που ταξίδευε» (*)



Τις πρώτες μέρες, τρυπώσαμε στα σπίτια πανικόβλητοι.
Κατεβάσαμε τα παντζούρια, μανταλώσαμε τα παράθυρα,
Σφραγίσαμε με κουρέλια τις ρωγμές των τοίχων,
Βάλαμε στους ρόζους κερί,
Κολλήσαμε σταυρωτές ταινίες στα ραγισμένα τζάμια,
Γυρίσαμε και δυο και τρεις φορές
Το κλειδί στην κλειδαρότρυπα. / Του κάκου.
Γέμισαν τα δωμάτια καπνό και στάχτη.
Η πόλη καιγόταν απέναντι. / Τον Αύγουστο με το μελτέμι,
Ταξιδεύουν οι εφιάλτες ταχύπτεροι.

Ο καπνός και η στάχτη / Ποτίζαν τους τοίχους,
Καθίζαν πάνω στα έπιπλα, / Θολώναν τους καθρέφτες,
κρέμονταν στα δοκάρια / και κατοικούσαν στις χαραμάδες.
Ο καπνός και η στάχτη / Τρυπώναν στο κατώι,
Κατασταλάζαν στα γεννήματα / Πήρε μια γεύση στυφή το κρασί,
Τ’ αλεύρι πίκριζε / Και το ψωμί στο στόμα λάσπωνε.
Πού και πού, η γλώσσα μας / Ανίχνευε τη στάχτη
Κι ανάμεσα στα δόντια / Ξεφύτρωναν μικρά κάρβουνα.
[…]

Η πόλη που κάηκε / ξαναγεννήθηκε στην άλλη όχθη…
Ένα με το κορμί μας, / κυλάει μες στο αίμα μας.
Κι όταν ονειρευόμαστε, / περιδιαβάζουμε στα περιβόλια της
και σεργιανάμε στις πλατείες.
Κάθε φορά που πιάνουμε τραγούδι, / είναι τα λόγια μας σταχτιά
κι η μουσική παράπονο, / σαν πυρκαγιά, που κουβαλάει το μελτέμι.
Η πόλη της Ανατολής / μας κατοικεί
Κι εξήντα τώρα χρόνια / μας δικάζει.

(*) Κ. Χ. Μύρης (Κώστας Γεωργουσόπουλος)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου