Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2023

Ο συμμαχικός αποκλεισμός το 1916-1917 στην λογοτεχνία


   Μια από τις πιο τραγικές περιόδους στην ιστορία του ελληνικού κράτους είναι ο συμμαχικός αποκλεισμός το 1916-1917 που προκάλεσε πείνα στον πληθυσμό και εκατοντάδες θανάτους. 
  Και όμως, το γεγονός αυτό ελάχιστα έχει απασχολήσει τους ιστορικούς αλλά και τους λογοτέχνες μας.
  Βλέπετε, ο βενιζελόπληκτος πνευματικός μας κόσμος δεν τολμάει να αγγίξει αυτά τα θλιβερά περιστατικά που θολώνουν τον μύθο του μεγάλου μας Εθνάρχη Ελευθέριου Βενιζέλου. (μην ξεχνάμε πως ο Βενιζέλος ήταν αυτός που κάλεσε τους Συμμάχους στην Ελλάδα και μάλιστα τους ζητούσε επίμονα να επιβάλλουν ναυτικό αποκλεισμό στα λιμάνια της χώρας).

  Ένα από τα λίγα βιβλία που ασχολείται με την περίοδο αυτή είναι το μεσοπολεμικό μυθιστόρημα του Αντώνη Τραυλαντώνη, "Λεηλασία μιας ζωής", ανάγνωσμα δημοφιλές στην εποχή του αλλά ξεχασμένο σήμερα (είναι εξαντλημένο αλλά μπορείτε να το βρείτε στα παλαιοβιβλιοπωλεία). Το πρώτο μέρος αυτού του καλογραμμένου μελοδράματος (και δεν χρησιμοποιώ τον όρο απαξιωτικά) διαδραματίζεται την περίοδο του αποκλεισμού και, μέσα από γλαφυρές εικόνες, ο συγγραφέας αναπαριστά την αθηναϊκή καθημερινότητα εκείνους τους δύσκολους μήνες.

 Δυο χαρακτηριστικά αποσπάσματα :
«- Μα τώρα βλέπετε, κύριε Αγγελή, οι έμποροι δεν μπορούν να φέρουν σχεδόν τίποτε από την Ευρώπη· ο κύριος Κομπολογάς όμως όχι μόνο φέρνει ό,τι θέλει- και τα πουλεί όσο θέλει, εννοείται- αλλά τα φέρνει και αφορολόγητα, γιατί τα φέρνει με το μέσον των πρέσβεων της Αντάντ, προ πάντων του κύριου Ντεμίντωφ... Ο κύριος Κομπολογάς έζησε, βλέπετε, πολλά χρόνια στη Ρωσία, έχει, μάλιστα, και τη ρωσική υπηκοότητα, και είναι, όπως λέει, και προσωπικός φίλος του Ντεμίντωφ, από τη Ρωσία ακόμα· γνωρίστηκε έτσι και με τον Έλλιοτ και το Γκυγεμέν και το Μποσδάρη· και τώρα αυτοί μας κυβερνούν, καθώς ξέρετε. Έχει πελάτισσες όλες τις πρέσβειρες και όλο το προσωπικό των πρεσβειών.
- Α, είπα, έτσι εξηγείται και ο φανατισμός του για το Βενιζέλο και για την Αντάντ.
- Και το άσπρο ψωμί και το μαύρο χαβιάρι, επρόσθεσε ο Πάρης.
Έδειξα κάποια απορία γι' αυτόν το συνδυασμό, και τα δυό αδέρφια μου εξήγησαν :
Ο Κομπολογάς είχε ελεύθερη επικοινωνία με το Κερατσίνι όπου τότε έμεναν οι πρέσβεις της Αντάντ με το προσωπικό των πρεσβειών και με άλλους αφοσιωμένους ξένους και ρωμηούς, από κείνους που είχαν καταδιωχθή στα Νοεμβριανά.
-Και καταλαβαίνετε, είπε ο Πάρης, αυτοί εκεί ούτε πεινούν, ούτε χαρούπια τρώνε όπως ο ελληνικός λαός. Έχουν όλα τα αγαθά του Θεού, τόσο άφθονα, ώστε μπορούν να χορταίνουν κι' αυτοί και οι φίλοι τους, και οι φίλοι των φίλων τους...»

«Κατέβηκα σαν κυνηγημένος και, για να συνέλθω, κάθησα, πριν πάω στο ξενοδοχείο μου, και πήρα έναν καφέ με σταφιδοζάχαρη στο Μοναστηράκι.
Μια σκηνή που είδα εκεί έκρινε οριστικά την απόφασή μου.
Στα πόδια μου ήταν μια στιμμένη λεμονόφλουδα. Ένας λούστρος πέρασε, την εσήκωσε, την έβαλε στο στόμα του, την επιπίλισε κάμποσο και την επέταξε λίγο παρέκει. Σε λίγο πέρασε μια γρηά· την εμάτιασε, την εσήκωσε, την εμάσησε όσο μπορούσε και την ξαναπέταξε μπροστά στα πόδια μου. Όσο να κλάψω την πείνα των δύο πρώτων, πέρασε ένας με ημίψηλο· την εμάτιασε κι' αυτός, κύτταξε ένα γύρο του, ύστερα την άρπαξε, την έβαλε στο στόμα του, και έφυγε βιαστικά κατά το σταθμό.
Κύριε των Δυνάμεων! Στα χωριά δε μπορούσαν ναχουν τόση αθλιότητα! Θα τους βρίσκονταν λίγο καλαμπόκι, θα μάζευαν δυο αγριοχόρταρα ή λίγα σαλιγκάρια να παρηγορήσουν την πείνα τους.
Να φύγω λοιπόν το γρηγορώτερο από τη φριχτή τούτη κόλαση, όπως είχαν καταντήσει οι Σύμμαχοι την Αθήνα μας· να μην ακούω για το Φουρνιέ, να μη βλέπω Σενεγαλέζο μπροστά μου».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου