του ΑΝΔΡΕΑ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ Εκπαιδευτικού, φιλόλογου στο Παγκύπριο Γυμνάσιο.
Θα περνούσαν μερικά χρόνια για να καταλάβω ότι το ρίγος εκείνο δεν ήταν από το κρύο. Και το κατάλαβα γιατί κάθε φορά που έπιανα στο στόμα μου όχι μόνο αυτόν τον ύμνο, αλλά και κάθε ποιητική σου δημιουργία, το ίδιο ρίγος με διαπερνούσε, χειμώνα-καλοκαίρι, την ίδια ώρα που τα μάτια μου πλημμύριζαν. Ήμουν έφηβος πια, στην ηλικία σου. Και βάλθηκα να μάθω ό,τι είχε σχέση με σένα. Και όσα περισσότερα μάθαινα τόσο πιο πολύ σε εκτιμούσα και σε θαύμαζα. Και αναλογιζόμουν πως γίνεται, πριν ακόμη συμπληρώσεις τα δεκαοκτώ σου χρόνια, να είχες προλάβει να κάνεις τόσα πολλά.
Πρόλαβες να σκαρφαλώσεις στον ιστό, λυγερόκορμος και ευλύγιστος καθώς ήσουν και να κατεβάσεις τη σημαία των κατακτητών από το σχολείο σου. Πρόλαβες να συλληφθείς δύο φορές σε διαδηλώσεις, ξυλοκοπώντας μάλιστα και δύο Άγγλους στρατιώτες που κτυπούσαν με τα ρόπαλά τους ένα συμμαθητή σου. Γι΄ αυτό άλλωστε σε έστειλαν σε δίκη.
Πρόλαβες, ενώ ήσουν ακόμα στο σχολείο, να λάβεις μέρος σε ανατινάξεις και δολιοφθορές κατά των στυγνών αποικιοκρατών.
Και βέβαια, πρόλαβες να φύγεις αντάρτης στα βουνά, την προηγούμενη μέρα της δίκης σου, για να μη σε κλείσουν στη φυλακή, αποχαιρετώντας με εκείνο το ξεχωριστό γεμάτο πατριωτισμό και συναίσθημα γράμμα σου, τους συμμαθητές σου.
Αλλά βέβαια πρόλαβες να γίνεις και ένας υμνητής του λόγου, ένας ποιητής με αστείρευτο ταλέντο. Ένας ποιητής που μπόρεσε να χωρέσει μαζί σε ένα τετράστιχο, τον αγνό εφηβικό του έρωτα, με τον άλλο μεγάλο έρωτα για την Ελλάδα. Ταίριαξες στον ίδιο στίχο τα γαλάζια μάτια της αγαπημένης σου, με τον καθάριο ουρανό της Μητέρας Πατρίδας. Τίποτα δε θα μπορούσε να εκφράσει τελειότερα τον πλούτο της ευγενικής και αγνής ψυχής σου με τον πατριωτικό πόθο σου για Ελευθερία και Ένωση.
Και όλα αυτά πριν κλείσεις τα δεκαοκτώ.
Έμεινες στο βουνό για 13 μήνες και 13 μέρες μέχρι τη σύλληψή σου μια παγερή νύχτα του Δεκέμβρη. Και όταν σε ρώτησαν γιατί δεν προσπάθησες να διαφύγεις αφού μπορούσες, απάντησες με στωικότητα ότι δεν ήξερες να δειλιάζεις και να το βάζεις στα πόδια. Οι κατακτητές σε βασάνισαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Λίμνη, για να τους δώσεις πληροφορίες αλλά εσύ τους κοροΐδεψες. Και όταν σε έσυραν στο δικαστήριο, με την κατηγορία της μεταφοράς οπλοπολυβόλου, δεν μπήκες στη διαδικασία να υπερασπισθείς τον εαυτό σου. Αγέρωχος και αλύγιστος είπες στους δικαστές πώς, ό,τι έκαμες, το έκαμες ως Έλλην Κύπριος που αγωνίζεται για την ελευθερία της πατρίδας του.
Αλλά βέβαια πρόλαβες να γίνεις και ένας υμνητής του λόγου, ένας ποιητής με αστείρευτο ταλέντο. Ένας ποιητής που μπόρεσε να χωρέσει μαζί σε ένα τετράστιχο, τον αγνό εφηβικό του έρωτα, με τον άλλο μεγάλο έρωτα για την Ελλάδα. Ταίριαξες στον ίδιο στίχο τα γαλάζια μάτια της αγαπημένης σου, με τον καθάριο ουρανό της Μητέρας Πατρίδας. Τίποτα δε θα μπορούσε να εκφράσει τελειότερα τον πλούτο της ευγενικής και αγνής ψυχής σου με τον πατριωτικό πόθο σου για Ελευθερία και Ένωση.
Και όλα αυτά πριν κλείσεις τα δεκαοκτώ.
Έμεινες στο βουνό για 13 μήνες και 13 μέρες μέχρι τη σύλληψή σου μια παγερή νύχτα του Δεκέμβρη. Και όταν σε ρώτησαν γιατί δεν προσπάθησες να διαφύγεις αφού μπορούσες, απάντησες με στωικότητα ότι δεν ήξερες να δειλιάζεις και να το βάζεις στα πόδια. Οι κατακτητές σε βασάνισαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Λίμνη, για να τους δώσεις πληροφορίες αλλά εσύ τους κοροΐδεψες. Και όταν σε έσυραν στο δικαστήριο, με την κατηγορία της μεταφοράς οπλοπολυβόλου, δεν μπήκες στη διαδικασία να υπερασπισθείς τον εαυτό σου. Αγέρωχος και αλύγιστος είπες στους δικαστές πώς, ό,τι έκαμες, το έκαμες ως Έλλην Κύπριος που αγωνίζεται για την ελευθερία της πατρίδας του.
Σε οδήγησαν στο ικρίωμα φορώντας το σταυρό που είχες ζητήσει να σου φέρει η μητέρα σου. Και έπιασε τόπο η ευχή σου να είσαι ο τελευταίος που θα ανέβαινε τα σκαλιά της αγχόνης. Και βρήκες την κόρη την πανώρια που έψαχνες στο παλάτι. Και εκείνη ανοίγοντας τα φτερά της σε πήρε κοντά της. Και πέρασες μαζί με τους άλλους μάρτυρες της ελευθερίας στην αιωνιότητα. Είχες προλάβει να πιεις και σύ λίγο από των αθανάτων το κρασί. Ήταν δεκαπέντε λεπτά μετά τα μεσάνυχτα της 13ης του Μάρτη το 1957.
Μας άφησες τα ποιήματά σου κληρονομιά και έγιναν μουσική και τραγούδια, για να σε τιμούμε και να σε έχουμε φάρο και καθοδηγητή. Μας άφησες κληρονομιά τον αγνό και άδολο πατριωτισμό σου, να μας υπενθυμίζει τι σημαίνει αγάπη για την ελευθερία και την Ελλάδα, τι σημαίνει χρέος και αγώνας και θυσία για την πατρίδα.
Αλλά εμείς φανήκαμε λειψοί, φανήκαμε δειλοί, φανήκαμε αγνώμονες. Ξεπουλήσαμε και ιδανικά και αγώνες και πατρίδες. Τίποτα απ’ όσα έκανες εσύ δεν κάναμε. Αντίθετα σε ανταμείψαμε με τον χειρότερο τρόπο. Τιμήσαμε με το χρυσό κλειδί της πόλης, για λόγους δήθεν εθνικού συμφέροντος, εκείνην που υπέγραψε τη θανατική σου καταδίκη. Μετρηθήκαμε μικροί, τιποτένιοι και αχάριστοι.
Σε σένα μόνο δόξα και τιμή αρμόζει Ευαγόρα. Σε μας μόνο ντροπή.
Πενήντα χρόνια μετά εξακολουθώ να διαβάζω για σένα, να ακούω για σένα. Πενήντα χρόνια μετά το ίδιο ρίγος με διαπερνά και τα μάτια μου εξακολουθούν να πλημμυρίζουν. Μόνο αυτό μπορώ να κάνω. Συγγνώμη… Ευαγόρα.
ΠΗΓΗ: Αντης Ροδίτης fb
Αξίζει τον κόπο να ακούσετε μελοποιημένο το ποίημα του Ευαγορα από τον Κο Βασιλικό τον ψάλτη. Πραγματικά σε διαπερνά εκείνο το ρίγος. Και οι στίχοι και η μουσική σε ανατριχιαζουν!
ΑπάντησηΔιαγραφή