Παρασκευή 15 Μαρτίου 2024

Ο Παράδεισος τών Δυτικών, είναι η κόλαση τών Χριστιανών!

π. Ιωάννη Ρωμανίδη
Εμπειρική Δογματική τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις προφορικές παραδόσεις τού π. Ι. Ρωμανίδη" Τόμος Β΄. 
 Τού σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου και αγ. Βλασίου Ιεροθέου.

Ο Χριστός μας αποκάλυψε ότι θα έλθει κατά την Δευτέρα Παρουσία Του για να κρίνει ζώντες και νεκρούς. Είναι γνωστή η περικοπή της Μελλούσης Κρίσεως, κατά την οποία θα χωρίσει τους ανθρώπους, όπως ο ποιμήν χωρίζει τα πρόβατα από τα ερίφια, και ύστερα από έναν διάλογο οι δίκαιοι θα πορευθούν «εις ζωήν αιώνιον» και οι αμαρτωλοί «εις κόλασιν αιώνιον» (Ματθαίος κε, 46). Και στο Σύμβολο της Πίστεως ομολογούμε: «και πάλιν ερχόμενον μετά δόξης κρίναι ζώντας και νεκρούς».

Πριν από την Δευτέρα Κρίση, θα γίνει ανάσταση των σωμάτων των ανθρώπων. Προηγουμένως έγινε λόγος για την πρώτη και δεύτερη ανάσταση. Η πρώτη ανάσταση βιώνεται με το Βάπτισμα και την θεία Κοινωνία και η δεύτερη ανάσταση είναι μετά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, για να ζήσει ολόκληρος ο άνθρωπος το «αεί ευ είναι» ή το «αεί φευ είναι»

Κατά την εικονογράφηση της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού φαίνεται τι είναι ο Παράδεισος και τι είναι η Κόλαση.

«Παρακαλώ, να πάτε να βρείτε την εικόνα της Δευτέρας Παρουσίας και θα δείτε ότι γύρω από τον Χριστό είναι αυτοί που είναι στον Παράδεισο και βρίσκονται μέσα σε ένα χρυσό φως, το φως το οποίο τους περιβάλλει είναι χρυσό. Αυτό το ίδιο το χρυσό φως. Όσο μακρύνεται από τον Χριστό, αρχίζει και αλλάζει χρώμα και σιγά-σιγά από χρυσό, όσο απομακρύνεται, γίνεται κόκκινο και μέσα στο κόκκινο φως είναι οι κολασμένοι. Και οι σωσμένοι βλέπουν τον Χριστό, αλλά μέσα σε χρυσό χρώμα, αλλά και οι κολασμένοι βλέπουν και αυτοί τον Χριστό από μακριά, αλλά το φως του Χριστού το βλέπουν κόκκινο, διότι για τους μεν είναι η δόξα του Θεού και για τους δε είναι το πυρ το αιώνιο, το σκότος το εξώτερο και το "πυρ το καταναλίσκον". 

Επομένως, από αυτής της απόψεως εμείς οι Ορθόδοξοι συμφωνούμε με τους πιο φιλελευθέρους ανθρώπους του κόσμου. Δεν μπορεί να υπάρχει πιο φιλελεύθερο μήνυμα από αυτό που έχουν οι Πατέρες της Εκκλησίας, οι οποίοι όχι μόνον τονίζουν ότι "παιδάκι μου όλοι θα πάμε στο ίδιο μέρος", όπως μου έλεγε μια γιαγιά, αλλά επίσης τονίζουν ότι ο Θεός εξ ίσου αγαπά όλους τους ανθρώπους, και κολασμένους και σεσωσμένους, και θεωμένους και Αγίους, και αγγέλους και διαβόλους, και καλούς και κακούς, και πόρνες και καλές κ.ο.κ. Ο Θεός εξ ίσου αγαπάει όλους τους ανθρώπους, ο Θεός αδιακρίτως αγαπάει όλους τους ανθρώπους. Οπότε, εξ επόψεως του Θεού, ο Θεός σώζει όλους τους ανθρώπους, θέλει την σωτηρία όλων των ανθρώπων, και ο Θεός έχει προορίσει την σωτηρία σε όλους τους ανθρώπους.

Και πού το ξέρουμε; Διότι και η Κόλαση είναι σωτηρία (διατηρείται ο άνθρωπος) και η Κόλαση είναι ένας τρόπος τελειοποιήσεως, αλλά είναι Κόλαση και όχι Παράδεισος. Διότι ο ίδιος κολασμένος δεν είναι επιδεκτικός προόδου, ο ίδιος δεν επιδέχεται πρόοδο στην τελειοποίηση. Γιατί; Διότι έχει πάθει πώρωση στην συνείδησή του, δηλαδή πωρώθηκε η καρδιά του, έχει μείνει τόσο πολύ εγωιστής και εγωκεντρικός, που δεν μπορεί να εξελιχθεί η προσωπικότητά του από την ιδιοτέλεια στην ανιδιοτέλεια. Επειδή δεν μπορεί πλέον να εξελιχθεί αυτός, τελειοποιείται στην ιδιοτέλειά του. Αλλά και η Κόλαση γι' αυτόν είναι κακό, δεν είναι εξ επόψεως του Θεού τιμωρία, αλλά είναι τιμωρία εξ επόψεως ανθρώπινης.

Με άλλα λόγια ο άνθρωπος έμεινε αθεράπευτος. Γιατί; Διότι η καρδιά του είχε ανάγκη από θεραπεία, η καρδιά του ή ο νους του ήταν άρρωστη ή άρρωστος και δεν έτυχαν θεραπείας. Αυτή η θεραπεία, όμως, που αρχίζει, πώς γίνεται και πώς εξασφαλίζεται στον άνθρωπο; Η θεραπεία στην Ορθόδοξη εμπειρία αρχίζει εδώ, στον κόσμο αυτό».

Στην δυτική παράδοση περί Παραδείσου και Κολάσεως βλέπουμε απόψεις που είναι διαφορετικές από την Ορθόδοξη διδασκαλία.

«Οι διδασκαλίες του Αυγουστίνου περί απολύτου προορισμού, περί Κολάσεως, περί Παραδείσου, βασίσθηκαν σε αυτές τις αντιλήψεις που είχε τις δικανικές απόψεις περί πτώσεως του ανθρώπου και περί αμαρτίας, εν συνδυασμώ με την νεοπλατωνική του αντίληψη περί Παραδείσου. Εισήγαγε στον Χριστιανισμό την ιδέα ότι η Κόλαση είναι τα καταχθόνια, κάτω από την γη που πάνε οι άνθρωποι για να τιμωρηθούν, ο Παράδεισος είναι το διάστημα.

Διότι, εκείνα τα χρόνια πιστεύανε ότι τα αμετάβλητα είναι τα πέραν των ουρανίων σωμάτων, που δεν υπάρχει κίνηση και δεν υπάρχει εξέλιξη κ.ο.κ., και ότι επί της γης εδώ υπάρχει ο τόπος της δοκιμασίας, ώστε αν είμαστε καλά παιδιά να πάμε στον Παράδεισο, υπεράνω των αστέρων και του ουρανού κλπ. και αν είμαστε κακά παιδιά θα πάμε κάτω από την γη, για να τιμωρηθούμε στα καταχθόνια».

Ο Παράδεισος στην δυτική παράδοση συνδέθηκε με την ευδαιμονία της ψυχής και την ικανοποίηση τών επιθυμιών της.

«Στην Ορθόδοξη παράδοση δεν υφίσταται τέτοιο θέμα. Γιατί; Διότι ο προορισμός του ανθρώπου δεν είναι η ευδαιμονία, δεν είναι η ικανοποίηση τών επιθυμιών του ανθρώπου. Και οι Πατέρες δεν διδάσκουν ότι ο Θεός θα γίνει κτήμα του ανθρώπου, ή ο άνθρωπος μπορεί να χρησιμοποιήσει τον Θεό για την ευδαιμονία του· πόσο μάλλον τον συνάνθρωπο.

Οπότε, τα καπιταλιστικά θεμέλια που υπάρχουν στην φιλοσοφία του φεουδαλισμού του Μεσαίωνος, προέρχονται από τον Αυγουστίνο, αλλά, κυρίως, από τους αρχαίους Έλληνες. Διότι η διδασκαλία περί ευδαιμονίας ξεκίνησε από τους αρχαίους Έλληνες, από τον Πλάτωνα και από τον Αριστοτέλη, με κάποια αντίδραση από τους Στωικούς και από τους Επικούρειους. Στην Χριστιανική παράδοση, όμως, της Δύσεως επικράτησε ο Αριστοτέλης και ο Πλάτων. Αυτά τα στοιχεία, όμως, δεν υπάρχουν στην πατερική θεολογία».

Επειδή στον Παράδεισο οι δίκαιοι θα ζουν την «αεικίνητη στάση» και την «στάσιμη κίνηση», ενώ στην Κόλαση θα υπάρχει «παύση της προόδου», γι' αυτό η δυτική παραδείσια στάσιμη ευδαιμονία ομοιάζει με την Ορθόδοξη διδασκαλία για την Κόλαση.

«Με αστείο τρόπο έλεγα στους Λατίνους ότι οι αντιλήψεις της λατινικής παραδόσεως περί Παραδείσου είναι ακριβώς οι Ορθόδοξες αντιλήψεις περί Κολάσεως. Και το έχω γράψει κιόλας έτσι, δηλαδή, υπό τύπον αστειότητος, ότι ο Παράδεισος ο δικός τους για μας είναι η Κόλαση, αυτή η ικανοποίηση των επιθυμιών και η παύση, ας πούμε, της προόδου.

Γιατί στην δική μας παράδοση ο άνθρωπος οδεύει αιωνίως προς ανώτερα στάδια της τελειότητος. Αυτό σημαίνει ότι για μας δεν σταματάει ποτέ η ιστορία. Υπάρχει και η ιστορία των Αγίων, υπάρχει και αιώνια ιστορία του ανθρώπου. Το ότι ο Χριστός αναστήθηκε με το Σώμα Του και ότι είναι άνθρωπος, πλήρης άνθρωπος ο Χριστός, μέχρι σήμερα και στους αιώνες των αιώνων, σημαίνει ότι ο Χριστός, το Σώμα Του, η ανθρώπινή Του φύση, είναι ιστορία. Δεν έχει αλληλοδιαδοχή ενεργειών μέχρι σήμερα; Έχει αλληλοδιαδοχή ενεργειών, δεν έχουν παύσει οι ενέργειες του Σώματος του Χριστού. Οπότε, το Σώμα του Χριστού είναι αναπόσπαστο μέρος της ιστορίας, που σημαίνει ότι είναι μια εγγύηση ότι η ιστορία έχει αιωνιότητα, δεν θα σταματήσει η ιστορία, όπως λένε ουκ ολίγοι θεολόγοι σήμερα που πιστεύουν στον Πλάτωνα, ότι θα σταματήσει η ιστορία. Όχι, δεν θα σταματήσει η ιστορία. Γιατί δεν θα σταματήσει η ιστορία; Διότι το Σώμα με το οποίο αναστήθηκε ο Χριστός θα υπάρχει αιωνίως και εμείς θα αναστηθούμε με σώματα, δεν θα είμαστε απλώς ψυχές στον Παράδεισο. Θα είμαστε ολόκληροι άνθρωποι».

Έπειτα, οι Δυτικοί ομιλούν για τον Παράδεισο και την Κόλαση από την άποψη της δικαιοσύνης. Αυτή είναι μια κοινωνιολογική ερμηνεία της αιωνίου ζωής.

«Στην άλλη ζωή θα θριαμβεύσει η δικαιοσύνη, δηλαδή, που γράφανε οι Δυτικοί και ποιήματα για αυτά τα θέματα. Και έχουμε τα ποιήματα του Δάντε και έχουμε και τα ποιήματα του Ιωάννη Μίλτον, του μεγάλου Αγγλοσάξωνος ποιητού της Καλβινικής παραδόσεως, ο οποίος γαργαλίζει την όρεξη με την ιδέα της τιμωρίας των κακών παιδιών στην άλλη ζωή.

Αυτή η αντίληψη περί Κόλασης ήταν μία προέκταση της αστυνόμευσης της κοινωνίας· γινόταν με χρήματα από τους παπάδες, από τους δεσποτάδες, από τους θεολόγους, από την συγγραφική δράση αυτών των ανθρώπων. Και, βέβαια, η ουσία του Χριστιανισμού, βάσει αυτών των θεμελίων, ήταν να φοβερίζουν πρώτα τους δουλοπαροίκους, που εάν δεν φοβηθούν την αστυνομία της αριστοκρατίας, τουλάχιστον ας φοβηθούν την θρησκεία και να συμμορφωθούν με τους κανόνες της καλής συμπεριφοράς, στην τάξη στην οποία ανήκει ο καθένας, για να αναπτυχθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο η κοινωνία αυτή της φεουδαλικής Ευρώπης.

Ο Τζον Μίλτον ήταν μέλος της φεουδαλικής κοινωνίας της Ευρώπης της Αγγλίας και ο Δάντε, βέβαια, ήταν Φράγκος της Φλωρεντίας, οι οποίοι Φράγκοι της Ιταλίας εκείνη την εποχή ήταν οι καταδυνάστες των δουλοπαροίκων.

Αυτή η θεολογία της φραγκιάς και η θεολογία των Καλβινιστών και η θεολογία των Εγγλέζων ήρθαν από φεουδαλικά καλούπια και εξυπηρετούντο οι τάξεις των πλουσίων, για να χαλιναγωγήσουν αυτά τα άτακτα παιδιά που ήταν τα μέλη μιας προηγμένης κοινωνίας.

Βέβαια, η ιταλική κοινωνία, μετά την προτεσταντική επανάσταση εναντίον της Ρώμης, διέφερε από την παπική κοινωνία στο ότι αναπτύχθηκαν τα πρώτα θέματα αστικής δημοκρατίας, που επεκράτησε τότε στην Ευρώπη και μεταφέρθηκε στην Αμερική. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια του Μεσαίωνος και της προτεσταντικής μεταρρυθμίσεως δημιουργήθηκε η ιδέα ότι η θρησκεία έχει ως ουσιαστικό και αναπόσπαστο στοιχείο αυτό το δόγμα περί ζωής μετά τον θάνατο».

Επίσης, στην Δύση αναπτύχθηκε η άποψη ότι Παράδεισος είναι να βλέπει κανείς τον Θεό, ενώ Κόλαση είναι η έλλειψη της θεοπτίας ή και η απουσία του Θεού. Όμως, Κόλαση δεν είναι η απουσία του Θεού, αλλά η παρουσία του Θεού ως πυρός-φωτιάς.

«Παράλληλα με αυτές τις θεωρίες του Δάντη (Dante) που βγαίνουν από την φραγκική παράδοση που έχουν ως πηγή όχι ακριβώς τον Αυγουστίνο, αλλά ρίζες στον Αυγουστίνο, υπήρξαν οι θεωρίες αυτές του Μεσαίωνα σε συνδυασμό με τις φραγκικές θεωρίες περί Κολάσεως και Παραδείσου, που εκφράζονται τόσο ωραία στους σχολαστικούς θεολόγους, στον Δάντη (Dante), στους νεωτέρους συγγραφείς, όπως είναι ο Μίλτον ο Εγγλέζος η ο Τζέϊμς Τζόϊς (James Joyce) ο Ιρλανδός στα ποιήματα τους και βλέπει κανείς ολοζώντανα την μεσαιωνική φραγκική αντίληψη περί Παραδείσου και Κολάσεως.

Κατά την αντίληψη αυτών των ανθρώπων ο Παράδεισος είναι το να βλέπει κανείς τον Θεό, η θεοπτία είναι Παράδεισος και η Κόλαση είναι έλλειψη της θεοπτίας. Στην έλλειψη της θεοπτίας προστίθεται η γαρνιτούρα, δηλαδή, και τα κτιστά πυρά της Κολάσεως, είναι κάτι φοβερές εικόνες των βασάνων στην Κόλαση που βρίσκει κανείς στον (Dante) Δάντη, Μίλτον, Τζέϊμς Τζόϊς (James Joyce) που εκφράζουν την δυτική αντίληψη περί Κολάσεως. Μάλιστα, θυμούμαι πολύ καλά, όταν πήγα στο παπικό γυμνάσιο, κάθε χρόνο όταν περιγράφανε για να φοβερίσουν τους μαθητές, περιγράφανε την Κόλαση έτσι, δηλαδή. Ήταν μια ωραία τέχνη εκ μέρους των δασκάλων, των Ιερέων δηλαδή, να φοβερίσουν τα παιδιά μ' αυτές τις εικόνες περί Κολάσεως».

Η περί Παραδείσου και Κολάσεως διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας συμπίπτει με μια Εβραϊκή ερμηνεία περί Παραδείσου και Κολάσεως, αλλά και οι Λατίνοι και Προτεστάντες διαφοροποιούνται, κυρίως, ως προς την Κόλαση.

«Η πατερική περιγραφή είναι σωστή, τυγχάνει να είναι και ταυτόσημη με μια σεβαστή μερίδα Εβραίων θεολόγων, όταν και αυτοί κάνουν περιγραφή. Κατά την περιγραφή αυτή ο Θεός ο ίδιος είναι η Κόλαση και ο Παράδεισος. Αυτό είναι το ένα στοιχείο στην βάση αυτής της θεολογίας. Δεύτερο στοιχείο είναι ότι, μεταξύ αυτού του Θεού που είναι Παράδεισος και Κόλαση και του κτιστού κόσμου, ουδεμία ομοιότητα υπάρχει. Αυτό είναι θεμέλιο και της Εβραϊκής ερμηνείας της Παλαιάς Διαθήκης και της Ορθοδόξου πατερικής ερμηνείας της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Σε αυτούς τους δύο τομείς η Εβραϊκή θεολογία και η Ορθόδοξη πατερική θεολογία ταυτίζονται απόλυτα.

Και εδώ ακριβώς υπάρχει ή πιό βασική διαφορά με την προτεσταντική παράδοση και την φραγκολατινική παράδοση που ακολούθησε τον Αυγουστίνο. Σε αυτές τις παραδόσεις τις προτεσταντικές και στην λατινική παράδοση υπάρχει σαφής διαχωρισμός μεταξύ Κολάσεως και Παραδείσου. Άλλος είναι ο Παράδεισος, άλλη είναι η Κόλαση.

Όλοι συμφωνούν ότι Παράδεισος είναι ο ίδιος ο Θεός και σε αυτό συμφωνούν μ’ εμάς και με τους Εβραίους. Αλλά στο θέμα της Κολάσεως υπάρχουν δύο απόψεις. Από μιας απόψεως και οι Παπικοί και οι Προτεστάντες όλοι συμφωνούν ότι η Κόλαση είναι στέρηση της δράσεως του Θεού, δηλαδή στην Κόλαση ο άνθρωπος δεν βλέπει τον Θεό. Μετά όμως αφού συμφωνούν σε αυτό, ότι στην Κόλαση ο κολασμένος δεν βλέπει τον Θεό -σε αυτό όλοι συμφωνούν και οι Προτεστάντες και οι Παπικοί. Μετά όμως, εκτός από το ότι δεν βλέπουν τον Θεό, υπάρχει και μια προσθήκη σε ορισμένους. Μερικοί μένουν σε αυτό το σημείο και απλώς λένε ότι η Κόλαση είναι το να μη βλέπει ο άνθρωπος τον Θεό και τίποτε άλλο. Αυτή είναι η Κόλαση, το γεγονός ότι ο άνθρωπος δεν βλέπει τον Θεό και, εφ' όσον δεν βλέπει τον Θεό, δεν είναι ευδαίμων και ευτυχής, και γι' αυτόν τον λόγο, επειδή στερείται του Θεού είναι κολασμένος.

Σε αυτό ορισμένοι Προτεστάντες και Παπικοί στην ιστορία προσθέτουν, ότι σε αυτήν την Κόλαση, έκτος του ότι δεν θα βλέπουν τον Θεό, θα βρίσκονται μέσα σε φωτιές και θα ψήνονται οι άνθρωποι, θα μαγειρεύονται δηλαδή. Εάν θέλετε να δείτε πώς ακριβώς κατά τον Μεσαίωνα, τα πιστεύανε αυτά τα πράγματα, σας παροτρύνω, δηλαδή σας προτρέπω, συγγνώμη για την άλλη έκφραση, σας προτρέπω να διαβάσετε την "θεία κωμωδία" του Δάντη».

Αυτές οι απόψεις, και πολλές άλλες, που έχουν σχέση με το κτιστό πυρ της Κολάσεως -τα καζάνια, τις κτιστές φωτιές κλπ- είναι ξένες στην πατερική Ορθόδοξη παράδοση. Στην Ορθόδοξη εικόνα της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού φαίνεται ότι από τον θρόνο του Θεού εξέρχεται το Φως, που φωτίζει τους δικαίους, και από τον ίδιο τον θρόνο του Θεού εκπορεύεται ο πύρινος ποταμός, που κατακαίει τους αμαρτωλούς.

Αυτό σημαίνει ότι και το Φως, που φωτίζει τους δικαίους, και το πυρ, που καίει τους αμαρτωλούς, εξέρχονται από τον Θεό και είναι άκτιστα. Το Φως, που φωτίζει τους δικαίους, είναι η φωτιστική ενέργεια του Θεού και το πυρ, που καίει τους αμαρτωλούς, είναι η καυστική ενέργεια του Θεού. Το Φως στους δικαίους είναι άκαυστο και το πυρ στους αμαρτωλούς είναι αλαμπές. Και η μέθεξη αμφοτέρων έχει σχέση με το ότι οι δίκαιοι βρίσκονταν, όσο ζούσαν, στο στάδιο του φωτισμού του νου και της Θεώσεως, γι' αυτό ενεργούσε η Χάρη του Θεού ως Φως και οι αμαρτωλοί δεν είχαν καθαρθεί και βίωναν την Χάρη του Θεού ως πυρ.

«Η δόξα του Θεού στην Αγία Γραφή ονομάζεται με τις αντιθέσεις φως - γνόφος, και πυρ - σκότος, όπως και παράλληλα δόξα - νεφέλη, και αστραπή - καπνός. Οι φίλοι του Θεού βλέπουν τον Θεό εν φωτί - γνόφω ή εν δόξη - νεφέλη, ενώ οι ιδιοτελείς βλέπουν τον Θεό Κριτή, ως αστραπή - καπνό ή πυρ - σκότος».

Στην Αγία Γραφή, για να χαρακτηρισθεί η κατάσταση των δικαίων, χρησιμοποιούνται οι λέξεις «φως» και «γνόφος», και για να χαρακτηρισθεί η κατάσταση των αμαρτωλών χρησιμοποιούνται οι λέξεις «πυρ» και «σκότος». Γνωρίζουμε, όμως, ότι το φως είναι διαφορετικό από τον γνόφο (νέφος), που καλύπτει το φως. Και το πυρ είναι αντίθετο από το σκότος, γιατί με το πυρ φυγαδεύεται το σκότος και φωτίζεται το περιβάλλον.

Αυτό δείχνει ότι δεν υπάρχουν κτιστές λέξεις για να εκφράσουν απολύτως την άκτιστη πραγματικότητα. Διότι, το αιώνιο θείο Φως και το αιώνιο Πυρ είναι άκτιστα, είναι η ενέργεια του Θεού που βιώνεται από τους ανθρώπους ως φωτιστική η καυστική ενέργεια, ανάλογα με την πνευματική τους κατάσταση.

«Όλοι οι άνθρωποι θα δουν την δόξα του Θεού, και από αυτής της απόψεως έχουν το ίδιο τέλος. Όλοι, βέβαια, θα δουν την δόξα του Θεού, με την διαφορά ότι οι μεν σεσωσμένοι θα δουν την δόξα του Θεού ως Φως γλυκύτατο και ανέσπερο, οι δε κολασμένοι, θα δουν την ίδια δόξα του Θεού ως πυρ καταναλίσκον, σαν φωτιά που θα τους καίει. Αυτό, το ότι όλοι θα δούμε την δόξα του Θεού, είναι ένα αληθινό και αναμενόμενο γεγονός. Το να δει κανείς τον Θεό, δηλαδή την δόξα Του, το Φως Του, αυτό είναι κάτι που θα γίνει είτε το θέλουμε είτε όχι. Η βίωσις, όμως, αυτού του Φωτός θα είναι διαφορετική στους μεν από τους δε.

Οπότε, το έργο της Εκκλησίας και των παπάδων δεν είναι να μας βοηθήσουν να δούμε αυτήν την δόξα, διότι αυτό θα γίνει οπωσδήποτε. Το έργο της Εκκλησίας εστιάζεται στο πώς θα δει ο κάθε άνθρωπος τον Θεό. Όχι στο αν θα δει τον Θεό. Δηλαδή, το έργο της Εκκλησίας είναι να κηρύττει στους ανθρώπους ότι υπάρχει Θεός αληθινός, ότι ο Θεός αποκαλύπτεται είτε ως Φως είτε ως πυρ καταναλίσκον, ότι όλοι οι άνθρωποι κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού θα δούμε τον Θεόν και να προετοιμάζει τα μέλη της, ώστε να δουν τον Θεό όχι ως φωτιά, αλλά ως Φως».

«Η Εκκλησία δεν στέλνει κανέναν στον Παράδεισο η στην Κόλαση, αλλά προετοιμάζει τους πιστούς για την θέα του Χριστού εν δόξη την όποιαν θα έχουν όλοι οι άνθρωποι. Ο Θεός αγαπά τον κολασμένο τόσο όσον και τους Αγίους. Θέλει την θεραπεία όλων, αλλά όλοι δεν δέχονται την θεραπεία που Αυτός προσφέρει».

Έτσι, ο Παράδεισος και η Κόλαση δεν υφίστανται εξ επόψεως του Θεού, αλλά εξ επόψεως των ανθρώπων. Ο Θεός θα αγαπά εξ ίσου όλους τους ανθρώπους, θα στέλλει την Χάρη Του σε όλους, αφού Αυτός «τον ήλιον αυτού ανατέλλει επί πονηρούς και αγαθούς και βρέχει επί δικαίους και αδίκους» (Ματθαίος Ε΄, 45). Αλλά ο άνθρωπος δεν θα δέχεται κατά τον ίδιο τρόπο την Χάρη του Θεού· οι μεν θα βλέπουν τον Θεό ως Φως και οι άλλοι ως πυρ. Θα συμβαίνει ό,τι γίνεται με την θεία Κοινωνία. Για όσους προετοιμάζονται κατάλληλα, η θεία Κοινωνία γίνεται «εις ζωήν αιώνιον», για όσους δεν έχουν καθαρθεί, η θεία Κοινωνία γίνεται «εις κρίμα και κατάκριμα»

«Παράδεισος και Κόλαση είναι το ίδιο πράγμα. Παράδεισος τι είναι; να βλέπεις τον Θεό, να βλέπεις την δόξα του Θεού. Και να βλέπεις όλα τα κτίσματα μέσα στην δόξα του Θεού. "Πλήρης ο ουρανός και η γη της δόξης σου". Να βλέπει κανείς αυτή την δόξα του Θεού, που διαβρώνει και διαπερνάει το σύμπαν. Το να βλέπεις αυτό, αυτό είναι ο Παράδεισος. Αλλά, το να βλέπεις αυτό, χωρίς να είσαι προετοιμασμένος, βλέπεις την ίδια δόξα του Θεού, χωρίς να έχεις αγάπη και αντί να βλέπεις την δόξα, βλέπεις «πυρ καταναλίσκον». Διότι Κόλαση είναι ο ίδιος ο Θεός. Δεν υπάρχει διαφορά. Ποια είναι η διαφορά; Ο προετοιμασμένος καταλλήλως βλέπει τον Θεό ως δόξα και ο άλλος, ο οποίος δεν είναι προετοιμασμένος, δεν έχει μετάνοια, δεν έχει θεοπτία, και αυτός βλέπει τον Θεό, αλλά τον βλέπει ως "πυρ καταναλίσκον". Αυτό είναι το πυρ της Κολάσεως.

Οπότε, Παράδεισος και Κόλαση δεν είναι δύο διαφορετικά μέρη. Και ούτε είναι ο παπάς εκείνος που κόβει εισιτήρια για τον Παράδεισο. Διότι, όλοι θα δούμε την δόξα του Θεού, ανεξάρτητα από τους παπάδες και τους δεσποτάδες. Η δουλειά του παπά και του δεσπότη και του Κλήρου και του Πνευματικού είναι η θεραπεία, ώστε, όταν δούμε την δόξα, να δούμε Φως, Φως, Φως και όχι φωτιά. Αυτή η θεραπεία, αυτή είναι η δουλειά. Οπότε δεν είναι η δουλειά των Ιερέων να κάνουν μυστήρια και την θεραπεία να την κάνει ο Θεός στην άλλη ζωή.

Είναι σαν να πάμε στο γιατρό και να του πούμε ότι πονάμε κάπου, να μας διαβάσει μια ευχή ο γιατρός για να γίνουμε καλά στην άλλη ζωή. Εκεί είναι η θεραπεία του γιατρού; Όχι. Και οι Πατέρες λένε πως εδώ πρέπει να γίνει η θεραπεία μας. Μετά τον θάνατο "ουκ εστί μετάνοια". Τώρα είναι. Είτε θα θεραπευθούμε εδώ είτε όχι. Όταν πας εκεί, θα βλέπεις τον Θεό ως πυρ, το οποίο είναι ένα είδος σωτηρίας, διότι θα διατηρηθεί ο άνθρωπος, αλλά δεν είναι όμως η θέωση».

«Και έχουμε πει σε άλλα μαθήματα ότι, κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας, Παράδεισος και Κόλαση είναι το ίδιο πράγμα. Παράδεισος είναι η δόξα του Θεού, Κόλαση είναι η δόξα του Θεού, αλλά οι μεν θεούμενοι βλέπουν την δόξα ως δόξα και οι κολασμένοι την ίδια την δόξα την βλέπουν ως πυρ αιώνιο και σκότος εξώτερον. Πυρ αιώνιο και σκότος εξώτερον. Οπότε, το ίδιο φως και φωτίζει, αλλά και καίει. Είναι και "πυρ καταναλίσκον" και φως φωτίζον "πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον" (Ιωάννης Α', 9).

Η διαφορά είναι η εξής: ότι όποιος φθάσει και βλέπει την δόξα του Θεού και έχει περάσει από την κάθαρση της καρδιάς και έχει φθάσει στον φωτισμό, αυτός ο φωτισμένος, όταν δει την δόξα του Θεού, βλέπει την δόξα ως Φως. Και εκείνος ο οποίος δεν έχει φθάσει στον φωτισμό, που δεν έχει φωτισμό μέσα του, σημαίνει ότι όταν αυτός δει το Φως αυτό, το βλέπει ως πυρ καταναλίσκον. Αντί να βλέπει τον Θεό ως Φως, τον Θεό τον βλέπει ως πυρ καταναλίσκον, δηλαδή».

«Εμείς ξεύρουμε ότι ένας Ορθόδοξος ο οποίος δεν προετοιμάζεται σωστά και αν φθάσει και έχει πεπωρωμένη την καρδιά του, δηλαδή, θα δει τον Θεό ως πυρ καταναλίσκον».

«Αντίθετα με τις αντιλήψεις του Αυγουστίνου περί Παραδείσου και Κολάσεως, στους άλλους Πατέρες της Εκκλησίας, όχι μόνο της Ανατολής αλλά και της Δύσεως, η Κόλαση και ο Παράδεισος είναι το ίδιο πράγμα. Δεν υπάρχει καμιά διαφορά. Διότι, ο Παράδεισος είναι η θεοπτία. Όταν ο άνθρωπος βλέπει την δόξα του Θεού με ανιδιοτελή αγάπη, βλέπει τον Θεό ως Παράδεισο, δηλαδή, και αυτός είναι ο Παράδεισος.

Η ίδια αυτή θεοπτία από έναν ιδιοτελή άνθρωπο, ο οποίος δεν έχει μάθει να αγαπά και ο οποίος δεν έχει φθάσει στην αγάπη η οποία "ου ζητεί τα εαυτής" και αυτός βλέπει την δόξα του Θεού, αλλά την βλέπει ως "πυρ αιώνιον" και "σκότος εξώτερον".

Γι' αυτό και ο Γρηγόριος ο Παλαμάς κοροΐδευε τον Βαρλαάμ, λέγοντας: "Τι λες αποφατική θεολογία;". Ο μεγαλύτερος αποφατικός θεολόγος είναι ο διάβολος, διότι βλέπει την δόξα του Θεού και ως σκότος και ως πυρ. Σκότος - πυρ είναι αντιθέσεις, διότι αναφέρονται στον Θεό, ο οποίος είναι απερίγραπτος και γι' αυτό και οι Πατέρες χρησιμοποιούν αντιθέσεις όταν μιλάνε για τον Θεό· τον λένε φως, αλλά είναι και γνόφος. Ούτε φως είναι ούτε γνόφος είναι, διότι υπερβαίνει όλα τα κατηγορήματα της ανθρώπινης σκέψεως. Γι' αυτό και δεν υπάρχει νόημα και ρήμα που μπορεί να μεταφέρει στον άνθρωπο την πραγματικότητα του Θεού».

Αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται να θεραπευθούμε για να δούμε τον Θεό ως Φως. Αυτό είναι το έργο της Εκκλησίας.

«Η άκτιστη δόξα, την οποία έχει ο Χριστός κατά φύση από τον Πατέρα, είναι παράδεισος για εκείνους των οποίων η εγωκεντρική και ιδιοτελής αγάπη έχει θεραπευθεί και μεταμορφωθεί σε ανιδιοτελή αγάπη. Όμως, η ίδια δόξα είναι το Άκτιστον πυρ το αιώνιον και η κόλαση για εκείνους που επέλεξαν να μείνουν αθεράπευτοι μέσα στην ιδιοτέλειά τους».

Δυστυχώς, σήμερα πολλοί βλέπουν την Εκκλησία μέσα από την ηθική, κοινωνική και θρησκευτική προοπτική· να γίνουν δηλαδή οι άνθρωποι ηθικοί, καλοί πολίτες και οικογενειάρχες και καλοί θρησκευόμενοι άνθρωποι, ώστε και εδώ να ζουν καλά, αλλά και μετά θάνατον να εξευμενίσουν τον Θεό και να κερδίσουν τον Παράδεισο.

«Έχει επικρατήσει η άποψη ότι ο σκοπός της θεολογίας είναι, βέβαια, και η θεραπεία, αλλά εξ επόψεως της μελλοντικής ζωής. Δηλαδή, εφαρμόζουμε μία μέθοδο θεραπευτικής σήμερα, αλλά τα αποτελέσματα της θεραπείας θα φανούν μετά τον θάνατο ή κατά την ώρα του θανάτου. Δηλαδή, είμαστε καλά παιδιά τώρα, τηρούμε τις εντολές και έχουμε μέθεξη στην κάθαρση, υπό την έννοια ότι αποφεύγουμε τα αμαρτήματα -και συνήθως στην Ελλάδα αποφεύγουν "ορισμένα" αμαρτήματα, που έχουν πάρα πολύ συγκεκριμένη σημασία- και φθάνουμε στον θάνατο, και επειδή είμαστε "καλά παιδιά" και επειδή είμαστε ηθικά παιδιά, πάμε στον Παράδεισο, επειδή βραβευόμαστε για την καλή μας διαγωγή κατά την ζωή αυτή».

Απαιτείται, όμως, η θεραπεία της νοσούσης προσωπικότητος του ανθρώπου. Πρέπει να γίνει η κάθαρση της καρδιάς και ο φωτισμός του νου. Ο νους είναι το όργανο εκείνο, ο φακός που αμαυρώθηκε, σκοτείνιασε, και τώρα πρέπει να καθαρισθεί και φωτισθεί, για να λειτουργεί καλά και στην ζωή αυτή και να μπορεί να δει το Φως του Θεού κατά την Δευτέρα Παρουσία και έτσι ο Θεός να γίνει Φως για τον άνθρωπο.

«Εάν, όμως, θα αποκαλυπτόταν στον άνθρωπο έξαφνα το φως χωρίς να έχει προετοιμασθεί και χωρίς να γυαλισθεί ο φακός του, αντί να βλέπει τον Θεό ως Φως θα τον δει ως φωτιά. Και ένας τυφλός, ο οποίος ζει όλα τα χρόνια του μέσα στο σκοτάδι και, βέβαια, τα όργανα του ματιού του είναι φυσιολογικά, αλλά δεν έχει εκγυμνασθεί το μάτι του από την όραση του φωτός και, κατ’ ουσίαν, ο άνθρωπος αυτός είναι τυφλός, εάν έξαφνα τον βγάλουμε έξω ένα μεσημέρι στην Ελλάδα, το καλοκαίρι που δεν υπάρχουν σύννεφα στον ουρανό, αυτή η απότομη έκθεση αυτού του ανθρώπου στις ακτίνες του ηλίου και αντιμετωπίζοντας τον ήλιο κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορεί να πάθουν τα μάτια του. Εξάπαντος θα πάθουν μια ζημιά και, πιθανόν, ο άνθρωπος αντί να βλέπει, να καταντήσει πλέον σε όλη την ζωή του να είναι τυφλός.

Γι' αυτόν τον λόγο χρειάζεται σιγά-σιγά να εκγυμνασθεί και να συνηθίσουν τα μάτια και, αφού συνηθίσουν, μετά να μπορεί να κάνει περιπάτους μέσα στον ήλιο. Εάν θέλει κανείς ποτέ να τυφλωθεί, ας βάλει σελοτέϊπ στα μάτια του, να αναγκάσει τα μάτια του να μείνουν ανοιχτά και να καθίσει ανάσκελα βλέποντας τον ήλιο το μεσημέρι σε μια ατμόσφαιρα όπου δεν υπάρχει πολλή βαρομετρική πίεση και θα δείτε ότι μέσα σε ορισμένα λεπτά θα καταστρέψει τα μάτια του. Γι' αυτόν τον λόγο το να βλέπει κανείς τον ήλιο είναι καλό πράγμα, αλλά είναι και συγχρόνως επικίνδυνο. Ο ήλιος είναι και καλός, αλλά ο ήλιος μπορεί να είναι και κακός, ανάλογα με την χρήση που κάνει ο άνθρωπος».

Ο Χριστός ενηνθρώπησε, προσέλαβε ολόκληρη την ανθρώπινη φύση, για να την θεραπεύσει, γιατί, κατά τον Άγιο Γρηγόριο τον θεολόγο, «το απρόσληπτον και αθεράπευτον». Το Βάπτισμα, το Χρίσμα και η Θεία Ευχαριστία συντελούν στην κάθαρση, τον φωτισμό και την θέωση, αν, βέβαια, ο άνθρωπος ανταποκριθεί στην Ενέργεια του Θεού με την δική του συνέργεια. Οι Κληρικοί είναι θεραπευτές που ασκούν την θεραπευτική αγωγή με την μέθοδο του ησυχασμού και τα Μυστήρια της Εκκλησίας. Σε αυτό δίνουμε μεγάλη σημασία. Η Εκκλησία είναι το πραγματικό πνευματικό θεραπευτήριο. Με αυτήν την προοπτική μπορούμε να κάνουμε λόγο για την θεραπεία. 

Ο ησυχασμός δεν είναι κάτι μεταγενέστερο που αναπτύχθηκε από τον Άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο και τους Πατέρες του 13ου και 14ου αιώνος, αλλά η αυθεντική παράδοση των Αγίων, δια του οποίου συμμετέχουμε, αξίως, στα Μυστήρια της Εκκλησίας.

«Η ουσία αυτής της παραδόσεως ήταν η ασκητική παράδοση των Πατέρων που είχε διατηρηθεί μέσω των αιώνων, ιδίως στα Μοναστήρια, και, κυρίως, μετά τον Συμεών τον Νέο Θεολόγο, ο οποίος είχε κάμει μια τεράστια επανάσταση στην εποχή του και μου φαίνεται πάρα πολύ μεγάλη ανάγκη να γίνει πάλι η ίδια επανάσταση σήμερα.

Γι' αυτό είναι διαστροφή της ιστορικής πραγματικότητος να μιλάμε για Μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας και να τους χωρίζουμε από τους νηπτικούς Πατέρες και να μιλάμε γι' αυτούς σαν να ήταν κάτι διαφορετικό από τους άλλους Πατέρες. Όλοι οι Πατέρες ήσαν νηπτικοί, ήσαν ασκητικοί. Ακόμα και όταν ο Απόστολος Παύλος λέει «νήφε εν πάσι» (Β΄ Τιμ. Δ΄, 5) κλπ., δεν εννοεί μόνο μερικούς καλογήρους, εννοεί όλους τους Χριστιανούς. Διαβάζοντας σήμερα τον Απόστολο Παύλο και την Αγία Γραφή έχει πλέον αποδειχθεί ότι αυτή η ασκητική παράδοση είναι η ουσία της Αγίας Γραφής».

Οι Δυτικοί μελετούν τον ησυχασμό μέσα από τον ανατολικό μυστικισμό. Όμως, δεν έχει καμία σχέση ο γνήσιος ησυχασμός των Πατέρων, που αποβλέπει στην θεραπεία ολοκλήρου του ανθρώπου, ο οποίος αποτελείται από ψυχή και σώμα, και οδηγεί τον άνθρωπο όχι σε μια αφηρημένη κατάσταση, αλλά στην κοινωνία του με τον Θεό, με τον ανατολικό μυστικισμό, που αποβλέπει στην έξοδο της ψυχής από το σώμα και την είσοδό της στο υπερπροσωπικό απόλυτο.

«Οι ησυχαστές θεολόγοι, όπως ο Γρηγόριος ο Παλαμάς, εξέφρασαν αυτές τις απόψεις, μερικές φορές, μάλιστα, όχι κατά τρόπο αναλυτικό, αλλά κατά τρόπο αποφθεγματικό. Τα αποφθέγματα των ησυχαστών Πατέρων, έχουν εκληφθεί από δυτικούς θεολόγους, οι οποίοι έχουν φθάσει στο συμπέρασμα, ότι αυτοί οι "μυστικισταί" (οι μυστικοί) της Ανατολής δεν σέβονται την Αγία Γραφή, ως το θεμέλιο της πίστεως και ούτε δίνουν και πολύ μεγάλη σημασία στην ενσάρκωση ούτε στα Μυστήρια της Εκκλησίας. Νομίζω ότι, όταν κανείς έχει αυτά υπ' όψη τα οποία έχουμε αναπτύξει, τότε κανείς καταλαβαίνει ότι ο σκοπός των Μυστηρίων είναι ο φωτισμός και η θέωση».

Η ησυχαστική παράδοση συνδέεται στενά με την μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας και τα δύο μαζί οδηγούν τον άνθρωπο στην κάθαρση, τον φωτισμό και την θέωση, οπότε βιώνεται στην πράξη η εμπειρική δογματική, το δόγμα γίνεται εμπειρία.

Αυτή η ησυχαστική παράδοση, συνδυασμένη με την μυσταγωγία της Εκκλησίας -την μυστηριακή ζωή της- διατήρησε τους Ορθοδόξους στις δύσκολες ημέρες της δουλείας τους.

«Στην εποχή της καταστροφής του Βυζαντίου η επιτυχία της Εκκλησίας ήταν μεγάλη. Ήταν ακμαία η Εκκλησία όταν έπεσε το Κράτος. Παντού τότε είχαν επικρατήσει Επίσκοποι που είχαν νοερά προσευχή, γιατί είχε επικρατήσει ο ησυχασμός. Και από αυτόν τον λόγο σώθηκε το έθνος. Διότι, αν στην Τουρκοκρατία δεν υπήρχαν οι ησυχαστές Επίσκοποι, δεν θα υπήρχε τόσο έντονο αυτό το φαινόμενο των Νεομαρτύρων και των Μουσουλμάνων που έγιναν Ορθόδοξοι και ύστερα πήγαν και μαρτύρησαν. Τώρα, θα ήμασταν όλοι Μουσουλμάνοι, όπως έπαθαν οι Ορθόδοξοι στην Μέση Ανατολή, που έχουν μείνει μια χούφτα μόνο. Στον χώρο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που δέσποζε το Άγιον Όρος, έμειναν πολλοί Ορθόδοξοι. Όλα τα Βαλκάνια είναι Ορθόδοξοι».

Επομένως, η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι το πραγματικό θεραπευτήριο, που βοηθάει τον άνθρωπο να αποβάλλει την φιλαυτία και να αποκτήσει φιλοθεΐα και φιλανθρωπία, να αποκτήσει ανιδιοτελή αγάπη. Εάν ο άνθρωπος αποκτήσει θεοπτικό όμμα, θα δει την δόξα του Θεού ως Φως και αυτό θα είναι γι' αυτόν Παράδεισος και Βασιλεία του Θεού. Αυτό δείχνει ότι η Εκκλησία δεν είναι μια απλή θρησκεία ούτε ένα κοινωνικό, ηθικό και φιλανθρωπικό σύστημα, αλλά είναι η ελπίδα του κόσμου, του παρόντος και του μέλλοντος.

oodegr.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου