Σὲ ψήλωμα, σὲ περιγιάλι,
Τῆς τό λεγε κι᾿ ὅταν χωρίζουνταν
Κι ὅταν ξανάσμιγαν καὶ πάλι.
Τῆς τό λεγε καταμεσήμερα
Κοντὰ στὴν κρύα ἀπόσκια βρύση,
Τῆς τό λεγε τὸ βράδυ σύθαμπα
Κάτω ἀπ' το μαῦρο κυπαρίσσι.
Τῆς τό λεγε κ᾿ ἐκεῖ, ποὺ κάπνιζε
Λιβάνι κ᾿ ἔφεγγε καντήλι,
Τῆς τό λεγε καὶ μὲ τὸ εὐώδιασμα
Τῆς Ἀγίας Κοινωνιᾶς στὰ χείλη.
Μὰ κάποια μέρα μόνος ἔμεινε
Στὸν κόσμο. Ἐκείνη, πεθαμένη,
Δὲν τὸν ἀκούει. Τίνος θὰ τό λεγε;
Στὸ νιόσκαφτο τάφο πηγαίνει.
Καί, γονατίζοντας καὶ γέρνοντας
Στοῦ ὀνείρου της τὴ θεία γαλήνη,
Τῆς τὸ εἶπε ἐκεῖ, καθὼς τῆς τό λέγε
Παντοῦ καὶ πάντοτε. Κ᾽ ἐκείνη;...
Κάθε φορά, ποὺ τὸ ἄκουε, δάκριζε,
Καὶ πεθαμένη δὲν ἀλλάζει.
Τὸ ἄκουσε τώρα κι᾿ ἀπ᾿ τὸ δάκρυ της
Τὸ χῶμα της δροσοσταλάζει.
Γεώργιος Δροσίνης, Είπε, 1932
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου