Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου 2024

Η ΜΙΚΡΑΣΙΑ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ΜΟΥ

Ἀρχιμ. Ἐφραὶμ Τριανταφυλλόπουλος
( Αὐτοβιογραφικὲς σελίδες. Κείμενο ποὺ μᾶς ζητήθηκε καὶ δημοσιεύτηκε στὸ περιοδικὸ "Πειραϊκὴ Ἐκκλησία"-2022 )

ΕΚΕΙ ΚΑΠΟΥ στὰ βόρεια -γιὰ τότε, καθότι ἐπεκτάθηκε ὁ ἀστικὸς σχηματισμὸς πολὺ πέραν τῶν ἀρχικῶν ὁρίων του- τῆς Κοκκινιᾶς, ἐγκαταστάθηκαν μικρασιάτες πρόσφυγες ἀπὸ τὰ μέρη τῆς Μαγνησίας, τῆς Βιθυνίας, ἀπὸ τὸ Ἀδραμύτιο, τὴ Μαλακοπή, τὰ Φάρασα καὶ τὴν εὐρύτερη περιοχὴ τῆς Καππαδοκίας, τὴν Ἀραβισσὸ τῆς Ἄγκυρας, τὴν Κιουτάχεια, τὴν Πόλη καὶ κάποιοι ἀπὸ τὴ Σμύρνη.
Θαρρεῖς καὶ ὄντας φευγάτοι πλέον ὅλοι τοῦτοι, καθὼς ἀπομένουν οἱ ἑπόμενες γενεές, κυρίως ἐγγόνων καὶ δισεγγόνων, μυστικὰ ἀρδεύουν μὲ τὶς ἔμπονες προσευχὲς τοῦ Πρόσφυγα τὶς συνοικίες καὶ τὶς ἐνορίες.

Μὲ πολλὴν ἀγάπη καὶ καθόλου νοσταλγία, διότι ἡ ἀναδρομικὴ μνήμη ἐν Ἐκκλησίᾳ σὲ κάνει νὰ τὰ ξαναζεῖς ὁλοζώντανα καὶ φρέσκα ὅλα τοῦτα, θυμᾶμαι τοὺς φίλους, τοὺς συγγενεῖς μὲ τὴν πατροπαράδοτη εὐσέβεια, τὴ λεπτομερέστερη παλιὰ μορφὴ τῆς συνοικίας μὲ τὰ στενὰ καὶ τὰ αἴθρια ἀνάμεσα στὶς ἀντικρυστὲς προσφυγικὲς πολυκατοικίες ὅπου καὶ μπορούσαμε νὰ κρυβόμαστε καὶ νὰ συνωμοτοῦμε ἀνενόχλητοι, τὴν καθαριότητα καὶ τὰ ἀσβεστωμένα πεζοδρόμια, τὶς γλάστρες μὲ τὰ βασιλικά, τὸν δυόσμο καὶ τὴ ματζουράνα, τὰ στενὰ ὅπου παίζαμε κρυφτό, κυνηγητό, ἀμπάριζα, ποδόσφαιρο, βαρελάκια, κουτσό, στρατιωτάκια ἀμίλητα-ἀκούνητα-ἀγέλαστα, μακριὰ γαϊδούρα, λάστιχο, σχοινάκι, κουτσό, μπάσκετ, βεζύρη, ποδοσφαιράκι φορητό, πατίνι, κέντρο, τσιγκάκια (μὲ τὰ πώματα ἀπὸ τὶς μπύρες καὶ τὰ ἀναψυκτικά) στὰ ρεῖθρα τῶν πεζοδρομίων, τὶς αἰῶρες-κούνιες στὰ κλαδιὰ ἀπὸ τὶς μουριές, τὰ ἄλμπουμς μὲ τὰ χαρτάκια ποὺ τὰ συμπληρώναμε ἀγοράζοντας γκοφρέττες...

Ὃλ' αὐτά, στὰ χρόνια μας τὰ παιδικά, δὲ μποροῦσαν νὰ ἀντισταθμιστοῦν ἀπὸ τὴ χαρὰ ποὺ νιώθαμε ὅταν πηγαίναμε στὸν ἅγιο Γεώργιο Νικαίας, Κυριακὲς καὶ γιορτές, γιὰ νὰ εὐλογηθοῦν τὰ καινούργια μας ροῦχα καὶ παπούτσια. Συνήθως Χριστούγεννα καὶ Πάσχα γινόταν αὐτό. Τότε μᾶς χάριζαν οἱ δικοί μας, ἢ ὁ νονὸς καὶ ἡ νονά μας τὰ δῶρα μας, μαζὶ μὲ τὴ λαμπριάτικη λαμπάδα καὶ τὸ σοκολατένιο αὐγὸ ἢ κουνελάκι. Ἄντε καὶ στὴν ὀνομαστική μας γιορτὴ πές, ὅλα κι ὅλα αὐτὰ ἦταν τὰ δῶρα μας, ποὺ τὰ προσέχαμε πολύ, τὰ "σεβόμασταν" γιὰ νὰ κρατήσουν τοὐλάχιστον ἕναν χρόνο ἀκόμη.
 Δὲν ὑπῆρχε αὐτὴ ἡ πληθώρα, ὁ "συνωστισμὸς" παιχνιδιῶν, κομπιοῦτερς, γκάτζετς κοκ γιὰ τὰ ὁποῖα, ἕνεκα πληθωρισμοῦ, τὰ παιδιὰ μετὰ ἀπὸ μιὰ δυὸ ὧρες ἀδιαφοροῦν. Σὲ λίγο τὸ δωμάτιό τους γεμίζει ἀπὸ ποικιλία ἀδιάφορων γι' αὐτὰ ἀντικειμένων. Πλεονεξία, πλήξη καὶ ἀνία, ἀπὸ τέτοια ἡλικία. Ἄγνωστα συναισθήματα σὲ μᾶς τότε.
Δὲν ἦταν σπάνιο -ἐπανέρχομαι- κάποιες φορὲς νὰ συνδυαζόταν ἡ παράστασή μας στὴν ἐκκλησία φορώντας τὰ "καλά" μας καὶ μὲ λήψη θείας Κοινωνίας, ὁπότε ἔπρεπε νὰ περάσουμε καὶ ἀπὸ τὸν παπποὺ καὶ τὴ γιαγιὰ (τυχεροὶ ὅσοι τοὺς εἴχαμε στὴν αὐλή μας...) καὶ ζητώντας "συγγνώμη" γιὰ τὶς ὅποιες σκανταλιές μας (ποὺ δὲν ἦταν καὶ λίγες) νὰ πάρουμε τὴν εὐχή τους γιὰ νὰ κοινωνήσουμε.
Πῶς ἄρρητα, μυστικὰ καὶ ἀνείπωτα μᾶς ἔπλαθε ἡ θεία Χάρη τότε μέσα -καί- ἀπὸ αὐτὰ τὰ τελετουργικά, ποὺ Κύριος οἶδε, ποίοις κρίμασι μεταγράφονταν σὲ σταλαγματιὲς παρηγοριᾶς στὶς παιδικὲς καρδιές μας, ποτίζοντάς τες μὲ τὴ γνωστὴ γεύση ποὺ καὶ τώρα ἀναγνωρίζουμε!

Μία ἡ γεύση τῆς Ἀλήθειας, ἐμπειρία ἑνότητας ποὺ ἐντός Της γεωγραφία καὶ ἱστορία καταργοῦνται. Ὅλα καινούργια! Ὄχι μόνον τὰ ροῦχα. Ἕνα διαρκὲς παρὸν ποὺ κάνει κάθε ἐποχὴ περασμένη καὶ ἐρχόμενη, τωρινὴ καὶ καινούργια.
Πῶς καμαρώναμε καὶ ἀνυπομονούσαμε τότε, τόσο γιὰ νὰ εὐλογηθοῦν ὑποδήματα καὶ ἐνδύματα, ἂν καὶ δὲν τὸ πολυκαταλαβαίναμε τοῦτο, ὅσο καὶ γιὰ νὰ καμαρώσουμε φορώντας τὰ καινούργια μας γιὰ πρώτη φορά, κάνοντας καὶ τὶς ἀπαραίτητες συγκρίσεις, καθὼς δὲν μᾶς δινόταν ἡ εὐκαιρία στὸ σχολεῖο ἕξι μέρες τὴν ἐβδομάδα ποὺ φορούσαμε τὶς μπλὲ ποδιές! Ἀκατανόητη καὶ ἐκνευριστικὴ ἴσως νὰ μᾶς φαινόταν ἡ ὁμοιομορφία.

Ἀλλὰ περνάει ἡ μνήμη καὶ ἐστιάζει καὶ σὲ πρόσωπα ποὺ πέρασαν εὐεργετικὰ ἀπὸ δίπλα μας, ὅσο κι ἂν δὲν πήραμε εἴδηση τίποτε τότε.
Ἡ κυρὰ Γιωργίτσα ἡ μικρασιάτισσα, ἄνθρωπος βαθιᾶς πίστης καὶ πολλῆς νηστείας, εἶχε χάρισμα στὰ στραμπουλήγματα τῶν κάτω ἄκρων καὶ τὴν καλοῦσαν οἱ γειτόνισσες ὅποτε ἀντιμετώπιζαν οἱ ἴδιες, δικοί τους ἢ καὶ ἄνθρωποι ἀπὸ πιὸ μακριά, τέτοιο πρόβλημα.

Ἡ κυρὰ Μερσίνα ἀπὸ τὴν Νεάπολη / Νὲβσεχίρ, ἔγραφε τὰ Ψυχοσάββατα μὲ τὸ μελανὸ μολύβι ξυσμένο μὲ μαχαίρι, πάνω σὲ χαρτὶ περιτυλίγματος κρεοπώλη ἢ ἰχθυοπώλη, δεκάδες ὀνόματα ἀπὸ τὶς ἀλησμόνητες πατρίδες καὶ μάλιστα τὰ ἔγραφε εἰς διπλοῦν, σὲ δύο χαρτιά, καθὼς οὔτε φωτοτυπικὸ ὑπῆρχε τότε, οὔτε τὴν πολυτέλεια τοῦ παπιὲ καρμπὸν γνώριζαν. Αὐτὸ τὸ ἔκανε γιὰ νὰ εἶναι σίγουρη ὅτι καὶ οἱ δύο -τότε- ἐφημέριοί μας θὰ τὰ διαβάζανε. Πάντοτε τοὺς "δώριζε" γιατὶ μαθὲς ἀνάγκες πολλὲς εἶχαν, ἔλεγε, γυναῖκα καὶ πολλὰ παιδιά. Γράμματα δὲν ἤξερε καὶ κάποια ὀνόματα τὰ ἔγραφε μὲ ἑλληνικοὺς χαρακτῆρες καὶ ἀνορθόγραφα, ἀλλὰ ἀποδίδοντας τὴν τουρκική τους προφορά. Καραμανλίδικα. Κάποιες φορὲς δὲν καταλάβαινες τὶ ἔγραφε. Τῆς ἔπαιρνε πάντως ὅλη τὴ νύχτα ἡ γραφὴ καὶ ἀντιγραφὴ τόσων ὀνομάτων. Ἀγρυπνία ἀναρίθμητων ἱκεσιῶν!

Ἡ κυρὰ Δέσποινα ἀπὸ τὴν πολυκατοικία ἀπέναντι, στὸ δεύτερο πάτωμα (ἰσόγειο καὶ πρῶτο ὄροφο εἶχαν οἱ προσφυγικὲς κατοικίες στὴ Νίκαια μὲ 8 δυάρια διαμερίσματα στὴν κλασική τους μορφή), ἐμπιστεύτηκε στὴ μητέρα μου δωρίζοντάς της μία θαυμάσια χρυσοποίκιλτη εἰκόνα ἀπὸ τὴ Σίφνο, τῆς ἁγίας Λουκίας τῆς παρθένου, ἡ ὁποία κοσμεῖ τώρα τὸ δικό μου κελί.

Οἱ μεγαλύτεροί μας προλάβαμε στὴν παραπέρα γειτονιά, δυὸ τρεῖς δρόμους ἀπὸ τὴ δική μας, μιὰ ἐμβληματικὴ προσωπικότητα, τὴ Χατζη-μαρία, ἀπὸ τὴν Καισάρεια. Τὴ λέγανε ἔτσι γιατὶ εἶχε βαφτιστεῖ καὶ στὸν Ἰορδάνη ποταμό. Τὴ δεκαετία τοῦ 70 γιὰ τὴν ὀποία γράφουμε, πρέπει νὰ ὑπερέβαινε κατά τι τὰ ὀγδόντα ἔτη. Μιλοῦσε τουρκικά, καὶ μεῖς γελούσαμε. Τὴν πειράζαμε τὰ σκανταλιάρικα καὶ κείνη μᾶς ... καταριότανε στὰ τουρκικὰ γιὰ νὰ μὴν καταλαβαίνουμε τὶ μᾶς ἔλεγε. Ἀργότερα διαβάζοντας καὶ τὸν ὅσιο Παΐσιο, κατάλαβα πὼς "τάγκαλε" ποὺ μᾶς φώναζε, σημαίνει τὸν δαίμονα. Ταγκαλάκια, διαβολάκια, καλικαντζαράκια δηλαδή.

Τὸ σημαντικὸ μὲ τὴ Χατζη-μαρία ἦταν ὅτι μετέφερε ἀτόφια τὴν καππαδοκικὴ παράδοση περὶ νηστειῶν καὶ προσευχῆς, ἐφόσον ὅταν ἀντιμετώπιζε δικά της προβλήματα οἰκογενειακά, οἰκονομικά, ἀνέχειας, διαφωνιῶν στὸ σπίτι, ἀνατροφῆς τῶν δύο παιδιῶν της (εἶχε λίγα, σχεδὸν ὅλοι οἱ ἄλλοι γείτονες ἦταν ὑπερπολύτεκνοι), κλειδαμπαρωνόταν στὸν ἀποθηκευτικὸ χῶρο τοῦ σπιτιοῦ της, κάτω ἀπὸ τὴν ἐξωτερικὴ σκάλα, (ὅσοι ἔχουν ζήσει σὲ αὐτὲς τὶς γειτονιὲς καταλαβαίνουν τὶ ἐννοῶ) καὶ παρέμενε ἐκεῖ γιὰ τρία εἰκοσιτετράωρα ἄσιτη καὶ χωρὶς νερό. Αὐτὸ μποροῦσε νὰ γίνει καὶ τέσσερις καὶ πέντε φορὲς τὸ χρόνο γιατὶ ἐμᾶς τὰ πιτσιρίκια μᾶς ἀπασχολοῦσε ἡ κλειστὴ πόρτα τῆς ἀποθήκης καὶ κάναμε λογισμὸ ὅτι ἀποβίωσε καὶ εἴχαμε φόβο. Ἢ μπαίναμε στὸν πειρασμὸ νὰ πετᾶμε καμιὰ πέτρα στὴν πόρτα (δὲν ὑπῆρχε ἄσφαλτος ἀκόμη) καὶ τρομοκρατημένοι νὰ τρέχουμε μακριά... 
Τελικὰ ἔβγαινε χαρούμενη καὶ τραγουδοῦσε τραγούδια ἀπό τις ἀλησμόνητες πατρίδες, ἔρχονταν καὶ ἄλλες γειτόνισσες μαζὶ συνοδεύοντάς την καὶ μία μάλιστα κράταγε καί ... ντέφι!

Τὰ διηγιόμουν ὅλα τοῦτα στὸν μακαριστὸ Σιατίστης Ἀντώνιο καὶ μοῦ ἔλεγε:
-Στὸν παράδεισο διάκο μου εἶναι οἱ ψυχές τους! Μὴ σοῦ πῶ κιόλας ὅτι ὀφείλουμε τὴν ἐν Χριστῷ πορεία μας στὶς προσευχὲς τέτοιων ἐναρέτων καὶ ταλαίπωρων λαϊκῶν!
Ὁ μπαρμπα-Ἀβραὰμ εἶχε πολεμήσει στὸν Σαγγάριο καὶ πάντοτε κυκλοφοροῦσε μὲ κοστούμι καὶ γαρύφαλλο στὸ πέτο. Ἀριστοκράτης ἄνθρωπος. Τακτικὸς στὸν ἐκκλησιασμό. Κάθε Μεγάλη Παρασκευὴ στὶς τρεῖς τὸ ἀπόγευμα, ἔπαιρνε ἕνα ποτήρι ξύδι, βουτοῦσε μέσα ἕνα σκληρὸ παξιμάδι, μαλάκωνε, τὸ ἔτρωγε καὶ μετὰ ἔπινε καὶ τὸ ξύδι. Αὐτὸ ἦταν τὸ φαγητό του αὐτὴ τὴ μεγάλη ἡμέρα. Σὲ μᾶς τὰ παιδιὰ ποὺ τὸν ρωτούσαμε ἔκπληκτα μᾶς ἀπαντοῦσε: "ὄξος καὶ χολὴ γιὰ τὸν Χριστό μας ποὺ τράβηξε τόσα γιὰ μᾶς".

Συχνὰ βραδινὲς ὧρες, ἀργούτσικα, μαζεύονταν στὸ σπίτι μιᾶς ἀπὸ αὐτές, γυναῖκες τῆς γειτονιᾶς καὶ ψάλανε τὴ μικρὴ καὶ τὴ μεγάλη Παράκληση στὴν Παναγία, λέγαν τοὺς Χαιρετισμούς της -τὸ ὅλον μιάμιση ὥρα περίπου- καὶ κατόπιν ἀναχωροῦσαν.
Ὑπῆρχε σὲ ἄλλη κοντινὴ ἐνορία πρεσβυτέρα, ἡ ὁποία μετὰ τὸ πέρας τῆς ἀκολουθίας τῶν Ἁγίων Παθῶν, πήγαινε στὸ σπίτι της, ἔπινε ἕναν καφέ, καὶ λίγο μετὰ τὰ μεσάνυχτα -ἐν εἴδει Μεσονυκτικοῦ- ξαναδιάβαζε ὁλόκληρη τὴν ἀκολουθία. Τελείωνε λίγο πρὶν τὶς 5 τὸ πρωί, κοιμόταν μέχρι τὶς 8 ἡ ὥρα, καὶ κατόπιν ἐγειρόταν γιὰ νὰ πάει στὶς Ὧρες καὶ τὴν Ἀποκαθήλωση.

Τὸ Εὐχέλαιο γινόταν στὸ σπίτι τῆς γιαγιᾶς μας Μαριάνθης, Μεγάλη Τρίτη συνήθως. Ἦταν προσκεκλημένη ὅλη ἡ γειτονιά. Τὰ ὀνόματα ὅλων γραμμένα. Ἐμεῖς τὰ μικρὰ τὸ γλεντούσαμε τότε διότι "εὐχέλαιο στὴ γιαγιά", σήμαινε ὅτι πλησιάζουν ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου ποὺ μᾶς συγκλόνιζε τὴ Μεγάλη Πέμπτη, ὁ στολισμὸς τοῦ Ἐπιταφίου καὶ ἡ Ἀνάσταση. Σὰν νὰ περιμέναμε ἀσθμαίνοντας τὴν κορύφωση τοῦ θείου δράματος καὶ τὴ χαρὰ τῆς Ἀνάστασης ἡ ὁποία δὲν πήγαινε χώρια ἀπὸ τὸ πασχαλιάτικο τραπέζι καὶ τὴ συνάντηση σὲ αὐτό, συγγενῶν καὶ φίλων.

Ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς μητέρας μου, ἡ γιαγιά μας ἦταν ἀπὸ τὴ Μαλακοπὴ καὶ ὁ παπποῦς μας ἀπὸ τὰ Χάϊμανα τῶν περιχώρων τῆς Ἄγκυρας. Ἡ γιαγιὰ θυμόταν ὅτι τοὺς ἔφεραν στὸν Πειραιά, ἀφοῦ λίγο εἶχαν καθίσει στὴν Κέρκυρα. Μᾶς διηγιόταν ὅτι ὁ χειμώνας στὴ Μαλακοπὴ ἦταν πολὺ σκληρός, διότι ἐπρόκειτο γιὰ ὀροπέδια καὶ ὑψίπεδα, ὅπως καὶ ὁλόκληρη ἡ Καππαδοκία.

Ὑπῆρχεν ὅμως στὸ μέσον τοῦ κεντρικοῦ μεγάλου δωματίου τῆς οἰκίας τους, ὅπως σχεδὸν καὶ σὲ ὅλα τὰ σπίτια, ἕνας στρογγυλὸς λάκκος (ὑπόλειμμα μήπως ἀπὸ τὰ βάθη τῶν αἰώνων, τοῦ βωμοῦ τοῦ ἀφιερωμένου στὴ θεὰ τῆς οἰκογένειας Ἑστία;), βάθους ἐνὸς μέτρου περίπου, ποὺ τὸν ὀνόμαζαν "ταντούρι". Ἐκεῖ μέσα ἔβαζαν χωνεμένη χόβολη ἀπὸ τὸ μαγκάλι γιὰ νὰ κρατάει ζεστὴ τὴν ἀτμόσφαιρα. 
Ἡ μεγάλη χαρὰ τῶν παιδιῶν ἦταν, τὸ βράδυ, κάτω ἀπὸ τὸ φῶς τῶν λυχναριῶν, τῶν κεριῶν καὶ τῶν φανῶν θυέλλης, νὰ κάθονται γύρω γύρω στὸ χεῖλος τοῦ κυκλικοῦ ταντουριοῦ, καί, ξυπόλητα μὲ τὰ ποδαράκια τους κρεμασμένα πάνω ἀπὸ τὴ χόβολη στὸν ρηχὸ πυθμένα του, νὰ ζεσταίνονται, μαζὶ μὲ τοὺς μεγάλους, οἱ ὀποῖοι τοὺς διηγοῦνταν ἱστορίες μὲ ἁγίους καὶ μυθικοὺς ἥρωες. Στὸ σχολεῖο ποὺ πήγαιναν στὴν τρίτη δημοτικοῦ ἔκαναν καὶ γαλλικά -ἡ γιαγιὰ μᾶς μέτραγε ἀπὸ τὸ ἕνα ἕως τὸ δέκα πολλὲς φορὲς γιὰ νὰ τὴν ἀκοῦμε- μᾶς μίλαγε μάλιστα γιὰ τὴ γιαγιά της ἡ ὀποία διατηροῦσε οἶκο μόδας!

Ὁ παποῦς μου μοῦ ἔλεγε πὼς ὁ πατέρας του Μᾶρκος, ὅταν γεννήθηκε ὁ παποῦς, γιὰ νὰ εὐχαριστήσει τὸν Θεό, πῆγε στὴν ἐνορία του (στὰ Χάιμανα Ἀγκύρας, Μητρόπολη Ἀγκύρας, περιοχὴ τῆς ἀρχαίας Γαλατίας, πρὸς τοὺς πιστοὺς τῆς ὁποίας ἀπευθύνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος τὴν ἐπιστολή του) καὶ δώρισε στὸν ἅγιο στὸν ὁποῖο ἦταν ἀφιερωμένη
 ἡ ἐκκλησιά, ποσότητα ἁγνοῦ κεριοῦ, ἴση μὲ τὸ βάρος τοῦ νεογέννητου υἱοῦ του.
Τὸ 1929-30 ἀποπερατώθηκε στὴν τελική του σχεδὸν μορφὴ ὁ ἱερὸς ναὸς ἁγίου Γεωργίου Νικαίας, ὁ μεγαλύτερος ναὸς γιὰ τὰ δεδομένα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης (38μ ἐπὶ 19μ περίπου, ἐνῶ τὸ ὕψος τῆς κορυφῆς τοῦ τρούλλου ἀπὸ τὸ ἔδαφος γύρω στὰ 20-22μ) καὶ πανέμορφος καὶ μεγαλοπρεπὴς μέχρι σήμερα. Μέσα στὸ ναό, ὡς πολύτιμα φυλαχτὰ καὶ τιμαλφῆ εἶναι θησαυρισμένα εἰκονοστάσια, ὁ ἄμβωνας, τὸ δεσποτικό, φερμένα ἀπὸ τὶς ἁγιασμένες ἀλησμόνητες πατρίδες. 
Μπορεῖ νὰ δεῖ κανεὶς καὶ νὰ θαυμάσει πελώρια μιτροφόρα δισκοπότηρα μὲ τὴ σφραγίδα τῶν τουρκικῶν ἀρχῶν τῆς περιοχῆς προέλευσής τους περὶ τῆς γνησιότητος τοῦ ἀσημιοῦ. Μπορεῖ νὰ ἀπολαύσει τὸ τριώροφο κουβούκλιο τοῦ Ἐπιταφίου ἀπὸ καλυμμένη μὲ φύλλο χρυσοῦ ὀξιά, σὲ στὺλ μπαρόκ, φέρον ὀβὰλ εἰκόνες ἁγίων στὸν πρῶτο ὄροφο μεταξὺ περίτεχνων σκαλισμάτων, περίτεχνο σκάλισμα "πλεχτό" στὸν πιὸ μέσα δεύτερο ὄροφο, καὶ ἐν εἴδει τρίτου ὀρόφου, τρεῖς ἔνθετους τρουλίσκους στὴν κορυφή, μερικῶς ἁγιογραφημένους ἐξωτερικά, ὁ μεσαῖος μεγαλύτερος. Τὸ ὅλον, καὶ μάλιστα μεγάλου βάρους κατασκευή, στηρίζεται σὲ δεκαέξι κολῶνες ποὺ ἀναπαριστοῦν φύλλα δάφνης ποὺ δείχνουν νὰ σκεπάζουν κάθε κολόνα ἀπὸ τὴ βάση μέχρι τὴν κορυφή, ἀπὸ ὅπου ἀρχίζει ὁ πρῶτος ὄροφος, ἀφήνοντας πέριξ ἕνα πρεβάζι μὲ ὄμορφα ξύλινα "ἀκροκέραμα" ἀραιοτοποθετημένα γιὰ νὰ μὴν κρύβουν τὸ σκάλισμα τοῦ πρώτου ὀρόφου. Ἕνα κόσμημα, ποὺ ἡ τοποθέτηση ἀνθῶν τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ στὰ πρεβάζια καὶ στὶς ὀροφὲς τῶν τριῶν τρουλίσκων, ἔδειχνε ἀπο μακριὰ σὰν σύσκεψη τριῶν μιτροφόρων ἐπισκόπων μὲ τὸν μεσαῖο ψηλότερο.

Ὁ καθεδρικὸς ἱερὸς ναὸς τοῦ ἁγίου Νικολάου, ὁ ὁποῖος ἐπερατώθη τὸ 1929, ἐπτὰ δρόμους νοτιότερα, κατέχει ὡσαύτως πλούσια τιμαλφῆ ἀπὸ τὶς Ἀλησμόνητες Πατρίδες. Πρὶν ἀπὸ λίγα χρόνια κατεσκεύασαν ἕνα ἀντίγραφο ἀπὸ τὸν ἀριστουργηματικὸ ἐπιτάφιο τοῦ ἁγίου Γεωργίου τὸν ὁποῖο μόλις περιγράψαμε, πολὺ ἐπιτυχημένο. Ἔργο τέχνης καὶ αὐτὸ καθ' ἑαυτό. Τὸ κεντρικὸ τέμπλο τοῦ ἀγίου Νικολάου, ὁ ἄμβωνας, τὸ δεσποτικό, ἦρθαν μὲ τὴ βάρκα σηματοδοτώντας τὴ μαρτυρικὴ πορεία τοῦ Πρόσφυγα ὀ ὀποῖος ἀφήνοντας τὴ γῆ του, τὴν περιουσία του, τὸν ἱδρῶτα καὶ τὸ αἷμα του πῆρε στὰ χέρια του σὰ μοναδικοὺς ὀδηγοὺς πρὸς τὸ Ἄγνωστο, τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσια τῶν προγόνων του. Ἔλαβε τὴν Παράδοση ἀνὰ χεῖρας καὶ κίνησε.
Καὶ ὁ ἱερὸς Ναὸς τῆς ὁσίας Ξένης, ἐπερατώθη τὸ 1927, δαπάναις καὶ κόποις τῶν ἀπὸ Ἐγιδὶρ τῆς Πισιδίας προγόνων μας. Κι' ἐδῶ λείψανα τοῦ νεομάρτυρος Θεοδώρου τοῦ ἐν Δαρδανελλίοις (+1690) καὶ συγκεκριμένα ἡ κάρα του φερμένη τὸ 1922 ἀπὸ εὐλαβεῖς πάπους καὶ προπάπους μας. Κι' ἐδῶ πάλι εἰκονοστάσια καὶ δεσποτικὸ φέρουν τὴ σφραγίδα τῶν ἡρωικῶν παραλίων.
Ἐδῶ παντρεύτηκαν ἡ γιαγιὰ καὶ ὁ παπούς μας, εὐλαβέστατοι πρόγονοι, περὶ τὸ 1931, πηγαίνοντας μὲ λαντὸ (ἄμαξα) στὸ ναό, τὸ ὁποῖο ἔσερναν ἄλογα καί συνόδευε ὀρχήστρα ποὺ ἔπαιζε μικρασιατικὰ τραγούδια. Ράφτης ἐκεῖνος, ἀλλὰ διατηροῦσαν καὶ μπακάλικο ἐπὶ τῆς ὀδοῦ Μαινεμένης 26. Βλέπω τὴ φωτογραφία τοῦ γάμου τους καὶ ντρέπομαι νὰ τοὺς ἀντικρίσω. Δυὸ ἀγγέλοι.

Ὧρες - ὧρες ἀφηνόμαστε στὸν κατακλυσμὸ ἀπὸ μνῆμες καὶ γεμίζουμε ἀπὸ συγκίνηση, κατάνυξη καὶ φῶς. Κι ἂν συναντιόμαστε οἱ φίλοι τοῦ παιδικοῦ κρυφτοῦ, κυνηγητοῦ, ἀμπάριζας καὶ μήλων, εἶναι γιὰ νὰ σφίγγουμε τὰ χέρια μας μὲ χαρὰ καὶ επιμονή, ἀποφασισμένοι νὰ κερδίσουμε τὸ στοίχημα τῆς Ζωῆς ποὺ νικάει τὸν θάνατο.

Ὁ Χριστὸς μὲ τὸ φῶς Του περιλάμπει τὰ ὅπου γῆς προσφυγόπουλα, ὅπως καὶ ὅλους μας, διότι ὅλοι πρόσφυγες ἐρχόμαστε σὲ αὐτὴ τὴ ζωὴ καί, ἐντελῶς ἀντισυστημικοί, μιᾶς καὶ θέλουμε νὰ ἀκολουθοῦμε τὰ "πατήματα" τῶν κομιστῶν λειψάνων καὶ τιμαλφῶν τῆς πίστεως, στρέφουμε τὸ βλέμμα μας πρὸς Ἐκεῖνον, ὥστε σὲ συνέχεια τοῦ μικρασιατικοῦ παραδείγματος καὶ ἀφηγήματος, νὰ Τοῦ παραδιδόμαστε ἄνευ ὅρων καὶ ὁρίων, στοχεύοντας ἀληθινὰ καὶ δίχως ἐκπτώσεις, νὰ Τὸν παραδίδουμε στοὺς ἑπόμενους.

ΥΓ Μὲ ἀφορμὴ τὴ χθεσινὴ ἐκδήλωση γιὰ Κύπρο καὶ Μικρασία στὴ Νέα Μαγνησία Λαμίας, 8-9-2024, προαύλιο Ἱ. Ν. Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου