Πέμπτη 20 Ιουλίου 2023

Η Φ Ω Λ Ι Α


  Ο Χάττο ο ερημίτης, ολόρθος εκεί στην ερημιά έκανε την προσευχή του. Μεγάλη κακοκαιρία, και τα μακριά του γένια και τα μπερδεμένα μαλλιά του ανέμιζαν γύρω του σαν τ’ ανεμοδαρμένα ξερόχορτα πάνω στα χαλάσματα. Και δεν άπλωνε τα χέρια να τα παραμερίσει από τα μάτια του, ούτε να περάσει την γενειάδα του μέσα από το λουρί που έζωνε τη μέση του, γιατί τα χέρια του ήταν σηκωμένα στον ουρανό. Τα είχε από το ξημέρωμα σηκώσει τα’ άσαρκα και μαλλιαρά του μπράτσα προς το Θεό ακούραστος, καρτερικός σα δέντρο που τεντώνει τα κλαδιά του σκόπευε να σταθεί ασάλευτος ως το βράδυ. Είχε πολλά να ικετέψει το Θεό.
Ο ερημίτης ήταν ένας άνθρωπος που είχε γνωρίσει στο πετσί του όλη την κακία του κόσμου. Κι ο ίδιος είχε βασανίσει και αδικήσει, το ήξερε. Μα είχε κι ο ίδιος τραβήξει πολλά από τους άλλους, και πολύ περισσότερα από όσα μπορούσε να βαστάξει η καρδιά του. Αυτός ήταν ο λόγος, που αποτραβήχτηκε στην ερημιά, έσκαψε μια σπηλιά στην ακροποταμιά κι έγινε αυτός που ακούγονται οι προσευχές του, καθώς πίστευαν οι χωρικοί.

  Ο Χάττο λοιπόν ο ερημίτης στεκόταν τώρα εκεί ακριβώς στην ακροποταμιά, έξω από τη σπηλίτσα του κι έλεγε την πιο μεγάλη προσευχή της ζωής του. Παρακαλούσε το Θεό να επιτρέψει να έρθει μια ώρα αρχύτερα η μέρα της κρίσης πάνω σε τούτον τον αμαρτωλό κόσμο και καλούσε τους αγγέλους να κατέβουν να σαλπίσουν με τις σάλπιγγες της Δευτέρας Παρουσίας το τέλος του άνομου κόσμου, το τέλος της αμαρτίας. Καλούσε τα κύματα των αιμάτων να έρθουν να πνίξουν τους άδικους. Κι ευχόταν να πέσει πανούκλα να γεμίσει τα νεκροταφεία.

Τριγύρω του απλωνόταν ένα ατέλειωτο ξερολίβαδο. Μόνο λίγο πιο πέρα, στην άκρη του ποταμού υψωνόταν μια γέρικη μικρούλα ιτιά, που ο κορμός της πάνω- πάνω σχημάτιζε ένα μεγάλο στρογγυλωπό ρόζο σαν κεφάλι. Από κει ξεπετάγονταν κάμποσες τουφίτσες καινούργια, φρεσκοπρασινισμένα κλαδιά. Κάθε Φθινόπωρο την πετσόκοβαν οι περάτες που τόσο δύσκολα έβρισκαν ξύλα για φωτιά στον κατάξερο εκείνο τόπο. Κάθε Άνοιξη όμως το δέντρο πετούσε νέα γερά βλαστάρια, και τα έβλεπες ν’ ανεμοδέρνονται τις μέρες, που ο καιρός αγρίευε, γύρω στο γέρικο κορμό, όπως ανεμοδέρνονταν τα μαλλιά του Χάττο του ερημίτη και τα γένια γύρω από το κεφάλι του.

Ένα ζευγαράκι σουσουράδες που έρχονταν πάντα και φώλιαζαν στην κορυφή του κορμού, ανάμεσα στα καινούργια βλασταράκια, άρχισαν εκείνη την ημέρα ακριβώς να χτίζουν τη φωλιά τους όπου θα τοποθετούσαν τα αυγά τους. Μέσα όμως στον παραδαρμό των κλαδιών δεν μπορούσαν να εργαστούν τα πουλάκια ούτε στιγμή. Έρχονταν με κομματάκια από καλαμιά, με ξερόχορτα και ριζούλες, προσπαθούσαν να τα χτίσουν μα ο αέρας τα έπαιρνε μόλις εκείνα τα’ άφηναν κι αναφτερούσαν. Άξαφνα το μάτι τους πήρε το γέρο Χάττο που φώναζε να γίνει η ανεμική εφτά φορές πιο δυνατή και άγρια, για να σαρώσει όλες τις φωλιές των μικρών πουλιών και των αετών.

 Ένας άνθρωπος σημερινός δε θα μπορούσε και πολύ εύκολα να βάλει με το νου του, πόσο αποστεγνωμένος κι άσαρκος και ροζιασμένος, μαύρος κι άραχλος μπορούσε να είναι ένας τέτοιος ερημίτης και πόσο λίγο έμοιαζε με άνθρωπο. Το πετσί του είχε τεντωθεί και κολλήσει πάνω στο μέτωπό του και στα μήλα του προσώπου του έτσι που το κεφάλι του έδειχνε περισσότερο με κρανίο πεθαμένου και μόνο η λίγη λάμψη που έβγαινε βαθιά από τις κόγχες των ματιών του έδειχναν πως ήταν κεφάλι ζωντανού. Σάρκα δεν υπήρχε στα μέλη του και τα τεντωμένα προς τα πάνω χέρια του έμοιαζαν με καλαμοκόκκαλα ντυμένα με μαραμένο και ζαρωμένο δέρμα. Σα δέντρο δίπλα στα δέντρα ήταν. Φορούσε ένα κατάμαυρο, στενό παλιό τρίχινο σάκο κι ήταν μαυροκόκκινος απ’ το λιοπύρι και λερός από τη λάσπη και τη σκόνη. Μόνο τα μαλλιά του είχαν ανοιχτότερο χρώμα. Ο ήλιος και η βροχή τα είχαν καταντήσει σταχτοπράσινα σαν τη κάτω μεριά των φύλλων. Τα πουλάκια πολύ φυσικά τον πήραν για μια δεύτερη γέρικη ιτιά που το τσεκούρι την είχε εμποδίσει να πάρει το ύψος της.

  Άρχισαν λοιπόν να φτερακίζουν κόβοντας κύκλους γύρω του. Έφευγαν κι έρχονταν πάλι. Τον κοίταζαν από κοντά κι από μακριά. Υπολόγιζαν αν ήταν η θέση ασφαλισμένη από τα’ άγρια πουλιά και από τις ανεμικές, και δεν το ’βρισκαν και τόσο του γούστου τους. Στο τέλος όμως τ’ αποφάσισαν, γιατί ήταν στο ποτάμι κοντά και στην καλαμιά που τους χρειαζόταν για το χτίσιμο της φωλιάς. Κι έτσι, το ένα από τα πουλάκια πέταξε με ορμή και στάθηκε μέσα στην παλάμη του τεντωμένου χεριού κι έβαλε το πρώτο αχυρένιο θεμέλιο. Η μπόρα είχε κοντοσταθεί κι έτσι δεν σαρώθηκε αμέσως το χορταράκι. Ο ερημίτης όμως συνέχιζε τις προσευχές του χωρίς ανασαμό.
 «Γρήγορα Κύριε. Να προφθάσει η οργή σου να ξεκάνει τον κόσμο τούτο της ανομίας, για να μη μπορέσουν οι άνθρωποι να σωριάσουν πάνω στο κεφάλι τους κι άλλα κρίματα που έκαναν ως τώρα. Γλίτωσε Κύριε τους αγέννητους να μη σώσουν να έρθουν στη ζωή, διότι για τους γεννημένους δεν υπάρχει σωτηρία.»

Μια μικρή ανάπαυλα του βοριά ήταν μόνο. Πάλι αγρίεψε και πέταξε τη ριζούλα μακριά από την παλάμη του γέρου. Τα πουλάκια όμως ξαναγύρισαν, πάλι και πάλι, επίμονα κι αυτά όσο ο άνεμος. Έπρεπε να φτιάσουν το σπίτι τους. Προσπαθούσαν να στεριώσουν τα χορταράκια ανάμεσα στα δάχτυλα των σηκωμένων χεριών, όταν έξαφνα ένα σκεβρό, λερωμένο μεγάλο δάχτυλο έπιασε τα κομματάκια της καλαμιάς και τα κράτησαν στερεά και τέσσερα άλλα δάκτυλα έγειραν κι έφτιασαν κάτι σα θόλο από πάνω κι έτσι φύλαξε τη φωλιά από τον αγέρα. Ο ερημίτης συνέχιζε ωστόσο τις προσευχές του:
-Κύριε που είναι τα κόκκινα σύννεφα που έκαψαν τα Σόδομα και τα Γόμορρα; Πότε θ’ ανοίξεις πάλι τις πηγές τ’ ουρανού, εκείνες που ανέβασαν την Κιβωτό πάνω στην κορυφή του Αραράτ; Η άβυσσος της υπομονής Σου δεν ξεχείλισε ακόμα και δεν σώθηκαν οι πηγές του ελέους Σου; Κύριε, πότε επιτέλους θα σκιστούν οι ουρανοί Σου και θα φτάσει η οργή Σου ως εδώ κάτω;

Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο άρχισε ο Χάττο να βλέπει οράματα πυρετικά της ημέρας της Κρίσης. Η γη άνοιγε και οι ουρανοί καίγονταν. Και οι κόκκινες αναλαμπές φώτιζαν μαύρα σύννεφα τρομαγμένων πουλιών, κι απάνω στη γη απλωνόταν το ποδοχτύπημα και το μουγκρητό από ατέλειωτα κοπάδια ζώων που ένοιωθαν να τα κυνηγάει ο εξολοθρευτής. Την ίδια στιγμή όμως της αιχμαλωσίας της ψυχής του από τα πύρινα αυτά οράματα, άρχισε άθελά του να παρακολουθεί με το βλέμμα τα πουλάκια, που με γρηγοράδα αστραπής πήγαιναν κι έρχονταν κουβαλώντας αχυράκια και ξυλάκια για τη φωλιά τους μ’ ένα χαρούμενο μικροκελάιδισμα. Ο γέρος ούτε που συλλογίστηκε να κουνηθεί. Είχε βάλει κανόνα στον εαυτό του να προσευχηθεί ασάλευτος με υψωμένα τα χέρια όλη τη μέρα, για να αναγκάσει τον Κύριο να εισακούσει την προσευχή του. Κι όσο πιο πολύ κουραζόταν το γερασμένο του κορμί, τόσο και πιο ζωντανά οράματα ξεχείλιζαν το μυαλό του. Έβλεπε τα τείχη των πόλεων να σωριάζονται στο χώμα και τρομαγμένα ανθρώπινα κοπάδια να τρέχουν με ξεφωνητά τρόμου, σαν αλλοπαρμένα μπροστά του, κυνηγημένα από τους αγγέλους της εκδίκησης και της καταστροφής. Τους έβλεπε ψηλούς και με ωραία, αυστηρά πρόσωπα, με ασημένιες αρματωσιές, καβάλα σε μαύρα άτια, κρατώντας και στριφογυρίζοντας στα χέρια τους φραγγέλια πλεγμένα από αστραπές.

Οι σουσουραδίτσες έχτιζαν μαστορικά όλη την ημέρα ακούραστα, κι η δουλειά προχωρούσε σταθερά. Σ’ εκείνη την απέραντη ερημιά με την ξεραμένη καλαμιά, κοντά στο ποτάμι με τη λάσπη του, το οικοδομικό υλικό ήταν άφθονο. Δεν είχαν καιρό να ξεκουραστούν το μεσημέρι, ούτε να σταθούν το σούρουπο. Ξαναμμένες από τον ενθουσιασμό και την ευχαρίστηση πηγαινοέρχονταν και πριν καλοβραδιάσει είχαν φτάσει κι όλας στη σκεπή.

Όσο όμως ζύγωνε η νύχτα, τόσο συχνότερα κάρφωνε ο ερημίτης το βλέμμα πάνω τους. Παρακολουθούσε τα δυο πουλάκια στα ατέλειωτα μικροταξιδάκια τους, τα μάλωνε κάθε φορά που έκαναν κάποια κουταμάρα και ύστερα θύμωνε με τον άνεμο όταν αυτός χαλούσε ό,τι έφτιανα. Δεν μπορούσε πάντως να τα βλέπει να σταματούν τη δουλειά για κανένα λόγο. Τέλος, ο ήλιος βασίλεψε και οι σουσουραδίτσες πήγαν να κουρνιάσουν στη συνηθισμένη τους θέση μέσα στις καλαμιές.

Εκείνος που διαβαίνει το απόβραδο τέτοια ξερολίβαδα, αν χαμηλώσει τη ματιά του ίσαμε την καλαμιά θα δει ένα παράξενο θέαμα να ζωγραφίζεται πάνω στη θαμπόφωτη δύση. Κουκουβάγιες με μεγάλες, στρογγυλεμένες φτερούγες κυνηγάνε, αόρατες σε όποιον στέκει ολόρθος. Φίδια φαρμακερά σέρνονται γοργά με ορθωμένα τα μικρά κεφάλια τους. Βαριές χελώνες αργοπερπατούν, λαγοί και λελέκια φεύγουν κυνηγημένα από τα’ αγρίμια κι η αλεπού πηδάει να πιάσει τη νυχτερίδα, που κυνηγάει με τη σειρά της τα κουνούπια πετώντας ξυστά πάνω από την επιφάνεια του νερού. Λες και κάθε τουφίτσα παίρνει ζωή. Και μέσα σε όλη αυτή τη νυχτερινή ζωή τα μικρόπουλα κοιμούνται βαθιά πάνω στα κουνιστά φυλλοκάλαμα, ασφαλισμένα από κάθε κακό. Ποιος εχθρός να πλατσουλίσει στο νερό για να τα πλησιάσει; Κι από τον αέρα αν ζυγώσει, θα κουνήσει τα φύλλα κι ευθύς θα τα ξυπνήσει.

Σαν ξημέρωσε και ξύπνησαν οι σουσουραδίτσες, θαρρούσαν πως τα χθεσινά περιστατικά ήταν ένα ωραίο όνειρο. Το βλέμμα τους σημάδεψε τη στεριά και πέταξαν ίσια για τη φωλιά τους, μα δεν τη βρήκαν. Άρχισαν να φτερουγίζουν πάνω από το λιβάδι αναζητώντας την. Ανέβαιναν ψηλά για να δουν καλύτερα, κι έπειτα κατέβαιναν. Τίποτα δεν φαινόταν, ούτε δέντρο ούτε φωλιά. Στο τέλος κάθισαν σε δυο πετρίτσες στην ακροποταμιά απορημένες. Γύριζαν από δω κι από κει τα κεφαλάκια τους και κουνούσαν τις ουρίτσες τους. Τι να έγινε άραγε το δέντρο κι η φωλιά τους;

Μα ούτε μια οργιά δεν είχε ανέβει ο ήλιος κι από την άλλη ‘όχθη φάνηκε να έρχεται αργά. Τι περίεργο να περπατά ένα δέντρο! Πήγε και στάθηκε λοιπόν στην ίδια θέση όπως χθες. Ήταν το ίδιο, μαύρο και ροζιασμένο και είχε και τη φωλιά ψηλά σε κάτι, που θα ήταν σίγουρα ένα ξερό, ολόρθο κλαρί. Φτερούγισαν ευθύς οι σουσουράδες και βάλθηκαν να τελειώσουν το χτίσιμο χωρίς να πονοκεφαλάνε, για τα θαύματα που γίνονται σ’ αυτό τον κόσμο.

Ο Χάττο ο ερημίτης που έδιωχνε τα παιδιά μακριά από τη σπηλιά του λέγοντας, πως θα ήταν καλύτερα να μην είχαν γεννηθεί, αυτός που χυνόταν έξω από την τρύπα του για ν’ αρχίσει στις κατάρες τους χαρούμενους ανθρώπους, που ανέβαιναν με τις βάρκες τους το ποτάμι, αυτός που από το κακό του μάτι φύλαγαν οι τσοπάνηδες τα πράγματά τους, δεν γύρισε στην προτερινή του θέση εξ αιτίας των πουλιών. Επειδή ήξερε καλά πως όχι μόνο κάθε γράμμα στα ιερά βιβλία είχε την μυστική του σημασία, αλλά και κάθε τι που ο Θεός αφήνει να γίνει σ’ αυτό τον κόσμο. Γι’ αυτό και τώρα είχε καταλάβει το νόημα κι αυτού του γεγονότος: Να πάνε δυο σουσουράδες να φωλιάσουν μέσα στη χούφτα του. Ήταν, πίστευε, θέλημα Θεού να σταθεί έτσι στην ίδια θέση κάνοντας την προσευχή του με υψωμένα στον ουρανό τα χέρια, ώσπου τα πουλιά ν’ αναστήσουν τα μικρά τους. Κι αν το κατόρθωνε, τότε ο Θεός θ’ άκουγε την ικεσία του. Περίεργο όμως, όλο και λιγόστευαν τώρα τα οράματα της ημέρας της Κρίσης. Αντί γι’ αυτά η ματιά του πρόσεχε όλο και με μεγαλύτερη έννοια τα πουλάκια στη δουλειά τους. Είδε τους μικρούς αρχιτέκτονες ν’ αποτελειώνουν τη φωλιά και να χαμηλοπετούν τριγύρω της για να τη δουν καλά. Έπειτα άρχισαν να φέρνουν κλαδάκια από την ιτιά και να τα κολλούν εξωτερικά, λες και τη σοβάτιζαν και την ομόρφαιναν. Έψαχναν ακόμα κι έβρισκαν το πιο απαλό ξαθοβάμβακο να στρώσουν από μέσα πριν η θηλυκιά μαδήσει στο τέλος πούπουλα από το στήθος της. Έτσι επιπλώθηκε και νοικοκυρεύτηκε το σπίτι!
Στα βαλτονέρια φυτρώνει ένα είδος ψαθί που το λουλούδι του μετασχηματίζεται σ’ ένα μεγάλο στρογγυλό ξυλώδη καρπό. Αυτός όταν ωριμάσει τελείως βγάζει ένα χνούδι σα μπαμπάκι που το λένε βάλσαμο. Οι δικοί μας χωρικοί το φύλαγαν παλιά και το έβαζαν όταν κόβονταν.

Οι χωρικοί φοβούνταν τη δύναμη, που μπορεί να είχαν οι προσευχές του ερημίτη και του πήγαιναν ταχτικά ψωμί και γάλα, για να ημερώσουν την οργή του. Ήρθαν λοιπόν και τώρα για τον ίδιο λόγο και τον βρήκαν ολόρθο κι ασάλευτο με τη φωλιά στο υψωμένο χέρι του.
-Για δείτε ο άγιος άνθρωπος, πως τα’ αγαπάει τα πουλάκια!

Είπαν μεταξύ τους θαυμάζοντας. Και πήραν θάρρος και δεν τον φοβούνταν πια. Πλησίασαν κοντά του, σήκωσαν το κανάτι και του έδωσαν να πιει γάλα, και του έβαλαν μπουκιές ψωμί στο στόμα, για να μην κουνήσει το χέρι με τη φωλιά. Εκείνος πάλι, μόλις έφαγε και ήπιε τους έδιωξε με πικρά λόγια. Αυτοί όμως τώρα δεν πίστευαν την κακία του, και γελούσαν όταν τους καταριόταν.

Το κορμί του είχε γίνει από καιρό ένας ταπεινός δούλος της θέλησής του. Με νηστεία, με ατέλειωτες μετάνοιες, με αγρυπνίες, το είχε συνηθίσει να υπακούει. Κι έτσι τώρα, ξεροί σα σίδερο οι μυς του κρατούσαν υψωμένα τα χέρια του κι αλύγιστα μέρες, και βδομάδες ολόκληρες. Όταν η θηλυκιά σουσουραδίτσα άρχισε να κλωσάει τ’ αυγά της και δεν έβγαινε καθόλου από τη φωλιά, δεν πήγαινε κι εκείνος καθόλου, ούτε τη νύχτα στη σπηλιά του. Έμαθε να τον παίρνει λίγο καθιστός με υψωμένα τα χέρια. Ανάμεσα στους άλλους ερημίτες ήταν πολλοί που είχαν κατορθώσει και δυσκολότερα πράγματα.

Τα είχε πια συνηθίσει τα δυο ανήσυχα μικρά ματάκια που τον κοιτούσαν από την άκρη της φωλίτσας. Και είχε το νου του να τα φυλάει από χαλάζια κι ανεμόβροχα, και τα νοιαζόταν όσο καλύτερα μπορούσε. Κάποια μέρα η θηλυκιά άφησε το κλώσσημα. Και τα δυο μαζί κάθισαν στην άκρη της φωλίτσας και φλυαρούσαν μεταξύ τους, κουνούσαν τις ουρές τους και ήταν καταχαρούμενα. Μα και ολόκληρη η φωλιά λες και ξεχείλιζε από ζωή. Και σε λίγο άρχισε το πιο άγριο κουνουποκυνηγητό. Ένα, ένα κουνούπι το έπιαναν και το έφερναν στη φωλιά. Και τότε το ξεφωνητό δυνάμωνε. Ο θεοφοβούμενος άνθρωπος εμποδιζόταν στις προσευχές του από τις φωνές των πεινασμένων νεοσσών. Σιγά, σιγά μια μέρα κατέβασε το χέρι του που είχε σχεδόν σκεβρώσει ολότελα και κάρφωσε τα μικρά πύρινα μάτια του με περιέργεια στη φωλιά. Ποτέ του δεν είχε αντικρίσει τέτοια ασχήμια. Μικρά, γυμνά κορμάκια. Που και που κανένα πούπουλο κι έξι ορθάνοιχτα στόματα να περιμένουν! Στην αρχή παραξενεύτηκε. Μα έπειτα, ακόμα κι έτσι κακομοίρικα που ήταν του άρεσαν. Τους γονιούς τους δεν τους είχε ποτέ εξαιρέσει από την μεγάλη καταστροφή που παρακαλούσε το Θεό να ρίξει στο κόσμο. Από εκείνη όμως τη μέρα κάθε φορά που έκραζε στον Κύριο να σώσει τον κόσμο με την καταστροφή του, έκανε μέσα του μια εξαίρεση γι’ αυτά τα έξι μικρά ανυπεράσπιστα πλασματάκια.

Τώρα, όταν οι χωρικές του πήγαιναν φαΐ, δεν τις καταριόταν, δεν τις έστελνε στην οργή του Θεού αντί για ευχαριστώ. Κι επειδή ένοιωθε απαραίτητος για τα μικρούλια που φώλιαζαν στο τεντωμένο του χέρι, ήταν ευχαριστημένος που δεν τον άφηναν να ψοφήσει από την πείνα.
Δεν πέρασαν και πολλές μέρες και φάνηκαν έξι στρογγυλά κεφαλάκια, που τέντωναν όλη μέρα το λαιμουδάκι τους έξω από τη φωλιά. Όλο και πιο συχνά κατέβαινε το χέρι του Χάττο μπρος τα μάτια του και παρακολουθούσε τα φτεράκια που φύτρωναν και μεγάλωναν στο κόκκινο δέρμα τους, και τα ματάκια τους ν’ ανοίγουν, και το κορμάκι τους να στρογγυλεύει. Όλο κι ομόρφαιναν ευτυχισμένοι κληρονόμοι της ομορφιάς που ο Δημιουργός χάρισε σ’ όλα του τα δημιουργήματα, και στα πιο μικρά.

Τούτο τον καιρό οι προσευχές για την καταστροφή του κόσμου ανέβαιναν με αμφιβολία στα χείλη του γέρο ερημίτη. Θαρρούσε πως του το είχε υποσχεθεί κιόλας ο Θεός ν’ ακούσει την παράκλησή του, μόλις τα ξεπεταρούδια θα μπορούσαν να πετάξουν. Και τώρα καθόταν συλλογισμένος σα να γύρευε ν’ αλλάξει τούτη τη θεϊκή απόφαση, γιατί τούτα τα πλασματάκια που αυτός είχε μεγαλώσει και φυλάξει, δεν μπορούσε να τα θυσιάσει. Πριν που δεν είχε τίποτα δικό του που να το πονάει, ήταν άλλο πράμα. Η αγάπη γι’ αυτά τα μικρά κι απροστάτευτα, η αγάπη και η τρυφερότητα που κάθε μικρό παιδί μαθαίνει στους μεγάλους κι επικίνδυνους ανθρώπους, τον κυρίεψε και γέννησε στην ψυχή του την αμφιβολία για τον τρόπο που έβλεπε τον κόσμο.

Του ερχόταν κάποιες στιγμές να πετάξει ολόκληρη τη φωλιά στο ποτάμι, καθώς συλλογιζόταν πως ήταν καλό για κάθε ζωντανό να πεθαίνει δίχως κρίματα και καημούς. Δε θα γλίτωνε έτσι τα μικρά από τ’ άγρια ζώα, το κρύο και την πείνα και κάθε συμφορά της ζωής; Και καθώς αναρωτιόταν, χύθηκε ένα γεράκι ν’ αρπάξει τα μικρά απ’ τη φωλιά. Πρόφθασε όμως ο Χάττο με τα’ άλλο του χέρι κι έφερε τον παλικαρά δυο, τρεις βόλτες και τον εκσφενδόνισε στο ποτάμι με όλη του τη δύναμη.

Ήρθε κι η μέρα που τα μικρά ήταν έτοιμα να πετάξουν. Η μια σουσουραδίτσα έσπρωχνε τα πουλάκια μέσα από τη φωλιά και η άλλη απ’ έξω φτερούγιζε και καλούσε δείχνοντας πόσο εύκολο είναι να πετάς φτάνει να τολμήσεις. Κι επειδή τα μικρά φοβισμένα δεν τολμούσαν, οι δυο γονείς άρχισαν να κάνουν τα πιο όμορφα παιχνιδίσματα της πετούμενης τέχνης τους. Χτυπώντας δυνατά τις φτερούγες τους πετούσαν ολόισια κι έπειτα σταματούσαν και ζυγιάζονταν ψηλά, κι εκεί στέκονταν στο ίδιο σημείο παίζοντας πάλι δυνατά τα φτερά τους. Τα μικρά παρόλ’ αυτά κάθονταν πεισματικά μέσα στη φωλιά. Τότε δεν κρατήθηκε πια ο Χάττο να μην ανακατευτεί στην υπόθεση. Έδωσε μια μικρή σπρωξιά στο καθένα με το δάκτυλο κι έγινε ό,τι έπρεπε να γίνει. Βρέθηκαν στο κενό κι άρχισαν αμέσως να φτεροκοπούν χωρίς σταθερότητα κι ασφάλεια, χτυπώντας τον αγέρα σα νυχτερίδες. Κατέβαιναν κι ανέβαιναν, τέλος κατάλαβαν την τέχνη του πετάγματος και την χρησιμοποίησαν ευθύς για να γυρίσουν στη φωλιά! Γύρισαν κι οι γονείς τους και περήφανοι πανηγύρισαν με κελαϊδισμούς. Κι ο γέρο Χάττο χαμογέλασε. Αυτός είχε ξεκαθαρίσει την υπόθεση!

Τα πράγματα είχαν αλλάξει τώρα στην ψυχή του ερημίτη. Άρχισε να αναρωτιέται μονάχος του, μήπως έβρισκε κανένα τρόπο να αλλάξει τη βουλή του Κυρίου για την καταστροφή του κόσμου. Γυρίζοντας τα γεγονότα στο μυαλό του στοχάστηκε, πως ίσως ο Θεός Πατέρας να κρατούσε τούτη τη γη στο δεξί Του χέρι σα μια μεγάλη φωλιά, και ίσως να ένοιωθε κι Εκείνος αγάπη για όσους δουλεύουν και χτίζουν πάνω της. Και ίσως να ψυχοπονούσε για όλα τ’ απροστάτευτα παιδιά της γης. Ο Θεός Πατέρας, που του είχε υποσχεθεί να τους ξεκάνει, ίσως τους ψυχοπόνεσε κι άλλαξε γνώμη, όπως ακριβώς ψυχοπόνεσε και ο γέρο-ξωτάρης τα φτωχά μικρόπουλα.

Η αλήθεια είναι ότι τα πουλάκια του ερημίτη ήταν πολύ καλύτερα από τους ανθρώπους. Ο γέρος όμως αισθανόταν μέσα του πως ο Θεός Πατέρας είχε ακόμη καρδιά για τους ανθρώπους.

Την άλλη μέρα η φωλιά είχε απομείνει άδεια. Κι η μοναξιά βάρυνε τον ερημίτη. Αργά σωριάστηκε το χέρι του στο πλάι και φάνηκε σα να κρατούσε η πλάση την ανάσα της και να στυλώνει τ’ αυτί της για ν’ ακούσει το σάλπισμα τη Κρίσης. Τότε ξαφνικά γύρισαν όλες μαζί οι σουσουράδες και κάθισαν στο κεφάλι και στους ώμους του, γιατί δεν τον φοβούνταν καθόλου. Και τότε πέρασε μια αχτίδα φωτός και φώτισε το παραστρατημένο μυαλό του γέρο-Χάττο. Δεν το πραγματοποίησε το τάμα του, να μην κατεβάσει τα χέρια του, ωσότου καταστρέψει ο Θεός τον κόσμο. Τα κατέβασε και τα κατέβαζε κάθε μέρα για να βλέπει τα πουλάκια.

Κι όπως συλλογιζόταν ολόρθος με τα έξι ξεπεταρούδια να φτεροκοπούν και να κελαηδούν παίζοντας γύρω του, κούνησε το άγριο κεφάλι του μ’ ευχαρίστηση σε κάποιον που ήταν αόρατος και είπε:
 «Πάλι ξέφυγες. Δεν κράτησα τον λόγο μου, κι έτσι δεν είσαι και Συ υποχρεωμένος να κρατήσεις τον δικό Σου». Και του φάνηκε τότε, σα να έπαψαν να σειούνται οι βράχοι, και σαν ο ποταμός να ξαπλώθηκε κι αυτός να ξαποστάσει, όπως τον βόλευε καλύτερα μέσα στην κοίτη του

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου