Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2024

Ιερά Μονή Άγιου Νικόλαου Καλτεζών


Ὁ Ἅγιος Νικόλαος Καλτεζῶν ἀπέχει ἀπό τήν Τρίπολη 30 χιλιόμετρα, ἀπό τήν Κάτω Ἀσέα 11 χιλιόμετρα, ἐνῶ βρίσκεται σέ ἀπόσταση 2,5 χιλιομέτρων ἔξω ἀπό τό ὁμώνυμο χωριό Καλτεζές, πού στά σλάβικα σημαίνει «πηγάδια». Τό χωριό εἶναι κτισμένο σέ ὑψόμετρο 680 μέτρων, κοντά στά ἐρείπια μιᾶς ἀρχαίας πολιτείας, τῆς Παλιόχωρας, ὅπως ἄλλωστε μαρτυροῦν τά κατάλοιπα ἀρχαίας ὀχυρώσεως καί ἄφθονα λείψανα μεσαιωνικοῦ ὀργανωμένου βίου γύρω ἀπό τό φρούριο τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, τό Κάστρο τῆς Παλιοχώρας, τά κατάλοιπα οἰκιῶν, ἱερῶν καί διάφορες ἐγκαταστάσεις. Ἀνατολικά τοῦ χωριοῦ ἔχει διατηρηθεῖ τό τοπωνύμιο «τῆς Ἑλένης τό Πηγάδι» καί πιθανολογεῖται ὅτι ἐκεῖ τελοῦνταν τά «Ἐλένεια», ἀγῶνες καλλιστείων.

Ἡ Μονή βρίσκεται κτισμένη στά νότια τοῦ Νομοῦ Ἀρκαδίας, σέ μικρό ὀροπέδιο καί σέ θέση μεγάλης στρατιωτικῆς σημασίας. Ἱδρύθηκε περί τά τέλη τοῦ 18ου αἰώνα καί ἀπό τό 1920 λειτουργεῖ ὡς γυναικεία Μονή ὑπό τήν Ἱερά Μητρόπολη Μαντινείας καί Κυνουρίας. Σήμερα, ἐγκαταβιοῦν στή Μονή τέσσερις μοναχές.

ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ – ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ

Ἡ ἵδρυση τῆς Μονῆς περιβάλλεται μέ λαϊκές ἀφηγήσεις τῶν περιοίκων, πού τήν ἀνάγουν σέ θαυματουργό ἐκδήλωση τοῦ τιμώμενου ἁγίου Νικολάου γιά τήν ἀποκάλυψη τῆς εἰκόνας του. Οἱ ἀφηγήσεις γιά τήν ἵδρυση τῆς Μονῆς δέν συμπίπτουν ἀπολύτως, οὔτε ὡς πρός τό βασικό τους περιεχόμενο, οὔτε ὡς πρός τή μορφή τῆς διατυπώσεως, γιατί εἶναι λαϊκές, θρησκευτικές καί λόγιες. Ἡ πλέον δημοφιλής ἐκδοχή εἶναι τοῦ Ἠλία Λυρώνη.

Η Παναγία της Ευρέσεως της Μονής Καλτεζών. Την βρήκε ο Κτίτωρ της Μονής μετά από εντολή του Αγίου Νικολάου."
Στην εικόνα δεσπόζει η μορφή της Παναγίας, του Αγίου Νικολάου, των Αγίων Γεωργίου και Δημητρίου ( και ενός ακόμη που δεν μπορώ να αναγνώσω την επιγραφή) ενώ υπάρχουν παραστάσεις από το Μυστικό Δείπνο, την προδοσία, τα πάθη του Χριστού, τη Σταύρωση, την Αποκαθήλωση, την Ταφή και την Ανάσταση.

Ὁ Λυρώνης καταγόταν ἀπό τίς Καλτεζές, ἀλλά διέμενε καί ἐργαζόταν στή Σμύρνη, ὅπου εἶχε μετοικήσει μαζί μέ τόν ἀδελφό του κατά τά μέσα τοῦ 18ου αἰώνα πρός ἀνεύρεση καλύτερης τύχης. Ἦταν μνηστευμένος, ἀλλά ἀνέβαλλε τήν τέλεση τοῦ γάμου του, γιατί τρεῖς φορές εἶδε στόν ὕπνο του τόν ἅγιο Νικόλαο, πού τοῦ ἔλεγε νά ἐπιστρέψει στήν πατρίδα του, νά μεταβεῖ σέ ἐρημικό Ἐκκλησάκι, νά κάνει ἀνασκαφή σέ ὁρισμένο σημεῖο, πού τοῦ ὑπεδείκνυε, νά βρεῖ τήν εἰκόνα του καί στό σημεῖο αὐτό νά κτίσει τήν Ἐκκλησία του καί νά γίνει μοναχός. Τό Ἐκκλησάκι αὐτό τοῦ θρύλου πιστεύεται ὅτι εἶχε σπουδαία ἀξία, ἀλλά δέν προσδιορίζεται ἡ θέση του καί δέν ἀποκλείεται νά πρόκειται γιά τόν Ἅγιο Χριστοφόρο – Αἰξιοφόρο, ὁ ὁποῖος ὀνοματοδοτεῖ ὁλόκληρη τήν περιοχή. 
Ὁ Λυρώνης ἀκολούθησε τήν ὑπόδειξη τοῦ Ἁγίου, ἐπέστρεψε στήν ἰδιαίτερη πατρίδα του καί μέ τή βοήθεια τῶν συγχωριανῶν του, τό 1696, βρῆκε μετά ἀπό ἀνασκαφή τήν εἰκόνα τοῦ ἁγίου Νικολάου καί τήν παρέλαβε μαζί του στή Σμύρνη γιά νά ἱδρύσει Ναό. Ἀλλά ὁ Ἅγιος ἀντέδρασε καί σταμάτησε τόν πλοῦ γιά τήν Σμύρνη. Ἔτσι, ἐπέστρεψε ὁ Λυρώνης στίς Καλτεζές, ἄρχισε ἔρανο καί ἵδρυσε τή Μονή, τῆς ὁποίας ἔγινε ὁ πρῶτος Ἡγούμενος.

Στήν ἀρχή ἔκτισε ἕνα Κελλί γιά νά διαμένει καί ἕνα μικρό Ναΰδιο «γιά νά καίει ἀκοίμητο καντήλι ἐμπρός στήν ἅγια εἰκόνα», στήν «Εὕρεση», ὅπως λέγεται, καί ἔγινε μοναχός μέ τό ὄνομα Ἀνανίας. Ἔζησε ὁσιακό βίο καί ἐργάστηκε μέ ζῆλο καί αὐτοθυσία, γι’ αὐτό καί ἡ τοπική παράδοση τόν μνημονεύει μέ τό ὄνομα «Ἁγιοπατέρας». Κτήτωρ καί Ἡγούμενος τοῦ Μοναστηριοῦ ὁ Λυρώνης γνώρισε καί δεύτερο θαῦμα τοῦ προστάτη του. Παραπονέθηκε στόν Ἅγιο, γιατί ὁ Τοῦρκος ἀγάς ἀτιμώρητος λεηλατοῦσε τή Μονή. Τότε ὁ Ἅγιος τόν καθήλωσε ἐπί τόπου, ἕως ὅτου ὁ Τοῦρκος ἀγάς ἀποζημίωσε τή Μονή, προσφέροντας διάφορα δῶρα καί λάδι γιά τό καντήλι τοῦ ἁγίου Νικολάου, ἐνῶ πάντα ὅταν τόν ρωτοῦσαν βεβαίωνε τό θαῦμα. Ἔτσι, οἱ Τοῦρκοι ἀπέφευγαν νά πλησιάσουν τό Μοναστήρι.

Σύμφωνα μέ ἄλλη ἐκδοχή, ἡ θεμελίωση τῆς Μονῆς ἀνάγεται στήν συγκεκριμένη ἡμερομηνία: 22 Ἀπριλίου 1719 ἀπό δύο ἐρημίτες, τόν Ἄνθιμο καί τόν Καλλίνικο, οἱ ὁποῖοι ἔκτισαν κοντά στήν καλύβα τους Ναό καί Κελλιά, ἀλλά ἡ προσπάθειά τους αὐτή ἀπαίτησε ὁλόκληρη 40ετία καί τήν συνδρομή τῶν γύρω χριστιανῶν καί ὁρισμένων ὀθωμανῶν.

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ – ΙΔΡΥΣΗ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ

Ἡ Μονή Καλτεζῶν, βρισκόμενη στό νοτιότερο ἄκρο τῆς ἐπαρχίας Μαντινείας, ἄρχισε νά κτίζεται τό 1719 ἀπό τούς Ἱερομόναχους ἐρημίτες Ἄνθιμο καί Καλλίνικο. Ἡ χρονολογία 1719 βρίσκεται κοντά στό ἔτος ἐπανεγκαταστάσεως τῶν Τούρκων μετά τήν ἐκδίωξη τῶν Ἐνετῶν (Β΄ Ἐνετοκρατία 1687-1715) καί μετά τήν ἀναστάτωση τῶν πρώτων ἐτῶν τῆς μεταβολῆς. Δέν ἀποκλείεται νά τοποθετηθεῖ στό ἔτος αὐτό ἡ ἵδρυση ἤ πιθανότερα ἡ ἀνακαίνιση παλαιότερης Μονῆς, πού ὑπέστη καταστροφές.

Τό 1720 ἀρχίζει νά κτίζεται ὁ Ναός τοῦ Ἁγίου Νικολάου καί γύρω του Κελλιά. Μέσα σέ σαράντα χρόνια οἱ μοναχοί ἔγιναν εἴκοσι καί τό Μοναστήρι ἀπέκτησε περιουσία μέ τά ἀφιερώματα τῶν πιστῶν. Βέβαιο εἶναι, ὅπως προκύπτει καί ἀπό μερικές ἐπιγραφές ἐντοιχισμένες στά κτίσματα τῆς Μονῆς Καλτεζῶν, ὅτι τό κτίσιμο πραγματοποιήθηκε μέσα στόν 18ο αἰώνα καί ὁλοκληρώθηκε τό 1795, πιθανόν πάνω σε ἐρείπια ἄλλου ἀρχαιότερου Ναοῦ ἤ Καθολικοῦ Μονῆς.

Ἀπό τό 1795 καί μέχρι τόν ἐρχομό τοῦ Ἰμπραήμ στήν Πελοπόννησο τό Μοναστήρι βρισκόταν σέ πολύ καλή οἰκονομική κατάσταση καί μάλιστα διέθετε καί ὑδραγωγεῖο.

Ἡ Μονή ἀποτελεῖ ἕνα ἀπό τά πιό φημισμένα Μοναστήρια τῆς Μαντινείας, καθώς ἐκεῖ συντελέστηκε ἕνα ἀπό τά σημαντικότερα ἱστορικά γεγονότα τοῦ Εἰκοσιένα: ἡ Πρώτη Συνέλευση καί ἡ σύσταση τῆς Πελοποννησιακῆς Γερουσίας, τόν Μάη τοῦ 1821. Μέ πρόεδρο τόν Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, 37 Πρόκριτοι, πληρεξούσιοι – ἀντιπρόσωποι τῶν ἐπαρχιῶν, ὕστερα ἀπό συνεδριάσεις λίγων ἡμερῶν, συγκρότησαν τήν Πελοποννησιακή Γερουσία, ἐκλέγοντας ἕξι Ἐπιτρόπους: τόν Πετρόμπεη, τόν Ἐπίσκοπο Βρεσθένης Θεοδώρητο, τόν Σ. Χαραλάμπη, τόν Θ. Κανακάρη, τόν Ἀναγνώστη Δεληγιάννη καί τόν Ν. Πονηρόπουλο, μέ γραμματέα τόν Ρήγα Παλαμήδη. Ἡ ἑξαμελής αὐτή Ἐπιτροπή γινόταν ἔτσι ὁ πυρήνας ἑνός πρώτου Κυβερνητικοῦ Ὀργανισμοῦ, ἀναλαμβάνοντας τήν εὐθύνη τῆς πολεμικῆς ὀργάνωσης τῆς χώρας καί τόν ἐφοδιασμό της. Στίς 26 Μάη 1821 ὑπέγραψαν τό πρῶτο πρωτόκολλο, ὁρίζοντας ὡς ἑπόμενη ἕδρα τή Στεμνίτσα. Καί τήν 1η Ἰουνίου ὑπέγραψαν, πάλι στίς Καλτεζές, τήν πρώτη ἐγκύκλιο, πού ἔστειλαν στούς Προεστούς καί σέ ὅλα τά σημαίνοντα πρόσωπα τοῦ Μοριᾶ.

Δυό χρόνια πρίν, τόν Μάη τοῦ 1819, στήν ἴδια τή Μονή Καλτεζῶν εἶχε προηγηθεῖ ἡ πρώτη οὐσιαστικά συνέλευση τῶν Προεστῶν καί τῶν Ὁπλαρχηγῶν, μέ στόχο τήν ἀπελευθέρωση ἀπό τούς Τούρκους. Ἡ Συνέλευση αὐτή, πού διαλύθηκε χωρίς νά λάβει ἀποφάσεις συνῆλθε σέ ἕνα μικρό μυστικό Κελλί στή ΝΔ πτέρυγα τοῦ Μοναστηριοῦ, μέ διαστάσεις 3.00 x 5.00 μ., τό ὁποῖο ἀργότερα μετετράπη στόν Ἱ. Ναό τοῦ Ἁγίου Κάρπου.

Τό 1825 ἡ Μονή πυρπολεῖται καί πολιορκεῖται ἀπό τόν Ἰμπραήμ. Ὅλα τά βόρεια Κελλιά της κάηκαν, ἐνῶ καταστράφηκαν καί τά ἔγγραφα καί οἱ τίτλοι της. Τά χρόνια πού ἀκολούθησαν ὕστερα ἀπό τήν ἀπελευθέρωση, τήν ὁδήγησαν σέ οἰκονομική κατάπτωση καί ἀφάνεια. Ὡστόσο, ἡ Μονή Καλτεζῶν ὑπῆρξε καταφύγιο τοῦ γύρω πληθυσμοῦ ὅλα τά χρόνια τοῦ Ἀγώνα. Ἡ ὑπόγεια μυστική της διάβαση, πού ἔχει ἔξοδο στή νοτιοδυτική πλευρά τῆς Μονῆς καί διατηρεῖται ἕως καί σήμερα, εἶχε σώσει πολλούς καταδιωγμένους.

Στίς 20 Ἰανουαρίου τοῦ 1838 κηρύσσεται μέ Βασιλικό Διαταγμα «ἱστορικόν μνημεῖον», ἐνῶ στίς 25 Φεβρουαρίου τοῦ 1846, μέ ἄλλο Βασιλικό Διάταγμα, διαλύεται ἐξαιτίας τῆς ἔλλειψης Μοναχῶν καί ἑνώνεται ὡς Μετόχι μέ τή Μονή Τσιπιανῶν (Γοργοεπηκόου). Τό 1921 ἡ Μονή ἀπαλλάσσεται ἀπό τούς δεσμούς ἐξάρτησής της ἀπό τήν Τσιπιανῶν, ἀναγνωρίζεται ὡς γυναικεία κοινοβιακή καί αὐτοδιοίκητη καί ἀρχίζει ἡ ἀναδιοργάνωσή της.

Τότε γιόρτασε καί ἐπισήμως τήν ἑκατονταετηρίδα ἀπό τό 1821 καί τήν Α΄ Πελοποννησιακή Συνέλευση, ὁπότε καί μετετράπη ὁ χῶρος τῆς Συνελεύσεως σέ Ναό πρός τιμήν τοῦ ἀποστόλου Κάρπου, πού γιορτάζει τήν 26η Μαΐου, ἡμερομηνία κατά τήν ὁποία ἔγινε ἡ ὁρκομωσία τῆς Συνελεύσεως.

Τό 1921, ὁπότε καί ἐπανιδρύθηκε, ἄρχισε καί ἡ ἐκτεταμένη ἀνοικοδόμηση τοῦ Μοναστηριοῦ. Ἀπό τό 1925 ὡς τό 1932 στή Μονή λειτούργησε Ἐπαγγελματική Σχολή Θηλέων, μέ πρωτοβουλία τῆς τότε Ἡγουμένης Εὐφημίας Βαρουξάκη, τήν ὁποία διαδέχθηκε ἡ Ἀγάπη Ἀναγνωστοπούλου. Ἡ ἀνακαίνιση τῶν παλαιῶν καί ἡ προσθήκη ἄλλων ἀπαραίτητων κτισμάτων συνεχίσθηκαν καί στά ἑπόμενα χρόνια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου