Σάββατο 10 Αυγούστου 2024

ΟΙ ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΚΙ ΩΡΑΙΟΙ ΤΗΣ ΑΓΧΟΝΗΣ:

Χαρίλαος Μιχαήλ, Αντρέας Ζάκος, Ιάκωβος Πατάτσος
οὐκ ἔστι θνητῶν ὅστις ἔστ᾽ ἐλεύθερος·
ἢ χρημάτων γὰρ δοῦλός ἐστιν ἢ τύχης,
ἢ πλῆθος αὐτὸν πόλεος ἢ νόμων γραφαΊ
εἴργουσι χρῆσθαι μὴ κατὰ γνώμην τρόποις

Βλέπω τους τρεις ελεύθερους κι ωραίους της αγχόνης κι έρχονται στο μυαλό μου οι στίχοι του Ευριπίδη.
Αλίμονο,κανείς θνητός ελεύθερος δεν είναι·ή στο χρήμα ή στην τύχη θα υποτάσσεται.
Κι είτε οι πολίτες είτε οι ορισμοί των νόμων θα εμποδίζουν τον καθένα
να πράξει ακολουθώντας τη δική του γνώμη.
Με το στόμα της Εκάβης, η οποία απαιτεί δικαιοσύνη από τον Αγαμέμνονα, κατακτητή της Τροίας, της πατρίδας της, ο Ευριπίδης λέει μια μεγάλη αλήθεια:
Κανένας άνθρωπος δεν είναι πραγματικά ελεύθερος αφού όλοι από κάποιον εξαρτώνται.
Συνάμα, ορίζει τον ελεύθερο άνθρωπο ο μεγάλος δραματουργός: Ελεύθερος είναι εκείνος ο οποίος αποφασίζει ακολουθώντας αυτό που του επιβάλλει η συνείδησή του.
Αυτό έπραξαν οι ελεύθεροι κι ωραίοι της αγχόνης. Καμία εξάρτηση.Καμία υποταγή.
Μόνο το ΟΡΑΜΑ της ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ της Κύπρου και της ΕΝΩΣΗΣ με την Ελλάδα τους καθοδηγούσε.
Κι είναι μέγα μυστήριο, που θα μείνει εις τους αιώνες των αιώνων άλυτο:
Πώς χώρεσαν τόσες οργιές Αθανασία σε μια τόση δα αγχόνη, στις 9 Αυγούστου 1956;
«Όσες φορές πήγα κοντά του είχε πάντοτε το χαμόγελο στα χείλη σαν κάτι ευχάριστο να περίμενε.Ήτο λιγομίλητος και δεν εφαίνετο ούτε σκεπτικός ούτε και σκυθρωπός. Είμαι βέβαιος ότι με το ίδιο χαμόγελο ανήλθε και στην αγχόνη», αναφέρει στο βιβλίο του ο ιερέας των κεντρικών φυλακών Παπαντώνιος Ερωτοκρίτου μιλώντας για τον Χαρίλαο Μιχαήλ.
Χαμόγελο και αγχόνη.
Χαμόγελο και θάνατος.
Σχήμα οξύμωρο αν δεν είσαι Έλληνας.
Μα αυτοί ήταν Έλληνες .

Γράφει ο Χαρίλαος στους γονείς του δυο μέρες προτού εκτελεσθεί:
«Όταν θα διαβάζετε το γράμμα μου αυτό , εγώ θα έχω σβήσει για πάντα από τη ζωή.
Μη νομίσετε όμως ότι αυτό με λυπεί. Απεναντίας επειδή γνωρίζω για ποιο σκοπό θα εκτελεσθώ αισθάνομαι τον εαυτόν μου ισχυρόν και γαλήνιον και είμαι έτοιμος να τα αντιμετωπίσω όλα με αφάνταστη ψυχραιμία. Τι κι αν ζήσω 50 και 60 χρόνια, πάλι θα πεθάνω και μάλιστα άδοξα.Δεν θέλω να λυπάστε καθόλου για μένα.Έχετε πολλά παιδιά και δεν πρέπει να λυπηθείτε που θα θυσιάσετε ένα για τη Λευτεριά της Κύπρου μας.»

«Αγαπητέ πατέρα», γράφει προς τον πατέρα του ο Αντρέας Ζάκος στις 7 Αυγούστου του 1956, «αφού είμαστε Χριστιανοί πιστεύουμε στην Ουράνια Βασιλεία και δεν πρέπει να μας φοβίζει ο θάνατος. Εξάλλου εμείς έχουμε το πλεονέκτημα να ξέρουμε την ώρα του θανάτου μας και έτσι να προπαρασκευασθούμε. Σας παρακαλώ λοιπόν μην θλίβεσθε…».

Την παραμονή του θανάτου του γράφει στον αδελφό του Γεώργιο: «Αγαπητέ αδελφέ, όταν πάρεις το γράμμα μου αυτό, θα έχω φύγει για πάντα. Υπάρχει κανείς που θα μείνει; Η ώρα του θανάτου πλησιάζει, μα στην ψυχή μας φωλιάζει η ηρεμία. Τη στιγμή αυτή ακούμε την Ηρωική Συμφωνία του Μπετόβεν. Στη θέση που βρισκόμαστε τώρα ούτε με το μικροσκόπιο δεν μπορούμε να ανακαλύψουμε, πού υπάρχει η τραγωδία στον θάνατο. Τότε μόνο θα αισθανόμουνα λύπη, αν ήξερα ότι θα μπορούσα να μείνω για πάντα νέος κι αθάνατος, όταν απέφευγα την εκτέλεση. Νομίζω όμως ότι μόνο με την εκτέλεση θα μπορέσω να μείνω πάντα νέος κι αθάνατος. Πρώτα ή ύστερα πρέπει να διαθέσω τη ζωή μου. Δεν βλέπω πιο κατάλληλη περίσταση από την τωρινή, για να το κάνω».

Πλήρως συγχρονισμένη η καρδιά του Ιάκωβου με τις καρδιές των συναγωνιστών και εν Χριστώ αδελφών του, Χαρίλαου και Ανδρέα ,οδηγεί το χέρι του που γράφει προς την αγαπημένη του μητέρα στις 8 Αυγούστου 1956:
«Αγαπημένη μου μητέρα, Χαίρε. Ευρίσκομαι μεταξύ αγγέλων. Τώρα απολαμβάνω τους κόπους μου. Το πνεύμα μου φτερουγίζει γύρω από τον θρόνον του Κυρίου. Θέλω να χαίρεις όπως κι εγώ. Αν κλαίεις θα λυπούμαι. Το όνομά σου θα γραφεί στην ιστορία, γιατί εδέχθης να θυσιασθεί το παιδί σου για την Πατρίδα. Είναι καιρός τώρα να καμαρώσεις το παιδί σου. Ευρίσκεται εκεί ψηλά όπου ψάλλουν οι αγγέλοι. Χαίρε αγαπημένη μου μητέρα. Μην κλαίεις για να ακούσεις την αγγελική φωνήν μου να ψάλλει Άγιος Άγιος Κύριος Σαβαώθ. Ψάλλε και συ μαζί μου. Ψάλλε, προσεύχου και δόξαζε τον Θεόν σ’ όλην σου την ζωήν».

Μόνο να υποθέσουμε μπορούμε πως ένιωθαν οι αγαπημένοι γονείς, τα αγαπημένα αδέλφια όταν κρατούσαν στα χέρια τους, τα τελευταία γράμματα.
Μόνο να υποθέσουμε μπορούμε το μέγεθος της συντριβής στο άκουσμα της είδησης της θυσίας τους επειδή,
Εμείς; Τι είμαστε εμείς;
Μπορεί να το διαβάσουμε με θλίψη
(πολλή; Καλά, πολλή),
μπορεί να το συζητήσουμε με πόνο (αν και πόσο καιρό κι αυτό;)
μπορεί — οι πιο ευαίσθητοι — να τ᾽ αγρυπνήσουμε (αν και πόσες νύχτες;)
μα τίποτ᾽ άλλο.
Όλα τ᾽ άλλα είν᾽ της μητέρας του παιδιού.
(Κώστας Μόντης)

Κι έρχεται η ώρα της εκτέλεσης.

Οι κρατούμενοι προσπαθούν να εμψυχώσουν τα τρία παλληκάρια κραυγάζοντας συνθήματα για τον Διγενή , τον Μακάριο και την ΕΟΚΑ, τραγουδώντας πατριωτικά τραγούδια, έτσι όπως πορεύονται από το διαμέρισμα εφτά των Κεντρικών Φυλακών, όπου κρατούνταν, μέχρι το ικρίωμα. Ανεβασμένος ψηλά στο παράθυρο του κελλιού του, ο μελλοθάνατος Ανδρέας Παναγίδης έδιδε το σύνθημα για το τραγούδι : 
«Βάστα,καημένε μου ραγιά», το οποίο ακούστηκε πολλές φορές.
Από τον χώρο της αγχόνης η φωνή του Πατάτσου ψάλλει.
“Έκστηθι φρίττων ουρανέ, καί σαλευθήτωσαν, τά θεμέλια τής γής· Ιδού γάρ εν νεκροίς λογίζεται, ο εν υψίστοις Θεός, καί τάφω σμικρώ ξενοδοχείται· όν Παίδες ευλογείτε, ιερείς ανυμνείτε, Λαός υπερυψούτε, εις πάντας τούς αιώνας”
Το « ότε κατήλθες προς τον θάνατον», μένει μεσίστιο στα χείλη.Δεν προλαβαίνουν να το πουν.Τετέλεσται.
Μα είναι ήδη εκεί η Αθανασία και υποδέχεται σώματα πια ελευθερωμένα από τα εγκόσμια δεινά . Έχει απλώσει τα χέρια της για να αγκαλιάσει
Τρεις Ήρωες πια.
Ο γιος του Αντρέα και της Ροδούς και αδελφός της Χλόης,
Ο γιος του Χαρίλαου και της Αφροδίτης και αδελφός του Γιώργου, του Αδόλφου, της Αστέρως και της Ευρούλας
Ο γιος του Μιχάλη και της Αφροδίτης και αδελφός του Γιάγκου, του Χαμπή, του Ηλία, του Αντρέα και της Μαρίας,
Έγιναν γιοι πια και αδέλφια ενός ολόκληρου λαού.
Ενός λαού που δεν τον γονάτιζαν οι φυλακίσεις, τα βασανιστήρια , οι εκτελέσεις, τα κκέρφιου, οι ταπεινώσεις.
Ενός λαού που πήρε την τύχη του στα χέρια του εκείνη την Πρωταπριλιά του 1955.
Γιατί ευτυχώς, το αίμα το ελληνικό ,
«δεν παίρνει οδηγίες απ' το μυαλό,
ευτυχώς που μονάχα με την καρδιά έχει να κάνει,
που η καρδιά το κινεί,
γιατί ποιος ξέρει τι τσιγγουνιές εκείνο θα μας έκανε,
τι υπολογισμούς στις πιο κρίσιμες στιγμές
όταν θά ‘πρεπε οπωσδήποτε να βάψουμε την άσφαλτο
κόκκινη,όταν θά ‘πρεπε οπωσδήποτε να πιτσιλλίσουμε τους
τοίχους κόκκινους.»
( Κώστας Μόντης, Κυπριακή επανάσταση , 1962 )

Ναι, και μόνο η δήλωση πως ο Χαρίλαος, ο Αντρέας και ο Ιάκωβος απαγχονίστηκαν προκαλεί συγκλονισμό. Η γνώση όμως της πορείας προς την αγχόνη προσθέτει στον συγκλονισμό το δέος. Και το δέος, γεννά το χρέος.
Χρέος να μην ξεχάσουμε. Όσο μπορούμε να τους μοιάσουμε κι αν μας ευλογήσει ο Θεός να κάνουμε ότι έκαναν κι αυτοί: Να δώσουμε ακόμη και τη ζωή μας αν χρειαστεί για να δούμε την πατρίδα Λεύτερη.
Ζούμε σε μια ημικατεχόμενη πατρίδα.
Με τις σημαίες να κυματίζουν ανάποδα.
Με τις σημαίες να σημειώνουν σηψαιμία.(Δώρος Λοϊζου)
Ο βάρβαρος εχθρός , μας κοιτάει ειρωνικά, θρασύς και αμείλικτος όπως πάντα.
Κι εμείς κοιτάμε αμήχανα ο ένας τον άλλο.
Προσπαθούν να μας πείσουν πως τίποτα δεν μπορούμε να κάνουμε.
Πως αποφασίζουν οι άλλοι για μας.
Πως η μοίρα μας είναι καθορισμένη.
Πως είμαστε καταδικασμένοι.
Όχι.Χίλιες φορές, όχι!
Αν είναι κάτι που μας έμαθε εκείνος ο υπέροχος αγώνας του 1955-59 είναι αυτό:
Όσο υπάρχει πίστη , θέληση μα προπαντός ενότητα και ομοψυχία όλα μπορούν να γίνουν.
Αγχόνες στήνουν και σήμερα. Να απαγχονίσουν τη μνήμη .Μα δεν θα τους αφήσουμε.
Γιατί ετούτο το γλωσσάρι-αγχόνη που μας κουβάλησαν τα δισέγγονα του Εφιάλτη,
Θα το σκορπίσουν οι νεκατωμένοι αέρηες του Λιασίδη.
Θα φάει τον πάτσον τζαι τον κλώτσον του Μόντη.
Θα καταλυθεί σαν το ινίν του Βασίλη Μιχαηλίδη.
Θα το κάψουν τα χέρια της Ελένης Φωκά.
Θα το θάψουν κάτω από το χώμα τους ο Μαχαιράς κι ο Πενταδάκτυλος.
Θα του τσακίσουν τα κόκκαλα , των ηρώων μας τα βλέμματα.
Γιατί το ‘χει η φυλή μας αγονάτιστη,
απ’ την οδύνη και τον κίνδυνο ν’ αρπάζεται με θάρρος,
να κλείνει την ζωή της σ’ ένα φάκελο μικρό,
που να χωράει στην τσέπη μιας μαθητριούλας
στον προβολέα ενός ποδηλάτου,
στη ράχη ενός βιβλίου,
και να γράφει με κόκκινο μελάνι τη διεύθυνση:
Οδός Απελευθέρωσης
Οδός Απελευθέρωσης
Χωριά και Πόλεις Κύπρον
Αιωνία τους η μνήμη.
ΑΘΑΝΑΤΟΙ

Ελένη Σιούφτα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου