Σάββατο 15 Ιουνίου 2024

Εκοιμήθη σε ηλικία 98 ετών ἡ γερόντισσα Μαρία Τσολάκη,βασικό ὄργανο τῆς Πρόνοιας τοῦ Θεοῦ στήν ἀποκάλυψη τῶν Ἁγίων Νεοφανῶν Μαρτύρων Ραφαήλ, Νικολάου καί Εἰρήνης

Ἡ Ἱερά Μητρόπολις Γουμενίσσης γνωστοποιεῖ ὅτι τίς πρωινές ὧρες σήμερα 15 Ἰουνίου ἐκοιμήθη σέ ἡλικία 98 ἐτῶν στήν Γουμένισσα ἡ γερόντισσα Μαρία Τσολάκη, μεγάλη εὐεργέτιδα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Ραφαήλ, μέ σημαντική μαρτυρία ἐνθέου ζωῆς καί ἀσκητικῆς πολιτείας.
Ἡ ἀοίδιμος ὑπῆρξε βασικό ὄργανο τῆς Πρόνοιας τοῦ Θεοῦ στήν ἀποκάλυψη τῶν Ἁγίων Νεοφανῶν Μαρτύρων Ραφαήλ, Νικολάου καί Εἰρήνης καί τῶν Συμμαρτύρων τους καί στήν ὑπόδειξη τοῦ συγκεκριμένου τόπου ὅπου ἀνευρέθηκαν τά χαριτόβρυτα λείψανά τους, στόν γήλοφο τῶν Καρυῶν Θερμῆς Λέσβου τήν περίοδο 1959-1962.
Καλό παράδεισο στην ψυχούλα της !!


Αποσπάσματα που αφορούν στην Μαρία Τσολάκη από το βιβλίο του ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΓΟΥΜΕΝΙΣΣΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ"Η ζωή εκ τάφων" περιγράφει αναλυτικά τα συγκλονιστικά γεγονότα που συνέβησαν κατά τα έτη 1959-1962 στην περιοχή Θερμή της Λέσβου.

[....]Οι εργασίες συνεχίζονταν. Οι εργάτες έκτιζαν το Εκκλησάκι σύμφωνα με το σχέδιο που χάραξε ο Δούκας. Στα μισά περίπου του κτισίματος οι πέτρες τελείωσαν, και έσκαψαν λίγο πιο πέρα για να βρουν άλλες. Σκάβοντας ανακάλυψαν βαθειά στο χώμα κάτι σπασμένα μάρμαρα και εκκλησόπετρες, όπως έλεγαν. Ήταν 3 Ιουλίου 1959, όταν προχωρώντας στο βάθος βρήκαν ένα τοίχο θολωτό με αγιογραφίες. Επρόκειτο, όπως αργότερα εξακριβώθηκε, για τη δεξιά αψίδα του Ιερού αρχαίας Εκκλησίας. Αυτοί όμως, χωρίς να το πουν σε κανέναν, άρχισαν να "ξηλώνουν" τον τοίχο και να βάζουν στην άκρη τις πέτρες, για να τις χρησιμοποιήσουν.

Την ώρα εκείνη ανέβηκε στις Καρυές η Μαρία Τσολάκη μαζί με τον τετράχρονο γιό της τον Παναγιώτη, για να φέρει φαγητό στον άντρα της, τον Δούκα. Βλέποντας τον αρχαίο τοίχο με τις αγιογραφίες, λυπήθηκε. "Κρίμα είναι, καλέ. Πώς τον χαλάτε έτσι;". Αυτοί δεν της έδωσαν σημασία. Η Μαρία προχώρησε προς το μέρος όπου είχαν μεταφέρει την Αγία Τράπεζα από το Ερημοκλήσι, για να ανάψει κανένα κερί. Προχωρώντας, βλέπει από το μονοπάτι που οδηγεί στα Πάμφιλα να έρχεται ένας παπάς. Νόμισε πως ήταν ο π. Παχώμιος, εφημέριος του γειτονικού χωριού, γιατί είχε ακούσει ότι ήταν ύψηλόσωμος, σαν τον κληρικό που ανέβαινε.

Όταν την πλησίασε, η Μαρία έσκυψε να του βάλει μετάνοια για να πάρει την ευχή του. Πρόσεξε τότε ότι ο κληρικός δεν πατούσε στη γη και, σηκώνοντας το βλέμμα της, είδε τα μάτια του να λάμπουν σαν το φως του ήλιου. Σαστισμένη φοβήθηκε να του φιλήσει το χέρι και δεν του μίλησε. Τον προσπέρασε, προχώρησε λίγο και, γυρίζοντας σε μια στιγμή να δει προς τα που πήγε, αποσβολώθηκε. Ο κληρικός βρισκόταν στην ίδια θέση ακέφαλος! "Έντρομη έβγαλε μια φωνή "Παναγία μου!", και ο ιερέας χάθηκε από τα μάτια της μέσα σε μια λάμψη.

Πανικόβλητη αρπάζει το παιδί και αρχίζει να τρέχει για το χωριό, ρίχνοντας φοβισμένη ματιές προς τα πίσω, γιατί την ακολουθούσε η σιλουέτα εκείνου του κληρικού. Οι άλλοι εργάτες μόλις την είδαν να τρέχει, είπαν παραξενεμένοι στον άντρα της "Η γυναίκα σου τρέχει και βλέπει καταπόδι της". Ο Δούκας ανησύχησε κι έτρεξε να την προφθάσει. "Γιατί φεύγεις σαν να σε κυνηγάν και δεν στέκεσαι να πάρεις τα πράγματα; Τι έπαθες στα καλά καθούμενα;". "Καλά το λένε πως φαντάζει· εγώ, μαθές, είδα τον παπά χωρίς κεφάλι" του άπαντα εκείνη. "Βρε, δεν είσαι με τα καλά σου, διάβασμα θέλεις. Εμείς δουλεύουμε δέκα άτομα, δεν είδαμε τίποτε. Εσύ θα τον έβλεπες μέρα μεσημέρι;". "Εγώ δεν ξανανεβαίνω πάνω. Το φαγητό να το παίρνεις μόνος σου".

Αυτά τα λόγια αντάλλαξαν, και η Μαρία αναστατωμένη έφυγε τρέχοντας για το χωριό. Σ’ όλο το δρόμο την ακολουθούσε ο κληρικός. Στα μισά περίπου συναντά μια γριά Θερμιώτισσα, τη Σοφία Καρανικόλα, η οποία, βλέποντας την σ’ αυτήν την κατάσταση, τη ρώτησε "Τι έπαθες, κόρη μ'; Μην είδες τον παπά; Αυτή η Παναγία εκεί πάνω φάνταζε από παλιά, αλλά κανένας δεν έπαθε ποτέ κακό". Η Μαρία ντράπηκε να της το πει· την χαιρέτησε και συνέχισε το δρόμο της.

Το ίδιο βράδυ είδε ένα ολοζώντανο όνειρο, που ήταν η αρχή των αποκαλύψεων. Μια πανέμορφη μαυροφόρα γυναίκα ήρθε δίπλα της, έβαλε το κρύο χέρι της στο μέτωπο της και της είπε:
 "Μαρία, δεν έπρεπε να φοβηθής. Αυτός που είδες δεν ήταν φάντασμα, ούτε ο παπάς του χωρίου. Ήταν ο καλόγερος που ασκήτευε εκεί πάνω και τον έσφαξαν οι Τούρκοι. Μια μέρα θα μάθετε το όνομα του, την καταγωγή του και τα μαρτύρια του όλα. Εκεί πάνω είμαστε δύο χάρες, Παναγία και αγία Παρασκευή. Δεν θέλω κεριά, θέλω καντήλι ακοίμητο. Σήκω τώρα και πάρε το μωρό σου, που κλαίει. Άλλη βραδιά θα σε ξαναεπισκεφθώ, γιατί εκεί θα αρχίσει μεγάλο ιστορικό. Πολλά θα πάθεις, πολλά θα ακούσεις, αλλά εσύ να μη λαθέψεις από το δρόμο που σου χάραξα". Μ’ αυτά τα λόγια, η Παναγία υψώθηκε και χάθηκε.

Η Μαρία ξύπνησε και ένιωθε την κρυάδα στο μέτωπο της. Τόσο ζωντανό ήταν το όνειρο αυτό, ώστε ρώτησε τον άντρα της "Μήπως άφησες την πόρτα ανοιχτή; Λίγο πιο πριν μπήκε μια μαυροφόρα μέσα". "Σίγουρα σάλεψαν τα λογικά σου, της αποκρίθηκε εκείνος. Την ήμερα βλέπεις έναν παπά, τη νύχτα μια μαυροφόρα. Τι θα γίνει με σένα;". Η Μαρία δεν ξαναμίλησε, αλλά μ’ ένα αίσθημα χαράς και φόβου ξημερώθηκε με το παιδί στην αγκαλιά.

Το πρωί παρ’ όλη την περιπέτεια της προηγούμενης ημέρας, ανέβηκε στις Καρυές, πήρε το πήλινο καντήλι που είχε βρεθή στον τάφο του άγνωστου νεκρού και το άναψε πάνω στην παλιά Αγία Τράπεζα. Από τότε φρόντιζε να καίει νύχτα μέρα ακοίμητο. Στενοχωρημένη μάλιστα καθώς ήταν από τα λόγια του άντρα της, παρακάλεσε με θερμή πίστη την Παναγία· "Ας ήταν να έβλεπε κάτι και ο άντρας μου, να πιστέψει κι εκείνος πως αυτά που είπα δεν τα έβγαλα από το μυαλό μου".

Εν τω μεταξύ μαθεύτηκε σ’ όλο το χωριό ότι η Μαρία Τσολάκη είδε τον παπά στο κτήμα του Ράλλη, και άρχισαν τα σχόλια. Ο γέρο-Ηλίας όμως ο Διγιδίκης βρήκε τον Δούκα και τον καθησύχασε λέγοντας του ότι κι εκείνος μικρός είχε δεί όχι μόνο έναν, αλλά δύο παπάδες να εμφανίζονται και να χάνονται ξαφνικά στο κτήμα αυτό.

Την Κυριακή, δύο τρείς μέρες δηλαδή μετά, ο Δούκας ανέβηκε πρωί πρωί στις Καρυές με το κυνηγετικό όπλο στο χέρι. Πήγε για να σκοτώσει μια αλεπού που πριν λίγες μέρες του έπνιξε ένα κατσίκι στο λαγκάδι. Η ώρα περνούσε χωρίς αποτέλεσμα. Άπρακτος κάθησε σε μια καμπουρωτή ελιά να ξαποστάσει, θα ήταν η ώρα της θ. Λειτουργίας, γιατί ηχούσαν οι καμπάνες του χωριού. Καθώς το βλέμμα του ήταν στραμμένο προς το μονοπάτι για τα Πάμφιλα, βλέπει να έρχεται από μακριά ένας αξιωματικός με χακί ρούχα, χρυσά κουμπιά, χωρίς καπέλο όμως ή άλλα διακριτικά. Όπως ερχόταν, τον είδε να κάνει πρώτα το σημείο του Σταυρού κι έπειτα να σταυρώνει τα χέρια του στο στήθος. «Απόστρατος αξιωματικός θα είναι, σκέφτηκε, και έρχεται από τα Πάμφιλα να δει κανένα κτήμα. Κυριακή μέρα, είδε που κτίζεται η Εκκλησία και κάνει το σταυρό του...».

Με τις σκέψεις αυτές ο Δούκας συνέχισε να κάθεται αμέριμνος. Ο αξιωματικός πλησίαζε και σε κάθε του βήμα σταυροκοπιόταν. "Μπα, αγαθός είναι ετούτος" είπε ο Δούκας και τον κοίταξε πιο προσεκτικά. Η μορφή του ασυνήθιστη, αλλιώτικη. Τα μάτια του άστραφταν σαν καθρέφτες που αντανακλούν το φως του ήλιου. Ο Δούκας άρχισε να ανησυχεί. "Μήπως έρχεται με σκοπό να μου πάρει το όπλο από τα χέρια;" Σηκώθηκε όρθιος και του φώναξε χειρονομώντας. "Τι γυρεύετε, κύριε; Κανένα κτήμα; Να σας το δείξω... Ε! δεν με βλέπεις, δεν μ’ ακούς;". Ο αξιωματικός δεν αποκρίθηκε. Συνέχισε να προχωράει, ώσπου πλησίασε στα τρία μέτρα. Έκανε για πολλοστή φορά το σημείο του Σταυρού. Τα μάτια του έλαμψαν μ’ ένα ανερμήνευτο τρόπο. "Τι πράγμα είναι αυτό πάλι;" είπε ο Δούκας κι έκανε να αρπάξει το όπλο που είχε ακουμπησμένο δίπλα του. Καθώς όμως τον είδε να έρχεται κατεπάνω του, έχασε την ψυχραιμία του και βλασφήμησε.

Την ίδια στιγμή ο αξιωματικός χάθηκε μέσα σ’ ένα φως σαν αστραπή. Τα μάτια του Δούκα θόλωσαν και έχασε το φως του για αρκετά λεπτά. «Από την τρομάρα μου μήτε όπλο λογάριασα μήτε τίποτε άλλο. Άρχισα να τρέχω προς το χωριό και για πότε έφθασα σπίτι μου δεν το κατάλαβα» αφηγείται ο ίδιος. Η γυναίκα του καθώς τον είδε να φθάνει ταραγμένος, ανησύχησε. "Να δείς που θα μάλωσε με τον ιδιοκτήτη του διπλανού κτήματος για το νερό". Στην επιμονή της να μάθει τι του συνέβη, της αποκρίθηκε "Τσιμουδιά δε θα βγάλεις. Εσύ τον είδες παπά, εγώ τον είδα αξιωματικό! Αλλά προσοχή, να μην το μάθει κανείς. Αυτά τα περίεργα που γίνονται στις Καρυές, για σε πολύ καλό θα μας βγουν, για σε πολύ κακό".
[.......................................]


Μετά από λίγο, την ώρα που έτρωγαν το πρωινό τους, ήρθε στο σπίτι τους η Μαρία Τσολάκη και κοντοστεκόταν σαν να ήθελε κάτι να τους πει. "Τι είναι, Μαρία; Μην είδες πάλι εκείνον τον πάπαδο;" την πείραξε ο Άγγελος, γιατί έτσι έλεγε η Μαρία τον κληρικό που είχε δει ακέφαλο πάνω στις Καρυές, επειδή ήταν υψηλόσωμος. "Όχι, Άγγελε. Μόνο είδα την ίδια μαυροφόρα γυναίκα, την Παναγία, και μου είπε ότι το όνομα εκείνου του παπά είναι Ραφαήλ".

Ακούγοντας τα λόγια της, έμειναν και οι τρεις άναυδοι. "Τι πάθατε, Άγγελε; Εγώ στ’ αλήθεια είδα την Παναγία και μου είπε τρεις φορές το όνομα". "Σε πιστεύω, Μαρία, αποκρίθηκε ο Άγγελος, γιατί το ίδιο όνομα έμαθε και η Βασιλική(Ράλλη) απόψε το βράδυ. Είμαστε ξυπνητοί από τις τρεις τα χαράματα και, τώρα μόλις, πάλι την ίδια συζήτηση είχαμε. Αν μεσολαβούσε λίγη ώρα και κατέβαινα στην αγορά χωρίς να με προλάβεις, θα έλεγα ότι είχατε συνεννοηθή. Ενώ τώρα είναι ολοφάνερο πως κάτι σπουδαίο έγινε και στις δυό σας. Αλλά πες μας τι ακριβώς είδες".

"Χθες το απόγευμα ανεβήκαμε με την γυναίκα σου την Βασιλική και τον γιο μου τον Παναγιώτη στις Καρυές να ανάψουμε τα καντήλια. Πλησιάζοντας στο Εκκλησάκι, μου λέει το παιδί "Μαμά, στην ελιά έξω από την Εκκλησία κάθεται μια γριούλα και με καλεί με το χέρι της". Εμείς δεν βλέπαμε τίποτε και το ρώτησα που ήταν η γριά. "Μπήκε μέσα στην Εκκλησία" μας απάντησε κι έτρεξε να πάει κι εκείνο μέσα. Βγήκε όμως έκπληκτο και μας είπε ότι η γριούλα βγήκε από το παράθυρο. Δεν το πιστέψαμε και το μάλωσα, νομίζοντας ότι μας κορόιδευε. Τη νύχτα όμως είδα την Παναγία στον ύπνο μου και μου είπε: "Το παιδί δεν είπε ψέματα, Μαρία. Εγώ ήμουν, και αν τ’ άφηνες μόνο του, θα του έδινα την εικόνα μου στην αγκαλιά του. Εδώ μ’ έχει θαμμένη με τα χέρια του ο πάτερ Ραφαήλ, ο καλόγερος που ζούσε εδώ πάνω και τον έσφαξαν οι Τούρκοι".
[........]


Τον Ιανουάριο του 1960, η Μαρία Τσολάκη είδε στον ύπνο της τον άγιο Ραφαήλ και της έδειξε μια ελιά κοντά στο Εκκλησάκι των Καρυών, λέγοντας ότι εκεί, στη θέση αυτής της ελιάς, υπήρχε στα χρόνια τους μια καρυδιά· σ’ εκείνην την καρυδιά τον είχαν κρεμάσει ανάποδα οι Τούρκοι και στο τέλος τον πριόνισαν στο στόμα. Της έδωσε μάλιστα εντολή να σκάψουν οπωσδήποτε σ’ εκείνο το σημείο, γιατί εκεί βρισκόταν η σιαγόνα του, η οποία έλειπε από τα ανευρεθέντα λείψανα του. Την ίδια στιγμή είδε την αναπαράσταση όλων των μαρτυρίων και του πριονισμού του Αγίου. Χρειάστηκε όμως να δεί τον Άγιο κι άλλα δύο βράδια, για να νικήσει τους δισταγμούς της και να το πεί στον άντρα της. Ενημέρωσαν την οικογένεια Ράλλη, ιδιοκτήτες του κτήματος, κι εκείνοι συμφώνησαν να υπακούσουν στην υπόδειξη του Αγίου.

Μια Κυριακή μετά την Εκκλησία, η Μαρία με τον Δούκα ανέβηκαν στο λόφο των Καρυών για να σκάψουν. Συνάντησαν εκεί την Αγγελική Μαραγκού, τον Γεώργιο Μυκονιάτη και μερικές γυναίκες που είχαν ανεβή για να προσευχηθούν. Η Μαρία έδειξε στο Δούκα το σημείο που υπέδειξε ο Άγιος· ήταν το σημείο όπου τον είχε δει για πρώτη φορά, ακέφαλο. Ο Δούκας ξερίζωσε το δένδρο και άρχισε να σκάβει. Οι ώρες περνούσαν, η εργασία συνεχιζόταν, χωρίς να βρίσκεται όμως τίποτε, και ο Δούκας άρχισε να εκνευρίζεται και να τα βάζει με τη γυναίκα του. Σε λίγο, το σκάψιμο έφθασε σε σημείο αδιέξοδο. Στη θέση του δέντρου είχε ανοιχθή ένας λάκκος διαμέτρου διόμισυ μέτρων και βάθους ενάμισυ, ενώ στον πυθμένα υπήρχε ένας μεγάλος βράχος. Για μιά στιγμή ο Δούκας σκέφθηκε να τα παρατήσει. “Αλλά μέχρι σήμερα δεν μπορώ να καταλάβω, εξομολογείται ο ίδιος, ποιά δύναμη με έσπρωχνε να συνεχίσω".

Έσκαψε γύρω γύρω τα χώματα, στήριξε έπειτα τις πλάτες του στα τοιχώματα του λάκκου, βάζοντας όλη του τη δύναμη, έσπρωξε με τα πόδια του το βράχο. Ο βράχος μετακινήθηκε και τότε έκπληκτοι όλοι είδαν αποκάτω μιά ανθρώπινη σιαγόνα. Ήταν κατακίτρινη, ανέδιδε μια έντονη ευωδία και δεν της έλειπε κανένα δόντι. "Αυτό είναι το σαγόνι του Αγίου, μονολόγησε ο Δούκας. Αν δεν μας έδειχνε ο ίδιος το σημείο, δεν θα το βρίσκαμε ποτέ". Μ’ αυτές τις σκέψεις το έπιασε με ευλάβεια και το έδωσε στη γυναίκα του, λέγοντας της να το βάλει με προσοχή μέσα στο κασονάκι, με τα υπόλοιπα λείψανα. Εκείνη το πήρε, πήγε στο Εκκλησάκι, αλλά επειδή φοβήθηκε να πλησιάσει στο κασονάκι, το έριξε βιαστικά στο περβάζι του παραθύρου, χωρίς να πει σε κανένα τίποτε. Μέχρι το βράδυ, όμως που έπεσε να κοιμηθή, κάτι την βασάνιζε μέσα της.

Τη νύχτα είδε στον ύπνο της τον άγιο Ραφαήλ, ο όποιος την έπιασε από τον ώμο, την τράνταξε δυνατά και της είπε αυστηρά: "Γιατί φοβήθηκες και πέταξες το σαγόνι μου; Το σαγόνι που βρήκατε είναι το δικό μου, που το έκοψαν οι Τούρκοι και το πέταξαν. Παρασύρθηκε από τα αίματα μέχρι τη ρίζα του βράχου, εκεί που το βρήκατε. Όταν ανέβηκαν οι Χριστιανοί και μας έθαψαν κρυφά, δεν το βρήκαν να το θάψουν μαζί με το υπόλοιπο σώμα μου. Δεν φοβήθηκες τότε που πλύνατε με τη Βασιλική τα οστά μου, και φοβήθηκες τώρα; Να σηκωθής αύριο πρωί πρωί, να πάς να το πάρεις, να το πλύνεις και να το βάλεις μέσα στο κιβώτιο με τα οστά μου. Αν δεν το κάνεις, θα τιμωρηθής όπως ο άντρας σου!".

Πράγματι, την άλλη μέρα το πρωί, μαζί με την κουμπάρα της Μαριάνθη Ορφανέλλη και τη Βασιλική Ράλλη, παρά το τσουχτερό κρύο και το χιονόνερο που έπεφτε, ανέβηκαν στις Καρυές, έπλυναν τη σιαγόνα του Αγίου, τη θύμιασαν και την τοποθέτησαν μαζί με τα άλλα λείψανα του.
[.......]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου