Δευτέρα 5 Φεβρουαρίου 2024

Ήρθησαν όντως τα «Αναθέματα» μεταξύ Ορθοδόξων και Παπικών;

Νικολάου Μάννη

  Στο πλαίσιο των σημερινών συνομιλιών μεταξύ των αρχηγών της RCC και του Φαναρίου για την επερχόμενη ενοποίηση, είναι χρήσιμο να υπενθυμίσουμε το ιστορικό πλαίσιο της σχέσης μεταξύ Ορθοδόξων και Καθολικών.

  Ως γνωστόν στις 7 Δεκεμβρίου 1965 συνέβη η περίφημη «Άρση των Αναθεμάτων» (όπως την αποκαλούν) μεταξύ Ορθοδόξων και Παπικών. Την υλοποίηση της «άρσεως» αυτής ανέλαβαν ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Αθηναγόρας και ο Πάπας Ρώμης Παύλος ο ΣΤ΄. Και ο μεν πρώτος συνοδικώς δήλωσε πως «τῆς καθ᾿ ἡμᾶς Μεγάλης Ἐκκλησίας γενόμενον ἀνάθεμα τοῦτο, ὑπάρχει ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ παρὰ πᾶσι γινώσκηται ἠρμένον ἀπὸ τῆς μνήμης καὶ ἐκ τοῦ μέσου τῆς Ἐκκλησίας»[1], ο δε Πάπας συμφώνησε πως «θέλουμε να ξεριζώσουμε την ποινή του αναθέματος, που ήταν τότε ευρέως διαδεδομένη, από την μνήμη της Εκκλησίας και να την αφαιρέσουμε εκ του μέσου της, επιθυμώντας να καλυφθεί και να ταφεί στη λήθη»[2].

 Έκτοτε οι θιασώτες της «Ενώσεως των Εκκλησιών», οι οποίοι στο παρελθόν ονομάζονταν Ενωτικοί (Ουνίτες), ενώ σήμερα είναι γνωστοί ως «Οικουμενιστές», θεωρούν και πιστεύουν ότι όντως ήρθησαν τα Αναθέματα μεταξύ Ορθοδόξων και Παπικών, και πως ο δρόμος για την «Ένωση» είναι ανοικτός.

 Παράλληλα κάποιοι αφελείς (;) «Ζηλωτές», θεώρησαν ότι η πράξη αυτή της λεγόμενης «Άρσης των Αναθεμάτων» έχει όντως τέτοιο κύρος ώστε να σημαίνει ουσιαστικά την άρση της ακοινωνησίας και την επαναφορά στην προ του 1054 κατάσταση[3]·
Τόσο όμως οι Οικουμενιστές, όσο και οι Ζηλωτές πλανώνται πλάνην οικτράν, για δύο λόγους.

Πρώτον, διότι - όπως παρατηρεί ένας σπουδαίος θεολόγος του Κ΄ αιώνος - «τὸ ἀνάθεμα τῆς αἱρέσεως τοῦ Παπισμοῦ κατὰ τῆς Ὀρθοδοξίας λογίζεται ἀείποτε ἀληθείᾳ ἀνύπαρκτον» ενώ «ἡ ἄρσις τοῦ ἀναθέματος τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς ἘκκλησΙας κατὰ τῆς αἱρέσεως τοῦ Παπισμοῦ εἶναι φύσει ἀδύνατος, καθ' ὅτι οὐδέποτε ἡ αἵρεσις δύναται νὰ λογισθῇ ὡς μή οὖσα αἵρεσις, καί μή ἀναθεματιζομένη ὑπό τῆς Ὀρθοδοξίας»[4]. Με αυτήν την γνώμη συμφωνεί και ο αείμνηστος καθηγητής Παναγιώτης Τρεμπέλας όταν επισημαίνει πως «τό ἀνάθεμα τοῦ 1054 τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀρθέν, δέν ἤρθη»[5].

Δεύτερον, επειδή μεταξύ των Ορθοδόξων και των Παπικών έχουν εκτοξευτεί και άλλα αναθέματα, τα οποία ουδέποτε έχουν αρθεί. Ας δούμε ενδεικτικά μερικά από αυτά.

Εκ μέρους των Ορθοδόξων:

α) Η εν Κωνσταντινουπόλει Σύνοδος του 1484 υποβάλει σε αναθεματισμό όσους δέχονται την παπική καινοτομία του Filioque: «Τοὺς δὲ ἄλλως περὶ τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος φρονοῦντας ἢ καὶ κηρύττοντας ἤ, ὡς φαμέν, ἀπεναντίας τῇ ἀληθείᾳ δοξάζοντας καὶ κενοφωνοῦντας ἀποστρεφόμεθα ὡς αἱρετικοὺς καὶ τῷ ἀναθέματι καθυπάγομεν»[6].


β) Η Αγία και Μεγάλη Πανορθόδοξος Σύνοδος του 1593 με τον Η΄ Κανόνα της, ανανεώνει τον Α΄ Κανόνα της εν Αντιοχεία Συνόδου και αναθεματίζει τους Παπικούς επειδή μετέθεσαν το Πασχάλιο: «Ἀσάλευτον διαμένειν βουλόμεθα τὸ τοῖς Πατράσι διορισθὲν περὶ τοῦ ἁγίου καὶ σωτηρίου Πάσχα, ἔχει δὲ οὕτως· ἄπαντας τοὺς τολμῶντας παραλύειν τοὺς ὅρους τῆς ἁγίας καί οἰκουμενικῆς μεγάλης Συνόδου, τῆς ἐν Νικαίᾳ συγκροτηθείσης ἐπὶ παρουσίᾳ τῆς εὐσεβείας τοῦ θεοφιλεστάτου βασιλέως Κωνσταντίνου περὶ τῆς ἁγίας ἑορτῆς τοῦ σωτηριώδους Πάσχα, ἀκοινωνήτους καὶ ἀποβλήτους εἶναι τῆς Ἐκκλησίας, εἰ ἐπιμένοιεν φιλονεικώτερον ἐνιστάμενοι πρὸς τὰ καλῶς δεδιδαγμένα, καὶ ταῦτα εἰρήσθω περὶ τῶν λαϊκῶν. Εἰ δέ τις τῶν προεστώτων τῆς Ἐκκλησίας Ἐπίσκοπος, ἤ Πρεσβύτερος, ἤ Διάκονος, μετὰ τὸν ὅρον τοῦτον, τολμήσειεν ἐπί διαστροφῇ τῶν λαῶν, καὶ ταραχῇ τῶν ἐκκλησιῶν ἰδιάζειν, καὶ μετὰ τῶν Ἰουδαίων ἐπιτελεῖν τὸ Πάσχα, τοῦτον ἡ ἁγία Σύνοδος ἐντεῦθεν ἤδη ἀλλότριον ἔκρινε τῆς Ἐκκλησίας. Δεῖ δέ στοιχεῖν τῷ τῶν Πατέρων κανόνι μέχρι καί σήμερον Θεοῦ χάριτι, ὅ, καθ’ ὅ δεῖ καί τά λοιπά ἡ τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησία διαφυλάττει»[7].

γ) Ο Άγιος Κύριλλος Λούκαρις, ως Πατριάρχης Αλεξανδρείας τότε, στον περίφημο Τόμο του αναθεματίζει όσους αποδέχονται τις λατινικές καινοτομίες: το Filioque, την άρνηση μεταλήψεως του Αίματος του Κυρίου, την χρήση αζύμων στη Θεία Ευχαριστία, το καθαρτήριο πυρ και το Πρωτείο του Πάπα[8].

Εκ μέρους των Παπικών:

α) Στην εν Τριδέντω Σύνοδο (1545-1563) κατακρίνονται οι μη δεχόμενοι το Filioque και ρητώς αναθεματίζονται μεταξύ άλλων όσοι θεωρούν απαραίτητη την μετάληψη και των δύο ειδών (Σώματος και Αίματος) κατά την Θεία Ευχαριστία[9] και όσοι θεωρούν ότι πρέπει να μεταλαμβάνουν και τα παιδιά[10]…

β) Στην Α΄ Βατικανή Σύνοδο (1869-1870) αναθεματίζονται[11] όσοι δεν αποδέχονται το Πρωτείο της εξουσίας εφ’ όλης της Εκκλησίας που δήθεν έδωσε ο Χριστός στον Πέτρο[12], μέσω του οποίου το παρέλαβαν όλοι οι διάδοχοί του της Πάπες Ρώμης[13], όσοι αμφισβητούν αυτή την εξουσία[14] και όσοι θεωρούν ότι ο Πάπας όταν ομιλεί ex cathedra δεν είναι αλάθητος[15]….

Συνοψίζοντας, τα αναθέματα μεταξύ Ορθοδόξων και Παπικών δεν μπορούν να αρθούν με κινήσεις ...«καλής θελήσεως», αλλά μόνο με την μετάνοια!

Ας ερευνήσουν αμφότεροι με βάση τις Γραφές και την Ιερά Παράδοση[16] ποιοι είναι εκείνοι που σφάλλουν και ας τολμήσουν να κάνουν το βήμα εκείνο το οποίο όντως θα άρει τα Αναθέματα: να ομολογήσουν και να αποδεχθούν την Αλήθεια χωρίς φόβο και πάθος, απορρίπτοντας τις πλάνες και τις κακοδοξίες!


[1] Ιωάννου Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία, τόμος ΙΙ, Graz 1968, σελ. 1029[1109].

[2] Μετάφραση ημέτερη. Το πρωτότυπο κείμενο: «Praeterea sententiam excommunicationis tunc latam ex Ecclesiae memoria evellere volumus ac de eius medio removere, atque eam volumus oblivione contectam et obrutam» (Καρμίρη, ό.π., σελ. 1030[1110]).

[3] Αθανασίου Σακαρέλλου, Έγινε από το 1965 η Ένωση των Εκκλησιών!

[4] Αριστοτέλους Δελήμπαση, Πανορθόδοξος Σύνοδος, Αθήνα 1976, σελ. 74-75.

[5] Αριστοτέλους Δελήμπαση, Η αίρεσις του Οικουμενισμού, Αθήνα 1972, σελ. 250.

[6] Ναθαναήλ Χύχα, Εγχειρίδιον περί του πρωτείου του Πάπα (επιμ. Ανδρονίκου Δημητρακοπούλου αρχιμανδρίτου), Λειψία 1869, σελ. ια-ιβ.

[7] Δοσιθέου Ιεροσολύμων, Τόμος Αγάπης, Ιάσιο 1698, σελ. 547.

[8] Στο ίδιο, σελ. 552-554.

[9] «Ἐάν τὶς εἴπη ὅτι κατὰ θεῖον πρόσταγμα ἢ πρὸς σωτηρίας ἀνάγκην, πὰς τις χριτιανὸς ὀφείλει ἐκατέρου εἴδους τοῦ ἁγιωτάτου μυστηρίου τῆς Εὐχαριστίας μεταλαμβάνειν, ἀνάθεμα ἔστω» (Κανόνες και δόγματα της ιεράς και αγίας οικουμενικής εν Τριδέντω γενομένης συνόδου, Ρώμη 1583, σελ. 103).

[10] «Ἐάν τὶς εἴπη τὴν τῆς Εὐχαριστίας κοινωνίαν τοῖς μικροῖς παιδίοις πρὶν εἰς τὰ τῆς διακρίσεως ἔτη αὐτὰ ἀφίκεσθαι, ἀναγκαίαν εἶναι, ἀνάθεμα ἔστω» (στο ίδιο).

[11] Το πρωτότυπο κείμενο των αποφάσεων εδώ (ιταλιστί): https://www.totustuustools.net/concili/vat1.htm

[12] «Επομένως, αν κάποιος πει ότι ο μακάριος απόστολος Πέτρος δεν διορίστηκε, από τον Χριστό τον Κύριο, ως άρχοντας όλων των αποστόλων και ορατή κεφαλή ολόκληρης της στρατευομένης Εκκλησίας ή ότι έλαβε άμεσα και αμέσως από τον Κύριό μας Ιησού Χριστό μόνο το πρωτείο τιμής και όχι πραγματικής δικαιοδοσίας, ας είναι ανάθεμα» (Πρωτότυπο κείμενο: «Perciò se qualcuno dirà che il beato apostolo Pietro non è stato costituito da Cristo signore, principe di tutti gli apostoli e capo visibile di tutta la chiesa militante; ovvero che egli direttamente ed immediatamente abbia ricevuto dal signore nostro Gesù Cristo solo un primato d’onore e non di vera e propria giurisdizione: sia anatema»).

[13] «Εάν λοιπόν, κάποιος πει ότι δεν είναι θεσμοθετημένο από τον ίδιο τον Χριστό τον Κύριο, δηλαδή θείω δικαίω, ότι ο μακαριστός Πέτρος θα έχει πάντα διαδόχους στο Πρωτείο σε ολόκληρη την Εκκλησία ή ότι ο Ρωμαίος Ποντίφικας δεν είναι ο διάδοχος του μακαριστού Πέτρου σε αυτό το Πρωτείο, ας είναι αναθεματισμένος». (Πρωτότυπο κείμενο: «Se, quindi, qualcuno dirà che non è per istituzione dello stesso Cristo signore, cioè per diritto divino, che il beato Pietro ha sempre dei successori nel primato su tutta la chiesa; o che il Romano pontefice non è successore del beato Pietro in questo primato: sia anatema.»).

[14] «Επομένως, αν κάποιος πει ότι ο Ρωμαίος Ποντίφικας έχει μόνο ένα αξίωμα εποπτείας ή καθοδήγησης, και όχι, αντ' αυτού, την πλήρη και υπέρτατη εξουσία δικαιοδοσίας σε ολόκληρη την Εκκλησία, όχι μόνο σε θέματα πίστης και εθίμων, αλλά και σε ότι αφορά την πειθαρχία και κυβέρνηση της οικουμενικής εκκλησίας· ή ότι έχει μόνο ένα κύριο μέρος, και όχι, αντ' αυτού, την πλήρη πληρότητα αυτής της δύναμης. ή ότι δεν είναι συνηθισμένο και άμεσο, τόσο σε όλες τις μεμονωμένες εκκλησίες όσο και σε καθένα από τους μεμονωμένους ποιμένες: ας είναι ανάθεμα». (Πρωτότυπο κείμενο: «Perciò se qualcuno dirà che il Romano pontefice ha solo un potere di vigilanza o di direzione, e non, invece, la piena e suprema potestà di giurisdizione su tutta la chiesa, non solo in materia di fede e di costumi, ma anche in ciò che riguarda la disciplina e il governo della chiesa universale; o che egli ha solo una parte principale, e non, invece, la completa pienezza di questa potestà; o che essa non è ordinaria ed immediata, sia su tutte le singole chiese, che su tutti i singoli pastori: sia anatema»).

[15] «Εμείς, λοιπόν, πιστά τηρώντας μια παράδοση αποδεκτή από την αρχή της χριστιανικής πίστης, προς δόξα του Θεού του Σωτήρα μας, για την ανάταση της καθολικής θρησκείας και τη σωτηρία των χριστιανικών λαών, με την έγκριση της ιεράς συνόδου, διδάσκουμε και ορίζουμε ως ένα θεϊκά αποκαλυφθέν δόγμα ότι όταν ο Ρωμαίος Ποντίφικας μιλάει ex cathedra, δηλαδή όταν εκπληρώνοντας το αξίωμά του ως ποιμένας και διδάσκαλος όλων των Χριστιανών, δυνάμει της υπέρτατης αποστολικής του εξουσίας ορίζει ότι ένα δόγμα σχετικά με την πίστη ή τα ήθη πρέπει να γίνονται πιστευτά από όλη την εκκλησία, γιατί εκείνη η θεία βοήθεια που του υποσχέθηκε ο μακαριστός Πέτρος, απολαμβάνει αυτό το αλάθητο, με το οποίο ο θείος Λυτρωτής ήθελε να προικιστεί η εκκλησία του, όταν ορίζει το δόγμα σχετικά με την πίστη ή τα έθιμα. Επομένως, αυτοί οι ορισμοί είναι μη αναμορφώσιμοι από μόνοι τους και χωρίς τη συναίνεση της Εκκλησίας. Αν τότε κάποιος - Θεός φυλάξοι! - τολμά να αντικρούσει αυτόν τον ορισμό μας: ας είναι ανάθεμα.»
 (Πρωτότυπο κείμενο: «Noi, quindi, aderendo fedelmente ad una tradizione accolta fin dall’inizio della fede cristiana, a gloria di Dio, nostro salvatore, per l’esaltazione della religione cattolica e la salvezza dei popoli cristiani, con l’approvazione del santo concilio, insegniamo e definiamo essere dogma divinamente rivelato che il Romano pontefice, quando parla ex cathedra, cioè quando, adempiendo il suo ufficio di pastore e maestro di tutti i cristiani, in virtù della sua suprema autorità apostolica definisce che una dottrina riguardante la fede o i costumi dev’essere ritenuta da tutta la chiesa, per quell’assistenza divina che gli è stata promessa nel beato Pietro, gode di quella infallibilità, di cui il divino Redentore ha voluto dotata la sua chiesa, allorché definisce la dottrina riguardante la fede o i costumi. Quindi queste definizioni sono irreformabili per virtù propria, e non per il consenso della chiesa. Se poi qualcuno - Dio non voglia! - osasse contraddire questa nostra definizione: sia anatema»).

[16] Ιερά Παράδοση αποτελεί ό,τι εκ παραδόσεως εγγράφου ή αγράφου, συμφωνεί με την Γραφή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου