Δευτέρα 3 Απριλίου 2023

"Το παράπονο του Γέρου"



 Είδα εψές στον ύπνο μου, στον ξύπνιο μου, δεν ξεύρω...
Είδα μια γνώριμη μορφή στη θλίψη βουτημένη,
λαμπάδα που καιγότανε στου πόνου το καμίνι ...
Είδα το Γέρο του Μωριά, το Γερο- Θοδωράκη
στης Παναγιάς το ΄κόνισμα , στα γόνατα στρωμένο,
τον είδα με παράπονο τον πόνο του ν΄αφήνει.

 Στεκόμουνα παράμερα, κοιτούσα δε μιλούσα,
όλο αυτό το θέαμα αντίκριζα με δέος.
Τι να λαλήσω, τι να πω..... κάλλιο σε τέτοιες ώρες , να μη μιλεί ο άνθρωπος....

Μόνο στεκόμουν κι έβλεπα εκείνος ο Γενναίος πως φάνταζε κατάκοπος .
Κι εκεί που Προσευχότανε στης Παναγιάς τη Χάρη ,
γονατιστός και ταπεινά τηνε παρακαλούσε, ως το παιδί τη μάνα ,
ξάφνου γυρνά και με ρωτά:
- Τι θέλεις παληκάρι; Και η φωνή του ακούστηκε σα βροντερή καμπάνα.
Σάστησα ,δεν περίμενα πως θα με καταλάβει
Και μάλλον απ' το ξάφνιασμα, χλόμιασα ο καημένος
και στην αρχή εσώπασα.
Μα εκείνος χαμογέλασε
Και τότες ανεθάρρησα κι αμέσως τον ερώτησα

Τι έχεις Γέρο και βογγάς, τι έχεις και στενάζεις ;
Τέτοιαν ημέρα του Μαρτιού που η Παναγιά γιορτάζει
και που η γης μοσχοβολά ντυμένη στα καλά της
Ποιος πόνος ,ποιο παράπονο σε ριξε στο μαράζι;
Σήμερο η Εκκλησία μας λαμπρά πανηγυρίζει , σήμερο Ευαγγελίζεται η Αχραντη Παρθένος!
Τι έχεις και μοιρολογείς και τι σε συνταρασει ;
Λαμπρά η Πατρίδα μας τιμά τον ένδοξο Αγώνα,
που δωσατε να Αναστηθεί το Σταυρωμένο Γενος , απο του Τούρκου το ζυγό !
Τι στέκεις μαραμένος;

Τι με ρωτάτε ωρέ να πω, μου στέρεψαν τα λόγια,
και όλου του κόσμου το χαρτί και όλο το μελάνι ,
θα σώνονταν αν έγραφα όσα μου καιν' τα στήθια.
Σωθήκανε μου οι χαρές, μονάχα μοιρολόγια
πνίγουν τη δόλια μου καρδιά οι πίκρες σαν τα φίδια!
Κοιτάζω την Πατρίδα μου, θυμούμαι τους αγώνες,
τις μάχες που εδώκαμε με της Τουρκιάς τ΄ασκέρια,
Ατάιστοι,απότιστοι,μπαρουτοκαπνισμένοι,
κυνηγημένοι στα βουνά Άνοιξες και Χειμώνες,
η πετρα για προσκέφαλο ,για πάπλωμα τ΄αστέρια.

Όντες εβάναμε αρχή να διώξομε τον Τούρκο, βάναμε το Χριστό μπροστά για την Ελευθερία.
Εκείνος μας εψύχωνε,μας εδωνε ανδρεία,
για να ελευθερώσομε την άμοιρη Πατριδα
και να την ανασυρομε απ' της σκλαβιάς το βούρκο .
Μπροστά του Τούρκου το σπαθί και πίσω η διχόνοια .
Ίσα με να βαδίσομε ομπρός, κάναμε πίσω.
Αλλος για αξιώματα και άλλος για τη δόξα και άλλος απ' τη βρωμερή και άτιμη απληστία.
Κι έτσι περάσαν άδικα τόσα και τόσα χρόνια.

Μα κάποτε ξαστέρωσε και ήρθε η λιακάδα κι έδωσε ο Καλός Θεός και φύγαν οι Περσιάνοι.
Και τότες βαναμε αρχή να κάνομε γκουβέρνο κι εδωσε Καποδίστρια ο Θιός για κυβερνήτη.
Μα τόνε φάγαμε κι αυτόν ...
κι έτσι το δρόμο στρωσαμε να ρθουν άλλοι τυράννοι....
Μέσα στα τόσα βάσανα που βρήκανε το γένος, ανεστορούμαι και όλα αυτά που στη ζωή μου πέρασα.
Όντες μου χάλασαν το γιό, τον ακριβό μου Πάνο και φάγανε με μπαμπεσιά τον αδερφό μου Γιάννη και τότες που με κλείσανε στη φυλακή στ' Ανάπλι...μίνια ολάκερη ζωή μέσα στον πόνο γέρασα...
Μα ολα τουτα τα θωρώ και λέγω πως περάσαν,
αυτά και άλλα ένα σωρό και που να σας διηγούμαι....
Δεν έχουν βλέπεις τελειωμό τα βάσανα τ'ανθρωπου.

Μα αυτά δεν είναι τίποτες
ομπρός εις τις λαβωματιές ετούτου δα του τόπου.
Τη δυστυχη Πατρίδα μας κοιτάζω και στεναζω, βλέπω πως εκατάντησε μετά από τόσα χρόνια...
Σκλαβώθη, λευτερώθηκε και πάλιν εις τα ίδια....
δε το μπορώ,δε το βαστώ
μας σπαραξε η διχόνοια
και πάλι μπάλα γίναμε στων ξένων τα παιχνίδια... καθώς το πήρανε γραμμή, δεν έχομεν Ομόνοια...
Δε με χωρούν οι Ουρανοί απ το βαρύ μου πόνο,
να βλέπω ετούτο το λαό το χιλιοδοξασμένο,
να τρώγεται απ τα πάθη του...
Να βολοδέρνει εδώ και εκεί ,να ζει με ξυλοκέρατα , τέκνο ξεστρατισμένο
και χρόνο με το χρόνο να λησμονεί τα λάθη του .
Που είναι ωρέ τα κότσια σας
που είναι η φρονησή σας, στο όνομα της Πίστεως και της Ελευθερίας,
εδωσαμε το αίμα μας ,
λύτρο καθεμιανού σας.
Και ποιά η ανταπόδοση ετούτης της θυσίας...;
Σας εξελόγιασε η Φραγκιά και σάλεψε ο νους σας!
Αφήσατε την Πίστη μας, την Μία ,την Αγία , και βλαστημάτε τον Θεό τον Κτίστη των απάντων,
Ω Θεέ μου ! Κάλιο αγράμματοι να είχατε ξομείνει ,παρά ετούτο το κακό των άθεων γραμμάτων !

Παιδιά μου σας παρακαλώ,
χατήρι σας ζητάω και πέφτω εις τα γόνατά, παράκληση σας κάνω,
γυρίσετε εις τον Χριστόν ,μη ζείτε στη δουλεία
Αχ να 'χα δεύτερη ζωή κι ας ήταν να ποθάνω
Πάλι θα την εξοδευα για την Ελευθερία!
Και με τα λόγια του αυτά γύρισε δακρυσμένος και την Ελλάδα Σταύρωσε απ' ακρη έως άκρη
Και έμεινα να τον κοιτώ εκστατικός, χαμένος,
ως που η ουράνια του μορφή ξεμάκρυνε και εχάθη...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου