Συνήθως ὁ Χριστιανὸς πλούσιος ξεγελάει τὸν ἑαυτό του, λέγοντας ὅτι θέλει πολλὰ λεφτά, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ βοηθάει τάχα περισσότερο τοὺς φτωχούς. Κάνοντας μερικὲς φιλανθρωπίες, ἐπαναπαύεται. Ἀποκοιμίζει ἔτσι τὴ συνείδησή του, δικαιολογεῖ τὸ πάθος του γιὰ ἀπεριόριστη ἀπόκτηση ἀγαθῶν, «ἀεὶ προσλαμβάνειν ζητῶν. Τοιαύτη γὰρ ἡ τοῦ πλουτεῖν νόσος», τὸ νὰ μὴν ἔχει ὅριο στὸ νὰ ζητάει περισσότερα.
Ὄχι ὁ πλοῦτος, ἀλλὰ τὸ πάθος γιὰ πλοῦτο εἶναι ποὺ καταστρέφει τὸν ἄνθρωπο καὶ μαστίζει ἐξ ἴσου πλούσιους καὶ φτωχούς. Ἡ προσκόλληση στὴν ἐπιθυμία αὐτὴ δὲν εἶναι μόνο ἐμπόδιο γιὰ τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ κάνει τεράστια ζημιὰ καὶ στὴν ἐπίγεια ζωή. Ὁ ἄνθρωπος, ζητώντας ἀπεγνωσμένα ὅλο καὶ περισσότερα, δὲν ἐργάζεται, ἀλλὰ δουλεύει. Ἡ ἐργασία ἔγινε δουλεία (δουλειά), σκλαβιά. Δὲν ἐργάζεται γιὰ νὰ ζεῖ, ἀλλὰ ζεῖ γιὰ νὰ δουλεύει. Πιάνει καὶ δεύτερη δουλειὰ κ. λ. π., μὴν ἀφήνοντας στὸν ἑαυτό του οὔτε ἐλάχιστο χρόνο γιὰ νὰ ζήσει. Γι’ αὐτὸ καὶ «πλοῦτον νόμιζε γνήσιον καὶ βέβαιον τὴν ὀλιγόδειαν». Ἡ ὀλιγάρκεια εἶναι ὁ σωστὸς καὶ σίγουρος πλοῦτος. Ὄχι τὸ νὰ ἔχεις πολλά, ἀλλὰ τὸ νὰ μὴ χρειάζεσαι πολλὰ (ἅγ. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, PG 35, 780C. 37, 388Α).
Τὸ τέλειο παράδειγμα εἶναι οἱ μοναχοί. Ἀποτάσσονται τὰ τοῦ κόσμου, ἀκολουθοῦν τὴν ἀκτημοσύνη. Λέει ὅμως ὁ ἀββᾶς Δωρόθεος, ὅτι καὶ αὐτὸ ἀκόμα δὲν φτάνει. Ἀφήνοντας ὅ,τι εἶχαν στὸν κόσμο, γονεῖς, χρήματα, κτήματα, δουλειές, δοσοληψίες, κάνουν τὸν κόσμο νὰ σταυρωθεῖ, νὰ εἶναι νεκρός, νὰ μὴν ὑπάρχει γι’ αὐτούς. «Ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται» (Γαλ. 6, 14).
Ἀπομένει ὅμως νὰ σταυρωθοῦν καὶ αὐτοὶ γιὰ τὸν κόσμο. Νὰ νεκρώσουν κι αὐτοὶ μέσα τους κάθε ἐπιθυμία γι’ αὐτὰ ποὺ ἄφησαν πίσω τους. «Ἐμεῖς φανήκαμε ὅτι σταυρώσαμε τὸν κόσμο μέσα μας, ὅτι ἐγκαταλείψαμε τὰ κοσμικὰ πράγματα. Καὶ ἤρθαμε στὸ μοναστήρι, ἀλλὰ τοὺς ἑαυτούς μας δὲν θέλουμε νὰ τοὺς σταυρώσουμε γιὰ τὸν κόσμο, γιατὶ ἔχουμε τὴν ἐπιθυμία του, εἴμαστε δεμένοι μὲ ἐμπάθεια μαζί του, ἀγωνιζόμαστε γιὰ τὴ δόξα του, γιὰ φαγητὰ καὶ ροῦχα… Ἐνῶ ἀφήσαμε τὰ μεγάλα καὶ πολύτιμα ποὺ εἴχαμε, τρέφουμε ἐδῶ μὲ μερικὰ τιποτένια πράγματα τὶς ἐπιθυμίες μας» (Ἀββᾶ Δωροθέου, Α΄ Διδασκαλία (Περὶ ἀποταγῆς), 13-14.
Τὸ δέσιμο λοιπόν, ἡ προσκόλληση στὸ καθετί, μεγάλο ἢ μικρό, κάνει ὅλη τη ζημιά.
Ὄχι ὁ πλοῦτος, ἀλλὰ τὸ πάθος γιὰ πλοῦτο εἶναι ποὺ καταστρέφει τὸν ἄνθρωπο καὶ μαστίζει ἐξ ἴσου πλούσιους καὶ φτωχούς. Ἡ προσκόλληση στὴν ἐπιθυμία αὐτὴ δὲν εἶναι μόνο ἐμπόδιο γιὰ τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ κάνει τεράστια ζημιὰ καὶ στὴν ἐπίγεια ζωή. Ὁ ἄνθρωπος, ζητώντας ἀπεγνωσμένα ὅλο καὶ περισσότερα, δὲν ἐργάζεται, ἀλλὰ δουλεύει. Ἡ ἐργασία ἔγινε δουλεία (δουλειά), σκλαβιά. Δὲν ἐργάζεται γιὰ νὰ ζεῖ, ἀλλὰ ζεῖ γιὰ νὰ δουλεύει. Πιάνει καὶ δεύτερη δουλειὰ κ. λ. π., μὴν ἀφήνοντας στὸν ἑαυτό του οὔτε ἐλάχιστο χρόνο γιὰ νὰ ζήσει. Γι’ αὐτὸ καὶ «πλοῦτον νόμιζε γνήσιον καὶ βέβαιον τὴν ὀλιγόδειαν». Ἡ ὀλιγάρκεια εἶναι ὁ σωστὸς καὶ σίγουρος πλοῦτος. Ὄχι τὸ νὰ ἔχεις πολλά, ἀλλὰ τὸ νὰ μὴ χρειάζεσαι πολλὰ (ἅγ. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, PG 35, 780C. 37, 388Α).
Τὸ τέλειο παράδειγμα εἶναι οἱ μοναχοί. Ἀποτάσσονται τὰ τοῦ κόσμου, ἀκολουθοῦν τὴν ἀκτημοσύνη. Λέει ὅμως ὁ ἀββᾶς Δωρόθεος, ὅτι καὶ αὐτὸ ἀκόμα δὲν φτάνει. Ἀφήνοντας ὅ,τι εἶχαν στὸν κόσμο, γονεῖς, χρήματα, κτήματα, δουλειές, δοσοληψίες, κάνουν τὸν κόσμο νὰ σταυρωθεῖ, νὰ εἶναι νεκρός, νὰ μὴν ὑπάρχει γι’ αὐτούς. «Ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται» (Γαλ. 6, 14).
Ἀπομένει ὅμως νὰ σταυρωθοῦν καὶ αὐτοὶ γιὰ τὸν κόσμο. Νὰ νεκρώσουν κι αὐτοὶ μέσα τους κάθε ἐπιθυμία γι’ αὐτὰ ποὺ ἄφησαν πίσω τους. «Ἐμεῖς φανήκαμε ὅτι σταυρώσαμε τὸν κόσμο μέσα μας, ὅτι ἐγκαταλείψαμε τὰ κοσμικὰ πράγματα. Καὶ ἤρθαμε στὸ μοναστήρι, ἀλλὰ τοὺς ἑαυτούς μας δὲν θέλουμε νὰ τοὺς σταυρώσουμε γιὰ τὸν κόσμο, γιατὶ ἔχουμε τὴν ἐπιθυμία του, εἴμαστε δεμένοι μὲ ἐμπάθεια μαζί του, ἀγωνιζόμαστε γιὰ τὴ δόξα του, γιὰ φαγητὰ καὶ ροῦχα… Ἐνῶ ἀφήσαμε τὰ μεγάλα καὶ πολύτιμα ποὺ εἴχαμε, τρέφουμε ἐδῶ μὲ μερικὰ τιποτένια πράγματα τὶς ἐπιθυμίες μας» (Ἀββᾶ Δωροθέου, Α΄ Διδασκαλία (Περὶ ἀποταγῆς), 13-14.
Τὸ δέσιμο λοιπόν, ἡ προσκόλληση στὸ καθετί, μεγάλο ἢ μικρό, κάνει ὅλη τη ζημιά.
π. Δημητρίου Μπόκου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου