Ἴων Δραγούμης (1878-1920) «Ὅσοι ζωντανοί»
«Ἀπὸ τότε ποὺ πρωτοπῆγε στὴν Πόλη πέρασαν πέντε χρόνια. Τοῦ ἄρεζε νὰ σημειώνη πάντα τὶς πρῶτες ἐντύπωσες γιὰ νὰ φυλάγη ἀποκρυσταλλωμένη τὴ σπιθοβολή, τὴ φρεσκάδα καὶ τὴ δροσιά τους. Τὸ πρῶτο ἀντίκρυσμα δὲ μᾶς φανερώνει βέβαια τὰ πράματα στρογγυλὰ καὶ γεμάτα, ὅπως τὸ ἀργοπορινό, μὰ τὰ βλέπομε ξεκομμένα μὲ σωστὲς καὶ πολὺ ὁρισμένες γραμμές, ποὺ ἀργότερα, ὅσο καὶ νὰ μείνωμε σ' ἕναν τόπο, ποτὲ δὲν ξαναφανερώνονται ἔτσι.
Ἀνάμεσα στὰ τετράδιά του εἶχε καὶ ἕνα ποὺ ἐπιγραφόταν «Πόλη». Τώρα ποὺ ξαναυρέθηκε ἐκεῖ, τὸ ἄνοιξε γιὰ νὰ δῆ τί λογῆς αἴσθηση τοῦ εἶχε πρωτοκάμει.
«Ὅταν περνοῦσα τὸν Ἑλλήσποντο τὰ ξημερώματα», λέει τὸ τετράδιο, «ὁ νοῦς μου στενοχωρημένος χτυποῦσε ὁλοῦθε, τριγύρω, πάνω στοὺς τοίχους τῆς φυλακῆς του. Ἕλληνες ἐλεεινοί, σᾶς σιχαίνομαι!».
Καλὴ ψυχοστασιὰ γιὰ νὰ μπαίνη κανεὶς στὴν Πόλη. Τὸ ἴδιο αἰσθάνθηκε καὶ τώρα, μὰ πλατύτερα. Φανταζόταν καὶ μετάφερνε μὲ τὸ νοῦ του στὴν Πόλη τὸν τάδε καὶ τὸν τάδε πολιτικὸ τῆς Ἑλλάδας καὶ τὸν τάδε δημοσιογράφο καὶ παραλληλίζοντάς τους μὲ τὴν αὐτοκρατορικὴ Πόλη, τοὺς εὕρισκε ὅλους βουτηγμένους σὲ μιὰν ἀσύγκριτη προστυχιά.
Προστυχάνθρωποι, ταπεινώτεροι καὶ ἀπὸ τοὺς ταπεινότερους πολιτευόμενους τῆς Πόλης, ποὺ τουλάχιστο γνωρίζουν τοὺς Τούρκους ἀπὸ κοντὰ καὶ ξέρουν νὰ τοὺς πολιτεύωνται καὶ ἡ πονηριά τους ἀκονίζεται καθημερινὰ καὶ συναισθάνονται τὴν ἑλληνικότητά τους μὲ τὸ νὰ τοὺς ἀναγκάζουν οἱ τριγυρινὲς ξένες φυλὲς νὰ μὴν ξεχνιοῦνται. Οἱ Ἕλληνες τοῦ κράτους παραστράτισαν καὶ κατάντησαν Ἑλλαδικοὶ -ἀλλοιώτικο εἶδος ζῶο.
Νὰ μὴν ἀκούσουν γιὰ τοὺς ἐξωμερίτες, ποὺ τοὺς ταράζουν τὰ νερά. Οἱ ἄνθρωποι μὲ τὰ φεσάκια εἶναι ἄξιοι μόνο γιὰ ἀνάλατες ἀττικὲς εἰρωνίες. Ἔχουν πολὺ πνεῦμα οἱ Ἑλλαδικοί· πρὸ πάντων οἱ Ἀθηναῖοι καὶ οἱ Μωραΐτες! Τὴν ἡσυχία τους, τὴ ζωούλα τους νὰ κοιτάζουν, αὐτὸ τοὺς νοιάζει μονάχα, καὶ νὰ μὴ δοῦν πάρα πέρα. Ἡ Ἀνατολὴ δὲν ὑπάρχει γι' αὐτούς, οὔτε καὶ ἡ Δύση. Ἡ Δύση εἶναι τὸ Παρίσι, καθὼς φαίνεται, γιατὶ ἀκοῦς ἔξαφνα καὶ σοῦ λὲν μερικοί· «Ὅποιος δὲν εἶδε τὸ Παρίσι δὲν εἶναι ἄνθρωπος».
Μὰ κι αὐτὸ λίγο τοὺς σκοτίζει. Ὅπως καὶ νά 'ναι, κουτσὰ στραβὰ ζοῦν καὶ πορεύονται. Ὅσοι δὲ βροῦν δημόσια θέση ἤ ὑπαλληλία σὲ τράπεζα ἤ σ' ἐφημερίδα, ἐργασία πρόχειρη, ὅσοι δὲν εὐχαριστιοῦνται μὲ τὴ δύσκολη καθημερινὴ δουλειά, φεύγουν στὴν Ἀμερική, ὅπου τρέχει τὸ χρυσάφι στοὺς δρόμους! Ἡ τυχερὴ ἐργασία καὶ τὸ εὔκολο κέρδος στὴν Ἀμερικὴ βρίσκονται, γιατὶ οἱ Ἕλληνες δὲν πρέπει νὰ κοπιάζουν καὶ πάρα πολύ· εἶναι πολύτιμα ὄντα.
Πέρα ἀπὸ τὸ ἄμεσο ἀτομικὸ συμφέρο ἀρχίζει ἡ τέλεια καὶ βαθύτατη ἀδιαφορία καὶ τὸ λογοκοπάνισμα γιὰ τὴν ἐπιφάνεια κάθε πράγματος. Ἐνθουσιασμὸς μόνο γιὰ τὸ συμφέρο τοὺς συναρπάζει. Τὰ ἄλλα εἶναι λόγια, μαζὶ καὶ τὰ ἐθνικὰ ἰδανικὰ καὶ ἄλλα τέτοια κουραφέξαλα. Ὅποιος τύχει καὶ δὲν ἀκολουθεῖ τὸ κοπάδι εἶναι τρελός. Βέβαια ὅποιος ἔχει κερδίσει κάμποσα χρήματα μονομιᾶς δίνει καὶ κάτι στὸ στόλο ἤ στὰ νοσοκομεῖα γιὰ νὰ γιὰ ἀκούγεται τὸ ὄνομά του. Τὸ εὔκολο κέρδος ἀγοράζει τὴν εὔκολη δόξα. Μόνο κόπος νὰ μὴ γίνεται.
Καὶ οἱ πολιτικοί τους, οἱ ἀδιόρθωτοι κομπογιανίτες, πανομοιότυποι μὲ τὴ μάζα τῶν ἀτόμων, ἔχουν σκοτωμένο γιὰ τὴν ἡσυχία τους τὸν ἐνθουσιασμὸ γιὰ ὅ,τι ἄλλο, παρὰ γιὰ τὸ ἀτομικό τους πολιτικὸ συμφέρο. Οἱ καλλίτεροί τους συλλογίζονται καμιὰ φορά, ἀπὸ ντροπὴ πιὰ -τί διάβολο;- καὶ τὰ συμφέροντα τοῦ κράτους.
Μὰ τὸ κράτος αὐτὸ τὸ ἔχουν γιὰ ξετελειωμένο καὶ σὰν τσιφλίκι τους καί, ἐπειδὴ εἶναι μπαλωματῆδες, κάθε τόσο κάνουν νὰ μπαλώσουν μερικά του ψεγάδια στὴ διοίκηση, γιὰ νὰ μὴ παραπονιέται καὶ πάρα πολὺ ὁ κοσμάκης ὁ ψηφοφόρος ἤ ἡ ρητορικότατη ἀντιπολίτεψη μὲ τὶς τέλειες πατσαβοῦρες της, ἐφημερίδες. Προπάντων τὸ κόμμα πρέπει νὰ μένη στὰ πράματα ὅσο μπορεῖ περισσότερο».
«Ἀπὸ τότε ποὺ πρωτοπῆγε στὴν Πόλη πέρασαν πέντε χρόνια. Τοῦ ἄρεζε νὰ σημειώνη πάντα τὶς πρῶτες ἐντύπωσες γιὰ νὰ φυλάγη ἀποκρυσταλλωμένη τὴ σπιθοβολή, τὴ φρεσκάδα καὶ τὴ δροσιά τους. Τὸ πρῶτο ἀντίκρυσμα δὲ μᾶς φανερώνει βέβαια τὰ πράματα στρογγυλὰ καὶ γεμάτα, ὅπως τὸ ἀργοπορινό, μὰ τὰ βλέπομε ξεκομμένα μὲ σωστὲς καὶ πολὺ ὁρισμένες γραμμές, ποὺ ἀργότερα, ὅσο καὶ νὰ μείνωμε σ' ἕναν τόπο, ποτὲ δὲν ξαναφανερώνονται ἔτσι.
Ἀνάμεσα στὰ τετράδιά του εἶχε καὶ ἕνα ποὺ ἐπιγραφόταν «Πόλη». Τώρα ποὺ ξαναυρέθηκε ἐκεῖ, τὸ ἄνοιξε γιὰ νὰ δῆ τί λογῆς αἴσθηση τοῦ εἶχε πρωτοκάμει.
«Ὅταν περνοῦσα τὸν Ἑλλήσποντο τὰ ξημερώματα», λέει τὸ τετράδιο, «ὁ νοῦς μου στενοχωρημένος χτυποῦσε ὁλοῦθε, τριγύρω, πάνω στοὺς τοίχους τῆς φυλακῆς του. Ἕλληνες ἐλεεινοί, σᾶς σιχαίνομαι!».
Καλὴ ψυχοστασιὰ γιὰ νὰ μπαίνη κανεὶς στὴν Πόλη. Τὸ ἴδιο αἰσθάνθηκε καὶ τώρα, μὰ πλατύτερα. Φανταζόταν καὶ μετάφερνε μὲ τὸ νοῦ του στὴν Πόλη τὸν τάδε καὶ τὸν τάδε πολιτικὸ τῆς Ἑλλάδας καὶ τὸν τάδε δημοσιογράφο καὶ παραλληλίζοντάς τους μὲ τὴν αὐτοκρατορικὴ Πόλη, τοὺς εὕρισκε ὅλους βουτηγμένους σὲ μιὰν ἀσύγκριτη προστυχιά.
Προστυχάνθρωποι, ταπεινώτεροι καὶ ἀπὸ τοὺς ταπεινότερους πολιτευόμενους τῆς Πόλης, ποὺ τουλάχιστο γνωρίζουν τοὺς Τούρκους ἀπὸ κοντὰ καὶ ξέρουν νὰ τοὺς πολιτεύωνται καὶ ἡ πονηριά τους ἀκονίζεται καθημερινὰ καὶ συναισθάνονται τὴν ἑλληνικότητά τους μὲ τὸ νὰ τοὺς ἀναγκάζουν οἱ τριγυρινὲς ξένες φυλὲς νὰ μὴν ξεχνιοῦνται. Οἱ Ἕλληνες τοῦ κράτους παραστράτισαν καὶ κατάντησαν Ἑλλαδικοὶ -ἀλλοιώτικο εἶδος ζῶο.
Νὰ μὴν ἀκούσουν γιὰ τοὺς ἐξωμερίτες, ποὺ τοὺς ταράζουν τὰ νερά. Οἱ ἄνθρωποι μὲ τὰ φεσάκια εἶναι ἄξιοι μόνο γιὰ ἀνάλατες ἀττικὲς εἰρωνίες. Ἔχουν πολὺ πνεῦμα οἱ Ἑλλαδικοί· πρὸ πάντων οἱ Ἀθηναῖοι καὶ οἱ Μωραΐτες! Τὴν ἡσυχία τους, τὴ ζωούλα τους νὰ κοιτάζουν, αὐτὸ τοὺς νοιάζει μονάχα, καὶ νὰ μὴ δοῦν πάρα πέρα. Ἡ Ἀνατολὴ δὲν ὑπάρχει γι' αὐτούς, οὔτε καὶ ἡ Δύση. Ἡ Δύση εἶναι τὸ Παρίσι, καθὼς φαίνεται, γιατὶ ἀκοῦς ἔξαφνα καὶ σοῦ λὲν μερικοί· «Ὅποιος δὲν εἶδε τὸ Παρίσι δὲν εἶναι ἄνθρωπος».
Μὰ κι αὐτὸ λίγο τοὺς σκοτίζει. Ὅπως καὶ νά 'ναι, κουτσὰ στραβὰ ζοῦν καὶ πορεύονται. Ὅσοι δὲ βροῦν δημόσια θέση ἤ ὑπαλληλία σὲ τράπεζα ἤ σ' ἐφημερίδα, ἐργασία πρόχειρη, ὅσοι δὲν εὐχαριστιοῦνται μὲ τὴ δύσκολη καθημερινὴ δουλειά, φεύγουν στὴν Ἀμερική, ὅπου τρέχει τὸ χρυσάφι στοὺς δρόμους! Ἡ τυχερὴ ἐργασία καὶ τὸ εὔκολο κέρδος στὴν Ἀμερικὴ βρίσκονται, γιατὶ οἱ Ἕλληνες δὲν πρέπει νὰ κοπιάζουν καὶ πάρα πολύ· εἶναι πολύτιμα ὄντα.
Πέρα ἀπὸ τὸ ἄμεσο ἀτομικὸ συμφέρο ἀρχίζει ἡ τέλεια καὶ βαθύτατη ἀδιαφορία καὶ τὸ λογοκοπάνισμα γιὰ τὴν ἐπιφάνεια κάθε πράγματος. Ἐνθουσιασμὸς μόνο γιὰ τὸ συμφέρο τοὺς συναρπάζει. Τὰ ἄλλα εἶναι λόγια, μαζὶ καὶ τὰ ἐθνικὰ ἰδανικὰ καὶ ἄλλα τέτοια κουραφέξαλα. Ὅποιος τύχει καὶ δὲν ἀκολουθεῖ τὸ κοπάδι εἶναι τρελός. Βέβαια ὅποιος ἔχει κερδίσει κάμποσα χρήματα μονομιᾶς δίνει καὶ κάτι στὸ στόλο ἤ στὰ νοσοκομεῖα γιὰ νὰ γιὰ ἀκούγεται τὸ ὄνομά του. Τὸ εὔκολο κέρδος ἀγοράζει τὴν εὔκολη δόξα. Μόνο κόπος νὰ μὴ γίνεται.
Καὶ οἱ πολιτικοί τους, οἱ ἀδιόρθωτοι κομπογιανίτες, πανομοιότυποι μὲ τὴ μάζα τῶν ἀτόμων, ἔχουν σκοτωμένο γιὰ τὴν ἡσυχία τους τὸν ἐνθουσιασμὸ γιὰ ὅ,τι ἄλλο, παρὰ γιὰ τὸ ἀτομικό τους πολιτικὸ συμφέρο. Οἱ καλλίτεροί τους συλλογίζονται καμιὰ φορά, ἀπὸ ντροπὴ πιὰ -τί διάβολο;- καὶ τὰ συμφέροντα τοῦ κράτους.
Μὰ τὸ κράτος αὐτὸ τὸ ἔχουν γιὰ ξετελειωμένο καὶ σὰν τσιφλίκι τους καί, ἐπειδὴ εἶναι μπαλωματῆδες, κάθε τόσο κάνουν νὰ μπαλώσουν μερικά του ψεγάδια στὴ διοίκηση, γιὰ νὰ μὴ παραπονιέται καὶ πάρα πολὺ ὁ κοσμάκης ὁ ψηφοφόρος ἤ ἡ ρητορικότατη ἀντιπολίτεψη μὲ τὶς τέλειες πατσαβοῦρες της, ἐφημερίδες. Προπάντων τὸ κόμμα πρέπει νὰ μένη στὰ πράματα ὅσο μπορεῖ περισσότερο».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου