(Από άρθρο του Φώτη Κόντογλου στην ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ – 30/4/1950)
Σαν γέμιζε κάθε πέραμα αλαργάριζε από τη στεριά και κάνανε μια παρέα με δυό τρία άλλα που πηγαίνανε στο ίδιο μέρος. Φωνές χαρούμενες, χωρατάδες. Οι καθηγητές μας καθόντανε στο πιο καλό μέρος. Σε μαξιλάρια μαλακά, ραχατλίδικα. Ως να μπαρκάρουνε ακουγόντανε ακόμη οι πετεινοί που λαλούσανε. Οι περαματατζήδες ήτανε όλοι τους γουστόζοι άνθρωποι ανοιχτόκαρδοι, γελαζούμενοι. Τραβούσανε τα κουπιά, γιατί τούτη την αυγινή ώρα η θάλασσα ήτανε γυαλί. Άλλοι μαθητάδες κουβεντιάζανε, άλλοι παίζανε όργανα.
Στον τόπο μας είχαμε πολύ έμορφα ακρογιάλια, που δε βρίσκουνται σε άλλα μέρη. Φαίνεται πως μοιάζανε με της Γιαπωνίας. Όλο μικροί κόρφοι, μπουγάζια, αμμουδιές πέτρες παράξενες κλειστές αγκάλες νησάκια μικρά, τρύπια βράχια - πράγματα παράξενα, σαν ψεύτικα. Αυτές οι ποιητικές ακρογιαλιές, φαίνεται πως βρίσκουνται σε μέρη που είχανε άλλη φορά ηφαίστεια κι αυτά κομματιάσανε τη στεριά και τη λιανίσανε και της δώσανε αυτή τη χαριτωμένη ποικιλία που δεν υπάρχει στα μέρη που ‘ναι η στεριά μονοκόμματη και μονότονη. Είχαμε Μέσα Θάλασσα κι Έξω Θάλασσα δηλ. το πέλαγο. Η Μέσα Θάλασσα ήτανε πιο όμορφη, αληθινό όνειρο . Ήτανε σφαλιχτή σα μεγάλη λιμνοθάλασσα χωρισμένη σε πιο μικρές από ένα σωρό μικρούς κάβους, που βγαίνανε δω κι εκεί και κάνανε μπουγάζια, κόρφους, αλυκές, που νόμιζες, όπως πήγαινε το καΐκι, πως άνοιγε κάθε τόσο μπροστά σου μια μαγική πόρτα κι έμπαινες σε άλλη λιμνοθάλασσα και ύστερα σ’ άλλη και σ’ άλλη – ένα πράγμα εξαίσιο.
Πριν να βγει ο ήλιος είχαμε πάρει κάμποσο δρόμο. Μέσα στο μπουγάζι ταξιδεύανε ένα σωρό βάρκες, περάματα και καΐκια μεγάλα, όλα με τα κουπιά, γεμάτα κόσμο. Από παντού άκουγες τραγούδια, γέλια κι όργανα. Τα χαμηλά βουνά, τα δέντρα, οι πέτρες του γιαλού, τα καΐκια, όλα καθρεφτιζόντανε μέσα στη θάλασσα, που ήτανε βουτημένη ακόμη στον ίσκιο και κάθε πλεούμενο σχεδίαζε κάτι απαλές ζαρωματιές απάνω στο ήσυχο νερό, κι άφηνε πίσω του μια ασημένια γραμμή μέσα στον βαθύ ίσκιο το νερού, που λες πως ήτανε από βελούδο. Αυτός ο ίσκιος αλλού ήταν πρασινωπός, αλλού καφετής, αλλού μαυρογάλαζος. Τι εμορφιά ήταν εκείνη!
Οι βαρκαρέοι ήτανε όλοι με βρακιά, σαν τους θαλασσινούς του Εικοσιένα και τραβούσανε το κουπί με ρέγουλα. Το μάτι δε χόρταινε να βλέπει.
Εδώ περνάμε σε δυο τρεις οργιές από έναν κάβο απόγκρεμνο, που είναι κανωμένος από κάτι παράξενες μαύρες πέτρες, σκεπασμένες από περικοκλάδες και από δέντρα φυτεμένο στους αρμούς τους. Όπως περνάμε κοντά από τον κάβο σκύβουμε και κοιτάζουμε έξω από την κουπαστή και ξεχωρίζουμε ολοκάθαρα τον πάτο της θάλασσας, τα φύκια, τα ψάρια που βοσκάνε και λογιών λογιών θαλασσινά κολλημένα στις μαύρες πέτρες. Αυτός ο κάβος είναι τ’ Αϊτού η Φωλιά. Αντίκρυ της στέκεται ένας άλλος βράχος, πιο χαμηλός και μονοκόμματος χωρίς πρασινάδα, τρύπιος σα καμάρα, που περνάνε οι βάρκες από μέσα, γι αυτό τον λένε Τρύπια Πέτρα. Σαν περάσει κανένας τ’ Αϊτού τη Φωλιά βλέπει άλλους κάβους, πιο μικρούς κι ανάμεσά τους μικρές αγκάλες στρωμένες με χοχλίδια, άσπρα σαν το ρύζι. Χαμόδεντρα κατεβαίνουνε ως το ακροθαλάσσι. Παραμέσα ακούγονται κουδούνια από γίδια που βοσκάνε, δίχως να φαίνονται κρυμμένα μέσα στα δέντρα. Μονάχα ο τσομπάνης φανερώνεται απάνω σ’ ένα βράχο και φωνάζει «Ώρα καλή».
Εδώ περνάμε σε δυο τρεις οργιές από έναν κάβο απόγκρεμνο, που είναι κανωμένος από κάτι παράξενες μαύρες πέτρες, σκεπασμένες από περικοκλάδες και από δέντρα φυτεμένο στους αρμούς τους. Όπως περνάμε κοντά από τον κάβο σκύβουμε και κοιτάζουμε έξω από την κουπαστή και ξεχωρίζουμε ολοκάθαρα τον πάτο της θάλασσας, τα φύκια, τα ψάρια που βοσκάνε και λογιών λογιών θαλασσινά κολλημένα στις μαύρες πέτρες. Αυτός ο κάβος είναι τ’ Αϊτού η Φωλιά. Αντίκρυ της στέκεται ένας άλλος βράχος, πιο χαμηλός και μονοκόμματος χωρίς πρασινάδα, τρύπιος σα καμάρα, που περνάνε οι βάρκες από μέσα, γι αυτό τον λένε Τρύπια Πέτρα. Σαν περάσει κανένας τ’ Αϊτού τη Φωλιά βλέπει άλλους κάβους, πιο μικρούς κι ανάμεσά τους μικρές αγκάλες στρωμένες με χοχλίδια, άσπρα σαν το ρύζι. Χαμόδεντρα κατεβαίνουνε ως το ακροθαλάσσι. Παραμέσα ακούγονται κουδούνια από γίδια που βοσκάνε, δίχως να φαίνονται κρυμμένα μέσα στα δέντρα. Μονάχα ο τσομπάνης φανερώνεται απάνω σ’ ένα βράχο και φωνάζει «Ώρα καλή».
Από πάνω ξεπροβάλλει σιγά σιγά ένα βουνό βαρύ και σπανό, το Χοντρόβουνο. Δυο τρία όρνια κάνουνε βόλτες απάνω από την κορυφή που αγναντεύει την Έξω Θάλασσα.
Περνάμε πάλι κοντά από έναν άλλο βράχο, που είναι ίδιος με καράβι. Από πάνω του στέκεται ένα βουνό με δυο βράχια μυτερά. Το λένε του Λαγού τ’ Αυτιά Παραπίσω φαίνεται ένα άλλο βουνό, που έχει στην κορυφή ένα πλάτωμα και το λένε του Δαιμόνου η Τράπεζα. Αντίκρυ τους στέκεται ένα βουνό με έναν βράχο θεόρατο και πολύ παράξενον κι απάνω του είναι χτισμένο το μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής. Θαρρείς πως βλέπεις κανένα μοναστήρι του Θιβέτ. Τι να πρωτοδεί κανένας. Ξαπλωμένος στην πρύμη χαίρεται μ’ αυτά που βλέπει και νοιώθει πως είναι μακάριος.
Ως που να φτάξουμε στο μέρος που θα περάσουμε τη μέρα της Πρωτομαγιάς ο ήλιος ψηλώνει δυο τρεις οργιές. Βγαίνουμε έξω χαρούμενοι και σκορπάμε παρέες παρέες κάτω από τα δέντρα. Η βρύση τρέχει δροσερό νερό. Παραπέρα βρίσκουνται έμορφα περιβόλια. Πολλοί θαλασσώνουνε για να βγάλουνε μύδια και καλόγνωμες. Άλλοι κολυμπάνε, άλλοι ψήνουνε καφέδες.
Στο μεταξύ οι περαματατζήδες κουβαλάνε έξω τα στρωσίδια, τα μαξιλάρια, τις καλαθιέρες με τα φαγιά. Ο γερο Νικολός ο Ραθούνας, ο χοντρός ο Γιωργάδας, ο Στέλιος ο Λιβανής, κάνουν κι αυτοί σα να ναι παιδιά.
«Όξω έγνοιες. όξω σκοτούρες!
Ο μπάρμπα Μπάρδακας, που ναι και λόγιος λέγει χαμογελαστός :
«Το καλιώτερον πράγμα είναι η ησυχία»! και ξαπλώνει πάνω σε μια κουβέρτα για να «ρεμβάσει».
Περνούσαμε λοιπόν μια Πρωτομαγιά σα να ‘μασταν στον Παράδεισο. Ό,τι βλέπαμε η αγνή φαντασία μας το ταίριαζε με τον Ροβινσώνα, με τα νησιά και με τις θάλασσες που μιλά στα βιβλία του ο Ιούλιος Βέρν…
«Εξηπλωμένοι υπό την σκιάν των αιωνοβίων εκείνων δένδρων συνωμίλουν ο Έμερυ με τον Μακνούμ» …«ο Θαυμάσιος Ορενόκος» … «Η Μυστηριώδης νήσος». Μια παρέα πιο ρομαντικοί ήτανε χωμένοι στα πυκνά δέντρα κι ακουγόντανε από μακριά που τραγουδούσανε.
Βασιλεύοντας ο ήλιος μπαίναμε στα περάματα για να γυρίσουμε στην πολιτεία. Από τα απομεσήμερο είχε καλάρει ο μπάτης κι η θάλασσα άφριζε γλυκά. Κάναμε πανιά και μας κατέβαζε πρύμα. Οι ακρογιαλιές περνούσανε γλήγορα από μπροστά μας και βλέπαμε τα κύματα να τραβάνε κατά τη στεριά και να αφρίζουνε απάνω στον άμμο και στις πέτρες. Τα δέντρα σαλεύανε σα να μας χαιρετούσανε και να μας λέγανε …
«Έχετε γεια. Και του χρόνου»!
Τι αγνή που ήτανε η ζωή μας. Τι ευγενικά αισθήματα που είχαμε στην καρδιά μας.
Η φωτογραφία είναι η Μέσα Θάλασσα και τα δύο βουνά: του Λαγού τ' Αυτιά (αριστερά) και του Δαιμόνου η Τράπεζα (δεξιά), έτσι όπως φαίνονται σήμερα, μέσα από τα ερείπια της Αγίας Παρασκευής, του υποστατικού του Κόντογλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου