Κωνσταντίνος Δαβάκης
Ὁ πολέμαρχος μέ τή μεγάλη καρδιά. Ἡ στρατιωτική φυσιογνωμία μέ τά ὑπέροχα ψυχικά καί πνευματικά προσόντα, πού χάρισε στήν Ἑλλάδα νίκη μέ παγκόσμιο ἀντίκτυπο κι ἔκανε τήν παγκόσμια κοινότητα νά μιλάει μέ τιμή καί σεβασμό γιά τήν Ἑλλάδα.
Ὁ συνταγματάρχης Δαβάκης εἶναι ἐκεῖνος πού συνέθεσε τήν ἐποποιΐα τῆς Πίνδου. Ἐμπνεύστηκε καί σχεδίασε τόν ἑλιγμό τῆς ἀντεπίθεσης, ἐκτέλεσε αὐτοπροσώπως τίς μάχες της, πότισε μέ τό αἷμα του τό τιμημένο βουνό καί δόξασε τήν Ἑλλάδα.
Τέτοιες φυσιογνωμίες σπάνια ἐμφανίζονται ξαφνικά. Συνήθως ἑτοιμάζονται καί ὡριμάζουν ἀπό τήν παιδική ἡλικία μέσα στή θαλπωρή τῆς οἰκογένειας καί τή σχολική κοινότητα. Τό ἴδιο καί ὁ Κων/νος Δαβάκης. Γεννιέται στά Κεχριάνικα τῆς Μάνης τό 1897.
Ὁ πατέρας του, ὁ δάσκαλος Δικαῖος, καί ἡ μητέρα του Σοφία ἀποκτοῦν δέκα παιδιά. Τά πρῶτα σπέρματα τῆς πίστης στόν Θεό καί τῆς ἀγάπης στήν πατρίδα τά φυτεύει στήν παιδική του καρδιά ὁ πατέρας του. Ἔχει τήν εὐτυχία νά τόν ἔχει δάσκαλο ἀπό πέντε χρονῶν στό Δημοτικό Σχολεῖο τῆς Κίττας. Τί ἦταν ὅμως ἐκεῖνο πού τόν ὤθησε νά γίνει ἀξιωματικός καί νά πάρει μάλιστα ἀπό τά δέκα του χρόνια τήν ἀμετάκλητη αὐτή ἀπόφαση;
Ἄς ἀφήσουμε τόν ἴδιο νά μᾶς τό διηγηθεῖ:
«Ἡ μεγαλυτέρα ἀνάμνησις τῆς παιδικῆς μου ἡλικίας ἦταν τῷ 1907. Ὁ καπετάν Γέρμας (ἀνθυπολοχαγός Τσοκάτος) εἶχε σκοτωθῆ στά Μακεδονικά. Ἕνα μεσημέρι ὁ πατέρας μου ἔφερνε τήν ἐφημερίδα στή ρούγα τοῦ χωριοῦ καί τήν διάβαζε. Ἤμουνα τότε 10 χρονῶν. Βλέπω τόν ἑαυτό μου ἀκουμπισμένο στό πόδι τοῦ καθισμένου σέ μιά πέτρα πατέρα μου. Ἄκουγα μέ μεγάλη συγκίνησι τά ὅσα διάβαζε μεγαλόφωνα στήν ἐφημερίδα.
Σέ μιά στιγμή ὁ πατέρας μου εἶπε:
«Ἔ,καί νἄμουνα ἀνύπαντρος καί νά μήν εἶχα παιδιά! Νά πήγαινα ἀντάρτης!».
Τό παιδιάστικο μυαλό μου δούλεψε καί ἔκαμε τή σκέψι:
«Ἔννοια σου! Σάν μεγαλώσω, θά πάω ἐγώ».
Δέν εἶπα ὅμως τίποτε. Ἀπό τότε μοῦ γεννήθηκε ἡ ἰδέα νά μπῶ στή Σχολή τῶν Εὐελπίδων, νά γίνω ἀξιωματικός! Καί ἔτσι, μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ καί μέ στερήσεις τῆς οἰκογενείας μου, ἔγινα ἀξιωματικός. Καί ἔθεσα τόν ἑαυτόν μου στήν ἐξυπηρέτηση τῆς Πατρίδος».
Κι οἱ ὁραματισμοί του ἐνσαρκώνονται. Στά δεκαέξι του χρόνια φοιτᾶ στή Σχολή τῶν Εὐελπίδων. Τή στολή πού ντύνεται τήν τιμᾶ λαμπρά. Σέ ποιές μάχες δέν παίρνει μέρος καί δέν διακρίνεται! Κατά τόν Α´ Παγκόσμιο Πόλεμο, στή μάχη τοῦ Σκρᾶ γιά τήν εὐψυχία πού ἐπέδειξε καί γιά τήν ἄρτια ἐπαγγελματική του κατάρτιση τιμᾶται μέ τόν πολεμικό σταυρό γ´ τάξεως, ἐνῶ στή μάχη τῆς Δοϊράνης, μέ τόν ἀγγλικό πολεμικό σταυρό.
Κι οἱ ὁραματισμοί του ἐνσαρκώνονται. Στά δεκαέξι του χρόνια φοιτᾶ στή Σχολή τῶν Εὐελπίδων. Τή στολή πού ντύνεται τήν τιμᾶ λαμπρά. Σέ ποιές μάχες δέν παίρνει μέρος καί δέν διακρίνεται! Κατά τόν Α´ Παγκόσμιο Πόλεμο, στή μάχη τοῦ Σκρᾶ γιά τήν εὐψυχία πού ἐπέδειξε καί γιά τήν ἄρτια ἐπαγγελματική του κατάρτιση τιμᾶται μέ τόν πολεμικό σταυρό γ´ τάξεως, ἐνῶ στή μάχη τῆς Δοϊράνης, μέ τόν ἀγγλικό πολεμικό σταυρό.
Ἰδιαίτερα σ’ αὐτή τή μάχη διακρίνεται γιά τήν παράτολμη ἐνέργειά του: Ἐπιτίθεται μόνος του μέ χειροβομβίδες ἐνάντια σέ βουλγαρικό χαράκωμα καί ἐξουδετερώνει τόν ἐχθρό. Πάνω ὅμως στήν ἐκτέλεση τοῦ καθήκοντος ὑφίσταται δηλητηρίαση ἀπό τίς ἀσφυξιογόνες ἐχθρικές ὀβίδες, καί ἀπό τότε ἡ ὑγεία του προσβάλλεται σοβαρά. Ὑποφέρει ἀπό χρόνια ἠθμοειδίτιδα, μιά ἀρρώστια τῶν ἀναπνευστικῶν ὀργάνων.
Τίποτε ὅμως δέν τόν πτοεῖ. Στή μάχη τῶν ὑψωμάτων τοῦ Ἀλμπανός, κατά τή Μικρασιατική ἐκστρατεία, παίρνει τό χρυσό ἀριστεῖο ἀνδρείας. Σ’ ὅποιους διαγωνισμούς συμμετέχει, κατέχει τήν πρωτιά. Δυό φορές στέλνεται στή Γαλλία καί ἐκπαιδεύεται στά ἅρματα μάχης. Ἡ χαρά του εἶναι ἀπερίγραπτη, ὅταν ταξιδεύει στή συνέχεια στήν Ἀγγλία, γιά νά παραλάβει τά πρῶτα ἅρματα μάχης τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ.
Ἐπιστρέφοντας στήν Ἑλλάδα διδάσκει σέ στρατιωτικές σχολές, ὑπηρετεῖ σέ μονάδες Πεζικοῦ καί σέ ἐπιτελικές θέσεις, ὅπου ἡ ἐθνική καί ὀργανωτική του δράση εἶναι μνημειώδης. Ἡ ὑγεία του ὅμως συνεχῶς κλονίζεται ἀπό τήν παλιά ἀναπνευστική του ἀρρώστια. Γι’ αὐτό, τόν Δεκέμβριο τοῦ 1937 ἀποστρατεύεται μέ τόν βαθμό τοῦ συνταγματάρχη.
Διαπρέπει καί ὡς στρατιωτικός συγγραφέας. Τό σημαντικό ἔργο του «Ὁ στρατός τοῦ μέλλοντος», ἀλλά καί τά δεκάδες συγγράμματά του καί οἱ ἑκατοντάδες μελέτες του καθοδηγοῦν τίς νέες γενιές τῶν ἀξιωματικῶν τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ.
Κι αὐτός πού ἀποστρατεύθηκε ὡς σωματικά ἀνίκανος, ὅταν ἡ Πατρίδα τόν ξανακαλεῖ, βροντοφωνάζει «παρών».
Μέ τήν μερική ἐπιστράτευση, τόν Αὔγουστο τοῦ 1940, ἀνακαλεῖται στήν ἐνεργό ὑπηρεσία καί τοποθετεῖται διοικητής τοῦ Ἀποσπάσματος Πίνδου. Ἕδρα του τό Ἑπταχώρι. Γιά δύο μῆνες ἐργάζεται ὑπεράνθρωπα, γιά νά προετοιμάσει τήν ἄμυνα τῆς ἀνοχύρωτης καί ἐγκαταλελειμμένης στρατιωτικά Πίνδου. Ἔτσι ἐμπνέει πλήρη ἐμπιστοσύνη στούς κατοίκους καί στό στράτευμά του ὅλο.
Τά ξημερώματα τῆς 28ης Ὀκτωβρίου 1940 φουντώνει ἡ ὕπαρξή του ἀπό ἐθνικό παλμό, ἁγνό πατριωτισμό ἀλλά καί ἀπό δίκαιη ἀγανάκτηση, μόλις πληροφορεῖται τό προκλητικό ἰταλικό τελεσίγραφο. Χωρίς χρονοτριβή πυροδοτεῖ τούς ἀξιωματικούς καί ὁπλίτες του μέ τή διαταγή πού τούς στέλνει:
«Ὁ ὕπουλος γείτονάς μας αἰφνιδιαστικά μᾶς ἐπετέθη. Ἡ Ἑλλάδα περιμένει ἀπό τόν καθένα ἀπό μᾶς νά προστατεύσουμε τά σύνορά της καί τήν τιμή της καί νά δώσουμε ἕνα καλό μάθημα στόν εἰσβολέα..
Φανεῖτε Ἕλληνες καί κρατῆστε γερά τά ὅπλα, μέ πίστη στόν Θεό καί τόν ἑαυτό σας. Πειθαρχία, καρτερία, θάρρος.
Ζήτω ἡ Ἑλλάς!».
«Ὁ ὕπουλος γείτονάς μας αἰφνιδιαστικά μᾶς ἐπετέθη. Ἡ Ἑλλάδα περιμένει ἀπό τόν καθένα ἀπό μᾶς νά προστατεύσουμε τά σύνορά της καί τήν τιμή της καί νά δώσουμε ἕνα καλό μάθημα στόν εἰσβολέα..
Φανεῖτε Ἕλληνες καί κρατῆστε γερά τά ὅπλα, μέ πίστη στόν Θεό καί τόν ἑαυτό σας. Πειθαρχία, καρτερία, θάρρος.
Ζήτω ἡ Ἑλλάς!».
Ἡ ἰταλική μεραρχία Τζούλια τῶν δεκαπέντε χιλιάδων ἀλπίνων καί 20 πυροβόλων παραβιάζει τά ἑλληνοαλβανικά σύνορα καί ποδοπατεῖ ἰταμά κορφοβούνια, ρουμάνια, διάσελα τῆς Πίνδου. Τολμᾶ νά ἀναμετρηθεῖ μαζί της τό Ἀπόσπασμα Πίνδου, μία ἄμυνα ἀδύναμη, ἰσχνή, μόλις δύο χιλιάδων Ἑλλήνων καί 4 πυροβόλων.
Στ’ ἀλήθεια, πῶς ἐπιχειρεῖ ἕνα τέτοιο παρακινδυνευμένο τόλμημα, ὅταν λίγο νωρίτερα ἡ Πολωνία, ἡ Τσεχοσλοβακία, ἡ Νορβηγία, τό Βέλγιο, ἡ Ὀλλανδία, ἡ Δανία, τό Λουξεμβοῦργο, ἀκόμη καί αὐτή ἡ Γαλλία, μέ τήν περίφημη γραμμή ἀντίστασης Μαζινώ, λύγισαν μπρός στή μηχανοκίνητη βία τοῦ Ἄξονα καί συνθηκολόγησαν;
Μά, τήν ἱστορία καί τίς ἐποποιΐες δέν τίς γράφουν οἱ μεγάλοι ἀριθμοί, οἱ ἀμέτρητες μάζες, ἀλλά οἱ φλογερές καρδιές. Καί σ’ αὐτόν τόν ἄνισο, πολυμέτωπο πόλεμο μέ τήν Ἰταλία, ψυχή, κινητήριος μοχλός τοῦ Ἀποσπάσματος Πίνδου εἶναι ὁ διοικητής του, ὁ συνταγματάρχης Κων/νος Δαβάκης. Οἱ φράσεις «Ὁ Θεός μαζί σου», «Δόξα σοι, ὁ Θεός», «Θά βοηθήσει ὁ Θεός» βγαίνουν συχνά ἀπό τά χείλη του καί ἀπό τήν καρδιά του.
Διηγεῖται ὁ ὑπασπιστής του:
«Εἰς ἐρώτησίν μου «Πῶς καί μέ ποίας δυνάμεις θά κάνωμεν ἀντεπίθεσιν;» ἐπῆρα τήν ἀπάντησιν:
«Ἐγώ, ἐσύ, αὐτοί πού μαζεύεις, οἱ ἡμιονηγοί, οἱ φουρναραῖοι, οἱ γραφιάδες καί ὁ Θεός μαζί μας»».
Στό Ἑπταχώρι οἱ κάτοικοι τόν ἔχουν σάν πατέρα τους καί συνεχῶς ζητοῦν νά μάθουν γι’ αὐτόν. Τόν ὀνομάζουν Τρανό. Ρωτοῦν:
«»Καί τί κάνει τώρα ὁ Τρανός;». «Στό γραφεῖο του ἔχει φῶς… Φαίνεται πώς δουλεύει… Ἐν ὅσῳ μένει αὐτός ἐδῶ, μήν ἔχετε φόβο»!
Πράγματι, μέσα εἰς τό πυκνό σκοτάδι τοῦ χωρίου, μόνον ἐκεῖ διακρίνονται φῶτα καθ’ ὅλην τήν διάρκειαν τῆς νυκτός. Καί, ὅταν ὅλοι οἱ ἄλλοι κοιμῶνται ἤ καί ἁπλῶς ἀναπαύονται ἀπό τούς κόπους καί τήν ἀγωνίαν τῆς ἡμέρας, μέ τό κεφάλι σκυμμένο εἰς τό τραπέζι του, ὁ συνταγματάρχης Δαβάκης ἀγρυπνεῖ μελετῶν τόν χάρτην, γράφων ἤ τηλεφωνῶν… κυριώτατα ὅμως ἐλπίζων εἰς τόν Θεόν καί προσευχόμενος εἰς Αὐτόν».
Ποιά χαρίσματα τοῦ διοικητῆ νά πρωτοαπαριθμήσει κανείς; Τήν ἀκράδαντη πίστη του στόν Θεό πώς θά νικήσουν οἱ ἀδικημένοι; Τό ἀνύστακτο ἐνδιαφέρον του γιά τίς ἀνάγκες τῶν στρατιωτῶν του, χάριν τῶν ὁποίων δαπανοῦσε ὁλόκληρο τό μισθό του; Τό θάρρος, τήν ἀποφασιστικότητα καί τήν ἐλπίδα πού μετάγγιζε στούς κατάκοπους, ἀπελπισμένους καί πεινασμένους συμπολεμιστές του, καθώς τόν ἔβλεπαν νά ρίχνεται ἀκάθεκτος στήν πρώτη γραμμή τοῦ πυρός;
Τή νύχτα τῆς 1ης πρός 2α Νοεμβρίου διανυκτερεύει στήν ἐκκλησία τῆς ἱστορικῆς Μονῆς Παναγίας τῆς Κλαδόρμης. Τό μοναστήρι δέν τό διάλεξε μόνο ἐπειδή ἐξυπηρετοῦσε τά ἐπιτελικά του σχέδια, ἀλλά πιό πολύ γιατί πίστευε στή βοήθεια τῆς Παναγίας. Καί μιά νύχτα στό σπίτι της, κάτω ἀπό τή σκέπη της, θά τοῦ ἦταν δύναμη κι ἐλπίδα. Τό εἶπε ἄλλωστε στήν οἰκογένεια τοῦ καντηλανάφτη:
«Μή φοβούμαστε· ἔχουμε τόν Θεό μαζί μας, καί θά τούς μαντρώσουμε τούς Ἰταλούς».
Στίς 2 Νοεμβρίου, ὅταν οἱ μάχες γιά τήν κατάκτηση τοῦ ὑψώματος Προφήτη Ἠλία Φούρκας ἔχουν φθάσει στό πιό κρίσιμο σημεῖο, ὁ Δαβάκης, παρά τούς κανονισμούς τῆς στρατιωτικῆς δεοντολογίας, βρίσκεται στήν πρώτη γραμμή, στήν κόλαση τοῦ πυρός. Τραυματίζεται βαριά μέ διαμπερές τραῦμα στό στῆθος καί ἀκατάσχετη αἱμορραγία. Ἐνῶ πονᾶ φοβερά καί φτύνει αἷμα, δίνει ἐντολή στόν ταγματάρχη Καραβία νά συνεχίσει τήν ἀντεπίθεση. Ὁ ἐπίμονος ἀγώνας στέφεται μέ ἐπιτυχία, καί οἱ Ἰταλοί ἀναγκάζονται νά ὑποχωρήσουν.
Τήν τελική σωτηρία του ὁ Δαβάκης τήν ἀποδίδει σέ θαῦμα· θαῦμα τῆς Παναγίας. Γι’ αὐτό, βαθιά συγκινημένος, ὅταν ἀργότερα κερδίζει καί τή μάχη τῆς ζωῆς, στέλνει ἀπό τήν Ἀθήνα εὐχαριστήρια τάματα: λάδι γιά τά καντήλια, ἅγιο δισκάριο καί Ἅγιο Ποτήριο, καντήλια καί ἄλλα ἱερά ἀντικείμενα στήν Παναγία τῆς Κλαδόρμης καί στούς Ἁγίους τῆς περιοχῆς.
Χειμωνιάτικο παγερό πρωινό. Δέν εἶναι τό τσουχτερό κρύο, πού παγώνει τίς καρδιές. Εἶναι ἡ μισητή σκλαβιά, εἶναι ὁ φόβος, ἡ καθημερινή ταπείνωση. Δεύτερος χρόνος Γερμανοϊταλικῆς κατοχῆς στή μαρτυρική Ἑλλάδα, πού ὑποφέρει, πού πεινάει, πού στενάζει, μά κρατάει ὄρθιο καί ἀδούλωτο τό ἐσώτατο εἶναι της.
Σκηνή συνηθισμένη γιά τήν ἐποχή. Ἀκόμη δέν ξημέρωσε ἡ 7η Δεκεμβρίου 1942. Ἕξι καραμπινιέροι βροντοῦν τήν πόρτα τοῦ ἥρωα Δαβάκη στήν Καλλιθέα. Δέν εἶναι ἡ πρώτη φορά. Ἀπό τότε πού βαριά τραυματισμένος μεταφέρθηκε σέ νοσοκομεῖο τῆς Ἀθήνας ὁ νικητής τῆς Πίνδου, μοναδικός σκοπός τῶν κατακτητῶν εἶναι νά ἐκδικηθοῦν ἐκεῖνον πού τούς κατατρόπωσε καί τούς καταντρόπιασε σ’ ὁλόκληρο τόν κόσμο. Φοβοῦνται αὐτόν πού ἀνήμπορος πιά γιά πολεμικές ἐπιχειρήσεις, σηκώνει τό σταυρό τῆς ἀναπηρίας μέ λεβεντιά.
Ὁ συνταγματάρχης Κων/νος Δαβάκης, ὁ διοικητής τοῦ Ἀποσπάσματος Πίνδου, πού χάρισε στήν Ἑλλάδα καί σέ ὅλο τόν κόσμο τήν πρώτη νίκη τοῦ Β´ Παγκοσμίου Πολέμου, ἀντιμετωπίζει μέ ὑπερηφάνεια ψυχῆς τήν ἀναιδέστατη ἰταλική δολιότητα. Ψύχραιμος παρακολουθεῖ τή δίωρη λεπτομερέστατη ἔρευνα τοῦ σπιτιοῦ του. Κανένα ἐνοχοποιητικό στοιχεῖο. Ἄκαρπη κι αὐτή ἡ εὐτελής τους πράξη. Ὅμως ἡ ἐντολή πρέπει νά ἐκτελεστεῖ. Κι ὁ πρωταγωνιστής τοῦ «Πίνδιου ἔπους» μεταφέρεται στίς φυλακές τῆς Καλλιθέας. Ἔτσι οἱ νικημένοι κατακτητές ἐκδικοῦνται γιά τήν ἧττα τους.
Στίς 20 Ἰανουαρίου 1943 τόν ἀποχαιρετοῦν οἱ δικοί του γεμάτοι πόνο καί συγκίνηση στό σταθμό Πελοποννήσου. Τό ἀπόγευμα τῆς ἴδιας μέρας μαζί μέ ἄλλους 150 περίπου Ἕλληνες ἀξιωματικούς ἐπιβιβάζεται ἀπό τό λιμάνι τῆς Πάτρας στό ἰταλικό ἐπιβατικό «Cità di Genova». Λίγο πρίν ἀπό τά μεσάνυχτα τό καράβι σηκώνει ἄγκυρα γιά τό Πρίντεζι τῆς Ἰταλίας. Ἐκεῖ θά κρατήσουν ὅμηρους τούς νικητές τους, μέχρι νά ὁλοκληρώσουν τό ἄνομο σχέδιό τους. Νύχτα παγερή. Ὁ φόβος τοῦ τορπιλλισμοῦ, ἡ ἀγωνία, ἡ θλίψη, ἡ μοναξιά ἀναμετριοῦνται μέ τή θυσία γιά τήν Ἑλλάδα. Καί βαραίνει τό δεύτερο. Χαλάλι τῆς Πατρίδας!…
Ὁ τόσο ταλαιπωρημένος τραυματίας ὅλη νύχτα δέν ἔκλεισε μάτι. Δέσμιος τῶν Ἰταλῶν ὁ πρωτεργάτης τῆς Λευτεριᾶς. Ἀδέσμευτη ἡ μνήμη γυρίζει στά ἱστορικά βουνά, δυό χρόνια πρίν… Ἀναθυμιέται «τῆς Πίνδου τίς ἀκρώρειες, πού σάν ἀητός πετοῦσε, πού ‘στηνε τρόπαια παντοῦ, τούς ἥρωες πού μεθοῦσε».
Τώρα τό Χρέος, τό ἴδιο τῆς Φυλῆς Χρέος, τόν καλοῦσε νά ὑπομείνει μέ λεβεντιά ψυχῆς τίς κακουχίες, τίς ταπεινώσεις, γιατί ὄχι καί τό θάνατο ἀκόμη. Ἕτοιμος πάντα δέν ἦταν καί γι’ αὐτόν;
Τό πρῶτο φῶς τῆς μέρας τούς πρόλαβε στά στενά τῆς Κέρκυρας, νά χαιρετοῦν γιά στερνή φορά γῆ ἑλληνική. Καί πέρα ἀπ’ τόν ὁρίζοντα, πέρα βαθιά, πού τό βλέμμα τῆς ψυχῆς μονάχα φτάνει, ἀγναντεύει ὁ ἥρωας δασωμένες ράχες, φαράγγια καί βουνοκορφές τῆς Πίνδου. Πόσα δέν ζωντανεύουν μέσα του!
Ὥρα 1.30´ τό μεσημέρι. Κρότος δυνατός συγκλονίζει τό μεγάλο πλεούμενο. Πληρώματα καί Ἕλληνες ἀξιωματικοί πετάγονται στό κατάστρωμα, στή Γέφυρα. Νάρκη; Τορπίλλη; Σύγχυση, χλαλοή, πρόσωπα γεμάτα ἀγωνία, βλέμματα παγωμένα ἀπό τό φόβο τοῦ θανάτου.
Δεύτερος κρότος ἀπό ἰσχυρή ἔκρηξη. Σιδερικά, ξύλα, ἀνθρώπινα κορμιά, στῆλες νεροῦ τινάζονται μέ βία στόν ἀγέρα. Φωνές, συνωστισμός, σκηνές ἀλλοφροσύνης, καθώς ἀναζητοῦν μιά θέση σωτηρίας σέ βάρκες ἤ σχεδίες. Σέ μιά στιγμή ἀκοῦνε ἀγανακτισμένο τόν Δαβάκη νά φωνάζει:
«Ἐλεεινοί, δειλοί Ἰταλοί! Κανείς δέν ἐνδιαφέρεται γιά μᾶς. Μονάχα τόν ἑαυτό τους κοιτάζουν νά σώσουν». Τό καράβι χτυπημένο στήν «καρδιά» ἀπό τορπίλλη συμμμαχικοῦ ὑποβρυχίου, πέφτει σέ ρόγχο θανάτου, γέρνει καί μέσα σ’ ἕνα παφλασμό κυμάτων χάνεται…
Κι ὁ σεμνός ἥρωας πού πότισε μέ τό αἷμα του τίς ράχες τῆς Πίνδου, γιά νά κρατήσει ὑψωμένη τή σημαία τῆς λευτεριᾶς, βρίσκει σ’ ἐκεῖνο τό μοιραῖο ταξίδι οἰκτρό θάνατο ἀπό πνιγμό.
«Τάφος πλατύς, πού νά χωράει τή δόξα σου, Δαβάκη, τό γαλανό Ἰόνιο σέ δέχτηκε…».
Τίς ἑπόμενες μέρες, μέσα στούς 100 νεκρούς, πού περισυλλέγουν ἰταλικά ναυαγοσωστικά καί μεταφέρουν στόν Αὐλώνα, συμπολεμιστής του ἀξιωματικός ἀναγνωρίζει τό λείψανο τοῦ γενναίου Συνταγματάρχη. Τόν θάβουν στόν Αὐλώνα. Τόν ἔκλαψαν οἱ Πανέλληνες τόν πιστό στόν Θεό καί ἀφοσιωμένο στήν Ἑλλάδα ἥρωα, πού πάνω κεῖ στῆς Πίνδου τίς κορφές τόν Ὀκτώβρη τοῦ ’40 χάριζε τήν πρώτη δόξα στήν Ἑλλάδα, τήν πρώτη νίκη στόν κόσμο.
Κι ὁ σεμνός ἥρωας πού πότισε μέ τό αἷμα του τίς ράχες τῆς Πίνδου, γιά νά κρατήσει ὑψωμένη τή σημαία τῆς λευτεριᾶς, βρίσκει σ’ ἐκεῖνο τό μοιραῖο ταξίδι οἰκτρό θάνατο ἀπό πνιγμό.
«Τάφος πλατύς, πού νά χωράει τή δόξα σου, Δαβάκη, τό γαλανό Ἰόνιο σέ δέχτηκε…».
Τίς ἑπόμενες μέρες, μέσα στούς 100 νεκρούς, πού περισυλλέγουν ἰταλικά ναυαγοσωστικά καί μεταφέρουν στόν Αὐλώνα, συμπολεμιστής του ἀξιωματικός ἀναγνωρίζει τό λείψανο τοῦ γενναίου Συνταγματάρχη. Τόν θάβουν στόν Αὐλώνα. Τόν ἔκλαψαν οἱ Πανέλληνες τόν πιστό στόν Θεό καί ἀφοσιωμένο στήν Ἑλλάδα ἥρωα, πού πάνω κεῖ στῆς Πίνδου τίς κορφές τόν Ὀκτώβρη τοῦ ’40 χάριζε τήν πρώτη δόξα στήν Ἑλλάδα, τήν πρώτη νίκη στόν κόσμο.
Μεταπολεμικά τά ὀστᾶ του διακομίστηκαν καί τάφηκαν στήν Ἀθήνα. Ἡ Ἀκαδημία Ἀθηνῶν στήν πανηγυρική της συνεδρίαση τόν Μάρτιο τοῦ 1948 τίμησε τόν ἥρωα μέ τό ἀργυρό μετάλλιο τῆς Αὐτοθυσίας.
Τό ὄνομά του πῆρε θρυλικές διαστάσεις στή λαϊκή ψυχή ὡς συνισταμένη τῆς ἡρωικῆς ἀντιμετώπισης τῶν πρώτων ἡμερῶν τῆς ἰταλικῆς ἐπίθεσης ἀπό τόν ἑλληνικό στρατό τοῦ τομέα Ἠπείρου.
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΝΟΣ ΗΡΩΑ
Κωνσταντίνος Δαβάκης … !!!
Ένας θρύλος που περνάει αθόρυβα στη λησμονιά. Ένας χιλιοτραγουδισμένος ήρωας, καταξιωμένος στη συνείδηση των Πανελλήνων, που έκανε πράξη το ΟΧΙ στα βουνά της Ηπείρου.
Αυτός ήταν ο Αετός της Πίνδου. Ο Πατριώτης – Ο Ήρωας.
Η γιαγιά Σοφία όταν έμαθε τον θάνατό του …
Ε κρουσταλλένιε ποταμέ,που δεν εθόλωσες ποτέ,
μ’από τα δώρα κ’εδανά έχεις θολώσει τα νερά, και ζ’έφαε η θάλασσα.
Δεν ήτανε για να θαφτείς με δόξα, με υπόληψη
και με παράτα και τιμή όπως ζ’επανταρίζασι
τ’ήτα η γκαρδία σου μπαξές μ’όλο δεντροφυτέμετα.
Χρυσέ μου πολυελαίε με τις χρυσέ’ζου τρέμουλες
στη μεσαρία του σπιτιού πο’πέρσες κ’ετσακίστηκες
χίλια κομμάτια γίνηκες το σπίτι εσκοτίδιασε.
Όλοι να τον κλάψωμε το παλικάρι της τιμής
όπου εμάχοντα μπροστά απά στης Πίνδος τα βουνά
να μην ποδουλωθή η γι Ελλάς…
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι βλέπεις σήμερα οι νεοέλληνες δεν βάζουν ούτε τη σημαία μας στο μπαλκόνι τους για να τιμήσουν έστω και έτσι αυτούς τους ανθρώπους που έδωσαν το αίμα τους, τα νιάτα τους για εμάς τους αγνώμονες.
Αλλά ο λαός μας, όπως φαίνεται, επειδή είναι αγνώμων και μηδενιστής θα τα ξαναζήσει τα γεγονότα του 1940 με περισσότερη αγριότητα αυτή τη φορά, διότι λαός που ξεχνά και δεν ευγνωμονεί τους Ήρωές του αυτά παθαίνει δυστυχώς....