Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2024

Κυριακή Ά Λουκά-ΤΑ ΥΔΡΟΧΑΡΗ ΦΥΤΑ


  Μὲ τὴν εἴσοδό μας στὸν κύκλο τῶν Κυριακῶν τοῦ Λουκᾶ, γίνεται ξανὰ ἀναφορὰ στὸ γεγονὸς τῆς κλήσης τῶν πρώτων μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἴδαμε καὶ κατὰ τὴν Β΄ Κυριακὴ τοῦ Ματθαίου. Ὁ Λουκᾶς δίνει κάποια στοιχεῖα ἐπιπλέον, λέγοντας ὅτι ὁ Χριστὸς κάλεσε τοὺς πρώτους μαθητές, ἀφοῦ πρῶτα φρόντισε νὰ πιάσουν μιὰ ἐντελῶς ἀνέλπιστη ψαριά, τόσο μεγάλη ποὺ τὰ δυὸ πλοῖα τους κινδύνευαν νὰ βυθιστοῦν ἀπὸ τὸ βάρος τῶν ψαριῶν (Κυριακὴ Α΄ Λουκᾶ).

 Οἱ ἀπόστολοι δέχτηκαν τὸ κάλεσμα τοῦ Χριστοῦ ἐγκαταλείποντας χωρὶς δεύτερη κουβέντα τὰ πάντα. Ἐφάρμοσαν ἔτσι πρῶτοι τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἀκούσαμε τὴν προηγούμενη μόλις Κυριακὴ (μετὰ τὴν Ὕψωσιν). Ἀκολούθησαν τὸν Χριστὸ ἀπαρνούμενοι τὸν ἑαυτό τους, πλοῖα καὶ δίκτυα καὶ κάθε τὶ δικό τους, «οἰκίας, ἀδελφούς, ἀδελφάς, πατέρα, μητέρα, γυναῖκα, τέκνα, ἀγρούς» (Ματθ. 19, 29). Ἀντὶ γιὰ ὅλα αὐτά, ἐπέλεξαν νὰ σηκώσουν σταυρό. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει χαρακτηριστικά, ὅτι ὅλα ὅσα πρῶτα θεωροῦσε σπουδαῖα, τὰ ἐγκατέλειψε χάριν τοῦ Χριστοῦ, θεωρώντας τα ζημία. Τὰ περιφρόνησε ὡς σκύβαλα, τὰ πέταξε σὰν σκουπίδια. «Πάντα ἐζημιώθην καὶ ἡγοῦμαι σκύβαλα εἶναι ἵνα Χριστὸν κερδήσω» (Φιλ. 3, 8).
Δὲν μᾶς καλεῖ ὅλους βέβαια ὁ Χριστὸς νὰ ἀφήσουμε τὰ πάντα, ὅπως οἱ ἀπόστολοι. Μᾶς καλεῖ ὅμως νὰ ἀπαρνηθοῦμε ὅλοι, σὲ ὅσο μεγαλύτερο βαθμὸ μποροῦμε, τὴν ἀγάπη γιὰ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου. Νὰ ὑπερισχύσει ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν Θεό. Νὰ μὴν εἴμαστε ἀπόλυτα δεμένοι μὲ ὅ,τι ἔχουμε. Νὰ τὰ κατέχουμε χωρὶς πάθος. Μὲ «ἀπροσπάθεια». Ὥστε ἂν τυχὸν χάσουμε κάτι ἀπὸ αὐτά, νὰ μὴ μᾶς στοιχίσει καὶ πολύ. Ἂν κάποιος τὰ κατέχει μὲ προσπάθεια, ἔχει δηλαδὴ ὅλο τὸν πόθο του στραμμένο στὰ ἐπίγεια, θλίβεται πολὺ μὲ τὴν ἀπώλειά τους. Εἶναι ἀδύνατο νὰ προκόψει στὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό. Περιφρονεῖ τὰ πάντα ὅμως ὅποιος προσηλώσει τὸν νοῦ του στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς ἀκόμα καὶ τὸ σῶμα του τὸ βλέπει σὰν ξένο (ἅγ. Μάξιμος Ὁμολογητής, Ἑκατοντὰς πρώτη τῶν περὶ ἀγάπης κεφαλαίων, α΄).

Ὅσο δὲν ἀπαρνούμαστε τὸν κόσμο, τόσο πιὸ κοσμικὰ εἶναι καὶ τὰ κριτήρια τῆς συμπεριφορᾶς μας. Τότε καὶ τὸ καλὸ ἀκόμα γίνεται ἀπὸ κενοδοξία. Ἐπιδεικνύουμε ἀρετὲς οἱ ἄνθρωποι, ἀλλὰ γιὰ τὰ μάτια τοῦ κόσμου. 

Λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος: «Ἔχω δεῖ πολλὰ καὶ διάφορα φυτὰ ἀρετῶν φυτεμένα ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ ζοῦν στὸν κόσμο. Αὐτὰ ποτίζονταν ἀπὸ ὑπόγειο βόρβορο κενοδοξίας, σκαλίζονταν ἀπὸ τὸ πάθος τῆς ἐπίδειξης, λιπαίνονταν ἀπὸ τοὺς ἐπαίνους. Ὅταν ὅμως τὰ φυτὰ αὐτὰ μεταφυτεύθηκαν στὴν ἔρημο, σὲ τόπο δηλαδὴ ἄβατο ἀπὸ ἀνθρώπους καὶ συνεπῶς ἄνυδρο ἀπὸ τὸ βρώμικο νερὸ τῆς κενοδοξίας, ἀμέσως ξεράθηκαν. Δὲν ἔχουν τὴ δύναμη τὰ ὑδροχαρῆ φυτὰ νὰ καρποφοροῦν σὲ σκληρὰ καὶ ἄνυδρα γυμναστήρια» (Λόγος Β΄, ι΄).

Οἱ ἀπόστολοι τὸ κατάλαβαν αὐτὸ καλά καὶ ἔλεγαν μὲ τὸ στόμα τοῦ Παύλου: «Ἂν ἤθελα νὰ ἀρέσω στοὺς ἀνθρώπους, δὲν θὰ ἤμουν δοῦλος τοῦ Χριστοῦ» (Γαλ. 1, 10).
Ἐμεῖς; Μήπως εἴμαστε τὰ θλιβερὰ ὑδροχαρῆ φυτά, ποὺ τρέφονται μόνο απὸ ἀνθρωπαρέσκεια;
π. Δημητρίου Μπόκου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου