Ό ίδιος, που είχε γευθεί αλλεπάλληλες τις εκδηλώσεις της αγάπης τους, συχνά επιζητούσε την μαρτυρική τους προστασία στους ποικίλους αγώνες του.
Κάποτε, ξημερώνοντας η μνήμη τους στις 7 Οκτωβρίου, του ενεφανίσθησαν ολοζώντανοι στον ύπνο του και του είπαν σήκω γρήγορα να μας λειτουργήσεις!
-Προσκυνώ! Γένοιτο! Μα ποιοί είσθε; ετώτησε ο Γέροντας.
-Είμαστε ο Σέργιος και ο Βάκχος!
Και οι αδελφές ξημερώνοντας, το πρωί, βρήκαν τον αείμνηστο Γέροντα με άπασα την ιερατική στολή ενδεδυμένο , να έχει προσκομίσει και να ετοιμάζεται για την θεία λειτουργία, όπως του είπαν οι Άγιοι.
Άλλοτε πάλι, με όλη την αδελφότητα, μετέβαινε με λεωφορείο (πούλμαν) στην Κέρκυρα, μέσω Ηγουμενίτσας, για να λειτουργήσει στον άγιο Σπυρίδωνα. Όλη την νύκτα ταξίδευαν για να προλάβουν τον πρωινό φέρρυ-μπώτ. Όμως, μέσα στον σκοτάδι, χάθηκαν και παλινδρομούσαν συνεχώς σε κάποια ακατοίκητη περιοχή, αναζητώντας τον δρόμο. Μπροστά τους έχασκαν απότομοι γκρεμοί, ενώ γύρω τους σωροί από χώματα απέκλειαν κάθε διάβαση. Ευρέθηκαν σε αδιέξοδο... και η ώρα περνούσε. Άρχισαν να αγωνιούν ότι δεν θα προλάβουν να λειτουργήσουν. Ο οδηγός ρωτούσε τον Γέροντα τί να πράξει.
Ξαφνικά, φάνηκαν πίσω τους προβολείς αυτοκινήτου. Ένα μικρό αυτοκίνητο πλησιάζει και σταματά κάτω από τον παράθυρο του Παππού. Δυο λαμπροί νέοι, ευπρεπείς, ντυμένοι επίσημα, βγαίνουν έξω, στέκονται προσοχή και με πολλή ευγένεια απευθύνονται στον Γέροντα:
-Που πηγαίνετε; Πώς ευρεθήκατε εδώ;
-Πάμε για Ηγουμενίτσα, αλλά χαθήκαμε.
-Ω!.. Είσαστε πολύ μακριά... Ακολουθήστε μας. Θα σας οδηγήσουμε εμείς.
Ανέβηκαν πάλι στον αυτοκίνητο τους και προπορευόμενοι, οδήγησαν τον λεωφορείο, μέσα από μικρούς χωματόδρομους, στην κεντρική λεωφόρο. Τότε οι δυο νέοι σταμάτησαν, κατέβηκαν από το αυτοκίνητο, στάθηκαν πάλι προσοχή και απευθυνόμενοι με σεβασμό στον Γέροντα είπαν:
-Από 'δώ θα πάτε. Σε 10 λεπτά θα ευρίσκεσθε στην Ηγουμενίτσα.
Κατόπιν, κάνοντάς του βαθειά υπόκλιση μειδίασαν με νόημα, σαν να του έδειχναν ότι είναι παλιοί του γνώριμοι.
Εισήλθαν πάλι στον αυτοκίνητο τους και με τον ίδιο παράδοξο τρόπο που παρουσιάσθηκαν εξαφανίσθηκαν.
Όλοι θαύμασαν την ευγένεια και την σεμνότητά τους και με απορία ερωτούσαν πώς ευρέθηκαν σ' αυτή την ερημιά και πώς έτσι ξαφνικά έγιναν άφαντοι.
Ένα λεπτό πριν αναχωρήσει το πλοίο, ό Γέροντας με την αδελφότητα έφθασαν στην Ηγουμενίτσα και μόλις που πρόλαβαν να επιβιβασθούν σ' αυτό, για να περάσουν στην Κέρκυρα.
Αφού λειτούργησαν στον Ιερό Ναό του Αγίου Σπυρίδωνος, «θαύμα ηκολούθει τω θαύματι». Την ώρα που ό Γέροντας προσκυνούσε το άφθαρτο σκήνωμα, ό Άγιος τον χαιρέτησε και τον ευχαρίστησε κινώντας τα χείλη του, σαν να μιλούσε. Το θαύμα αυτό έγινε αντιληπτό και από πολλές αδελφές.
Αργότερα ό Πάππους, διηγούμενος το γεγονός, διαβεβαίωνε ότι είδε και την «γλωσσίτσα» του Αγίου να κινείται και ότι αισθάνθηκε μεγάλη αγαλλίαση από την ολοζώντανη παρουσία του.
Το απόγευμα της ιδίας ημέρας, ό Παππούς και ή αδελφότης επισκέφθηκαν τον Ιερό Ναό των αγίων Μαρτύρων Σεργίου και Βάκχου(σημ.π.Γεωρ:Πρόκειται για τον Ναό των Αγίων 3 Μαρτύρων Σέργιου,Βάκχου και Ιουστίνης που βρίσκεται στην Κέρκυρα). Μόλις προσκύνησαν την εφέστιο εικόνα, *στα πρόσωπα των αγίων Σεργίου και Βάκχου ανεγνώρισαν με κατάπληξι τους δυο εκείνους ευγενείς νέους, που τους είχαν συμπαρασταθεί στην δύσκολη ώρα, δείχνοντάς τους τον δρόμο!*
Ή χαρά όλων ήταν απερίγραπτη και δόξασαν τον Θεό για την άμετρη εύνοια Του.
Δυο άλλα γεγονότα, παρόμοια μεταξύ τους, δηλώνουν την φιλική προς τον Γέροντα οικειότητα των δυο Μαρτύρων, οι οποίοι ανύσταχτα παρακολουθούσαν όλες τις λεπτομέρειες της ζωής του.
Ώς γνωστόν, ό Παππούς αγαπούσε πολύ την βυζαντινή μουσική και επιθυμούσε να ψάλλουν όλες οι αδελφές, πού είχαν αυτήν την δυνατότητα. Σε κάποια ακολουθία ή αδελφή Θ., λόγω κοπώσεως, δεν είχε διάθεση να ψάλλει και στηριζόταν στον στασίδι της, το οποίο ήταν εφαπτόμενο στον τοίχο, κάτω από την τοιχογραφία του αγίου Βάκχου.
Ό Γέροντας, πού αντελήφθη την έλλειψη τού ισοκρατήματος, της ένευσε από το Ιερό να ψάλλει. Εκείνη έκανε μία μικρή προσπάθεια και σταμάτησε πάλι. Ό Παππούς δυσαρεστημένος της έκανε πάλι νεύμα- ή αδελφή, όμως, δεν μπορούσε να νικήσει την κόπωσή της.
Σε λίγο, όπως είχε κλειστά τα μάτια της, δέχεται ένα ηχηρό ράπισμα. Ξαφνιασμένη γυρίζει να δει «από πού της ήλθε». Και τότε πάνω από το κεφάλι της αντίκρισε την εικόνα του αγίου Βάκχου να την κοιτάζει αυστηρά.
Στην ίδια θέση άλλοτε, στεκόταν ή δόκιμος αδελφή Ε., ή οποία δεν έψαλλε λόγω αθυμίας. Ό Γέροντας, την ώρα πού ψαλλόταν ή «Τιμιωτέρα», βγήκε να θυμίασει.
Φθάνοντας εμπρός στην αδελφή, την ρώτησε: «Γιατί δεν ψάλλεις;» Εκείνη, επηρεασμένη από την λύπη της, παρέμενε σιωπηλή. Αλλά, μόλις ανέβηκε στο στασίδι της, αισθάνθηκε ένα αόρατο χέρι να την ραπίζει δυνατά. Φοβήθηκε πολύ και, μετά τον τέλος της Θειας Λειτουργίας, το ανέφερε στον Γέροντα. Εκείνος χαμογελώντας της είπε: «Αυτό έχει συμβεί και σε άλλη αδελφή, που δεν έψαλλε. Ήταν ό άγιος Βάκχος. Μη φοβάσαι αλλά πρόσεχε να μη τον ξανακάνεις».
Ας έχουμε την χάρη τους και διηνεκή την προστασία τους!
π.Αχίλλιος
Το απόγευμα της ιδίας ημέρας, ό Παππούς και ή αδελφότης επισκέφθηκαν τον Ιερό Ναό των αγίων Μαρτύρων Σεργίου και Βάκχου(σημ.π.Γεωρ:Πρόκειται για τον Ναό των Αγίων 3 Μαρτύρων Σέργιου,Βάκχου και Ιουστίνης που βρίσκεται στην Κέρκυρα). Μόλις προσκύνησαν την εφέστιο εικόνα, *στα πρόσωπα των αγίων Σεργίου και Βάκχου ανεγνώρισαν με κατάπληξι τους δυο εκείνους ευγενείς νέους, που τους είχαν συμπαρασταθεί στην δύσκολη ώρα, δείχνοντάς τους τον δρόμο!*
Ή χαρά όλων ήταν απερίγραπτη και δόξασαν τον Θεό για την άμετρη εύνοια Του.
Δυο άλλα γεγονότα, παρόμοια μεταξύ τους, δηλώνουν την φιλική προς τον Γέροντα οικειότητα των δυο Μαρτύρων, οι οποίοι ανύσταχτα παρακολουθούσαν όλες τις λεπτομέρειες της ζωής του.
Ώς γνωστόν, ό Παππούς αγαπούσε πολύ την βυζαντινή μουσική και επιθυμούσε να ψάλλουν όλες οι αδελφές, πού είχαν αυτήν την δυνατότητα. Σε κάποια ακολουθία ή αδελφή Θ., λόγω κοπώσεως, δεν είχε διάθεση να ψάλλει και στηριζόταν στον στασίδι της, το οποίο ήταν εφαπτόμενο στον τοίχο, κάτω από την τοιχογραφία του αγίου Βάκχου.
Ό Γέροντας, πού αντελήφθη την έλλειψη τού ισοκρατήματος, της ένευσε από το Ιερό να ψάλλει. Εκείνη έκανε μία μικρή προσπάθεια και σταμάτησε πάλι. Ό Παππούς δυσαρεστημένος της έκανε πάλι νεύμα- ή αδελφή, όμως, δεν μπορούσε να νικήσει την κόπωσή της.
Σε λίγο, όπως είχε κλειστά τα μάτια της, δέχεται ένα ηχηρό ράπισμα. Ξαφνιασμένη γυρίζει να δει «από πού της ήλθε». Και τότε πάνω από το κεφάλι της αντίκρισε την εικόνα του αγίου Βάκχου να την κοιτάζει αυστηρά.
Στην ίδια θέση άλλοτε, στεκόταν ή δόκιμος αδελφή Ε., ή οποία δεν έψαλλε λόγω αθυμίας. Ό Γέροντας, την ώρα πού ψαλλόταν ή «Τιμιωτέρα», βγήκε να θυμίασει.
Φθάνοντας εμπρός στην αδελφή, την ρώτησε: «Γιατί δεν ψάλλεις;» Εκείνη, επηρεασμένη από την λύπη της, παρέμενε σιωπηλή. Αλλά, μόλις ανέβηκε στο στασίδι της, αισθάνθηκε ένα αόρατο χέρι να την ραπίζει δυνατά. Φοβήθηκε πολύ και, μετά τον τέλος της Θειας Λειτουργίας, το ανέφερε στον Γέροντα. Εκείνος χαμογελώντας της είπε: «Αυτό έχει συμβεί και σε άλλη αδελφή, που δεν έψαλλε. Ήταν ό άγιος Βάκχος. Μη φοβάσαι αλλά πρόσεχε να μη τον ξανακάνεις».
Ας έχουμε την χάρη τους και διηνεκή την προστασία τους!
π.Αχίλλιος
apanta orthodoxias
Συγνώμη, αλλά δεν φτάνει που ήταν κουρασμένες οι γυναίκες φάγανε και χαστούκι από πάνω;;; Δεν καταλαβαίνω..
ΑπάντησηΔιαγραφήΜην σκέπτεσαι με την ανθρώπινη λογική. Η λογική του Θεού και των αγίων είναι άλλη...
ΑπάντησηΔιαγραφή