Τετάρτη 28 Φεβρουαρίου 2024

«Κατέσχες, ὦ βασιλεῦ, τὴν Κωνσταντινούπολιν»


Γιατί ο Μιχαήλ. Είναι αρχές Αυγούστου, νύχτα, το έτος 1261. Ο Μιχαήλ Παλαιολόγος βρίσκεται στη σκηνή του ανάμεσα στο στράτευμα, στο Μετεώριον της Ιωνίας. Έξαφνα, οι κραυγές των στρατιωτών και η χαμηλή φωνή της αδελφής του Ειρήνης τον ξυπνούν.
«Κατέσχες, ὦ βασιλεῦ, τὴν Κωνσταντινούπολιν.»
Ο Μιχαήλ πρέπει να βιαστεί· πρέπει να φτάσει στην Πόλη πριν ο στόλος των Βενετών, εξίσου μακρυά, στον Εύξεινο, προκάμει. Καθ΄ οδόν στο βουνό Κάλαμος, ένα άγημα του Στρατηγόπουλου έρχεται από την Βασιλεύουσα κουβαλώντας τα σύμβολα του Λατίνου σφετεριστή: ένα λατινικό στέμμα με μαργαριτάρια, τα κόκκινα κοκοβαφή πέδιλα και ένα σπαθί με μεταξωτό κάλυμμα. Μα χρόνος για χάσιμο δεν υπάρχει. Ο Στρατηγόπουλος μπήκε με ελάχιστες δυνάμεις στην Πόλη, και πλέον οι Βενετοί επέστρεφαν από την Δαφνουσία.

Ο Μιχαήλ φτάνει μπροστά στα τείχη της πόλεως του Κωνσταντίνου στις 14 του μηνός. Αλλά δεν θα περάσει την Πύλη τότε.
Στις 15, ανήμερα της προστάτιδος της Πόλης, ο Μητροπολίτης Κυζίκου ανέβηκε σε έναν από τους πύργους της Χρυσείας Πύλης κρατώντας την εικόνα της μονής των Οδηγών. Ο Αυτοκράτορας απέθεσε το κράνος και γονάτισε· μαζί γονάτισαν όλοι γύρω του και πίσω. Αφού ακούστηκαν ευχές για το επίτευγμα, μαζί με εκατό αρχόντους επίσημη πομπή, εισήλθε πεζός από τη Χρυσεία Πύλη στη Βασιλεύουσα. Πεζός συνέχισε καθ΄όλη την πορεία με την εικόνα της Θεομήτορος να προηγείται ανάμεσα στα αλαλάζοντα πλήθη, ως τη μονή Στουδίου. Εκεί απέθεσε την εικόνα και ιππεύοντας κατέφθασε στο μεγάλο τέμενος της Σοφίας, όπου, όπως γράφει ο Ακροπολίτης:
«ἐν εὐφροσύνῃ γοῦν καὶ θυμηδίᾳ πολλῇ καὶ ἀπλέτῳ χαρᾷ τὸ Ῥωμαϊκὸν τῷ τότε γεγένηται πλήρωμα.»

Μιχαήλ Παλαιολόγος, χειρόγραφο Κρατικής Βιβλιοθήκης Μόσχας, 15ο
ς

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου