Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2025

Η ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ Παϊσίου στο Όρος Σινά


  Ο Άγιος Παΐσιος άφησε οριστικά το Στόµιο στις 30 Σεπτεµβρίου 1962 και αναχώρησε για το Θεοβάδιστο Όρος Σινά, όπου … εγκαταστάθηκε στο ασκητήριο των αγίων Γαλακτίωνος και Επιστήμης, που αποτελείται από το Εκκλησάκι και ένα πολύ μικρό συνεχόμενο Κελλάκι. Βρίσκεται σε ωραία θέση σε ύψωμα, απέναντι ακριβώς από την αγία Κορυφή, και απέχει λιγώτερο από μία ώρα από το Μοναστήρι. Διακόσια μέτρα πιο πάνω βρίσκεται η σπηλιά του αγίου Γαλακτίωνος και λίγο πιο πίσω είναι η Σκήτη που έμενε η αγία Επιστήμη με τις άλλες ασκήτριες.
  Άγια μέρη, ευλογημένα. Παρ᾿ όλη την αυχμηρότητά τους, εμπνέουν αυτά τα βράχια. Εκεί ψηλά λοιπόν, σαν αετός, έστησε ο Γέροντας την φωλιά του…
 -Μετά απ’ το Στόμιο, Γέροντα, πήγες στο ερημικό Σινά και συγκεκριμένα στο ασκητήριο της Αγίας Επιστήμης. Εκεί πώς ήταν ή ζωή; ρώτησε ένας άλλος, πού γνώριζε από παλιά τον Γέροντα
.-Ο Μοναχός, όπου και να βρεθεί, το ίδιο περνάει. Η πρόνοια του Θεού δεν τον εγκαταλείπει. Εκεί στο Σινά ο Θεός ήταν πάντα μαζί μου. Όταν πήγα εκεί, δεν είχα τίποτα βρέθηκα στην έρημο, με αγνώστους ανθρώπους, χωρίς να σκεφτώ τι θα φάω και πώς θα ζήσω. Το ασκητήριο ήταν εγκαταλειμμένο και ακατοίκητο. Το νερό λιγοστό. Εγώ δεν ήξερα και κάποιο εργόχειρο, για να βγάζω το ψωμί μου. Το μόνο εργαλείο, πού είχα ήταν ένα ψαλίδι, το όποιο χώρισα στα δυο κομμάτια και αφού τ’ ακόνισα σε μια πέτρα, άρχισα να φτιάχνω ξυλόγλυπτα εικονάκια Δούλευα πολλές ώρες κι έτσι μπορούσα να ζω, άλλα και τους Βεδουίνους να βοηθάω. (Πρεσβύτερος Διονύσιος Τάτσης)

Στο ασκητήριο των Οσίων Γαλακτίωνος και Επιστήμης

 Πήρε ευλογία να ασκητέψει στα ασκητήρια των Οσίων Γαλακτίωνος και Επιστήμης με υπεράνθρωπη άσκηση. Ο Όσιος Εφραίμ ο Σύρος λέγει: «Μοναχός ακτήμων αετός υψιπέτης». 
Ένας τέτοιος θαρραλέος αγωνιστής του πνεύματος ήταν ο π. Παίσιος. Ένα μικρό κονσερβοκούτι, του ήταν κατσαρόλα, μπρίκι, ποτήρι και παγούρι. Πλούτος η πενία, αναφαίρετη περιουσία η ελευθερώτρια ακτημοσύνη. «Μακάριοι όντως οι μηδέν έχοντες και τα πάντα κατέχοντες», που θεωρούν τα πάντα «σκύβαλα ίνα Χριστόν κερδίσουν».Έφτιαχνε μικρά ξυλόγλυπτα εργόχειρα και τα ’δινε στο Μοναστήρι και με τα χρήματα αγόραζε πράγματα για τους Βεδουίνους και ιδιαίτερα για τα φτωχά και πεινασμένα βεδουϊνάκια. Ζούσε για τους άλλους. Στην τραχειά Σιναΐτικη έρημο ήταν πολλές και περίτεχνες οι δαιμονικές παγίδες. Με τη Χάρη του Θεού και την ταπείνωσή του τις νίκησε όλες. Τη μοναξιά και την ακηδία νικούσε με το κομποσχοίνι. Για παρηγοριά είχε τα πουλιά της ερήμου και για παρέα τ’ άγρια θηρία που ημέρευαν κοντά του. Αργότερα έλεγε πως «στο Σινά έζησα μεγαλύτερες καταστάσεις με άλλο τρόπο, απ’ ότι στο Άγιον Όρος». Έζησε μυστικά τη θέα των αθεάτων, τη χαρμονή της θέας του Θεού, τη φοβερή Μωϋσιακή θεοπτία στις σχισμές των βράχων, τις μακρές νύχτες, τις ολονύχτιες στάσεις, τις πυρφόρες αναβάσεις, τις θεϊκές ανατάσεις.
Γέροντος Μωυσέως Αγιορείτη (†)


    Στην έρημο, γύρω από το Μοναστήρι του Σινά, ζουν οι Βεδουίνοι της φυλής Γκεμπελία που σημαίνει ''ορεινοί". Ο Άγιος Παΐσιος παρατηρώντας την ζωή τους, θαύμαζε την αντοχή τους.
 ''Δύο χρόνια στο Σινά", έλεγε, "δεν μπόρεσα να φθάσω στη σκληραγωγία έναν Βεδουίνο." Πονούσε, όμως, καθώς τους έβλεπε να στερούνται τα αναγκαία. Όταν είδε ότι έτρωγαν ψωμί από ακαθάριστο σιτάρι,
γεμάτο πέτρα και χώμα, ενήργησε ώστε το μοναστήρι να τους προμηθεύει ψωμί καλής ποιότητας, όπως και έγινε.

Ο Άγιος Παΐσιος με χρήματα από το εργόχειρο του, προμηθευόταν για τους Βεδουίνους τρόφιμα και ρούχα. Ούτε στους Αγίους τόπους πήγε, παρόλο που δεν ήταν μακριά, επειδή δεν ήθελε να κάνει έξοδα, τη στιγμή που τα Βεδουϊνάκια πεινούσαν και υπέφεραν. Και εκείνα, νοιώθοντας την αγάπη του, τον ξεχώριζαν από δύο χιλιόμετρα μακριά και έτρεχαν να τον συναντήσουν. Τους μοίραζε καραμέλες, τους έδινε πάνινα καπελάκια, για να μην τα καίει ο ήλιος, καθώς και πέδιλα, για να μην σχίζονται τα ποδαράκια τους στα γρανιτένια βράχια. Τους έβαζε και κερί στις πληγές των ποδιών τους. Πολλές φορές ανέβαιναν μόνα τους στην Αγία Επιστήμη, για να τους βάλει λίγο κεράκι.

Και όταν κατέβαινε στο Μοναστήρι, μαζεύονταν κάτω από το παράθυρο του και φώναζαν ''Αμπούνα Παΐζι!!". Εκείνος τότε τους έδινε ένα καλαθάκι με τρόφιμα και γλυκά.
Ο Άγιος Παΐσιος ιδιαίτερη στοργή έδειχνε σ' ένα καχεκτικό παιδάκι, ορφανό από πατέρα, τον μικρό Σουλεϊμάν. Μια μέρα γέμισε τον τορβά του με μπισκότα, ανέβηκε στην κορυφή του βουνού, της Αγίας Επιστήμης και κατέβηκε από τη άλλη πλευρά,αναζητώντας τον καταυλισμό των Βεδουίνων. Βάδισε έξι ώρες, βάζοντας σημάδια, για να μην χαθεί. Και τελικά βρέθηκε έξω από την καλύβα του Σουλεϊμάν! Μόλις τον είδε το παιδάκι, άρχισε να φωνάζει:
''Αμπούνα Παΐζι''. Από την χαρά του ήθελε να σφάξει την μοναδική τους κότα!
"Όχι Σουλείμαν", του είπε ο Άγιος… "Θα ξανάρθω και θα φέρω και λίγο ρύζι. Είναι άλλοι εδώ κοντά;"
"Εκεί" απάντησε το παιδάκι, δείχνοντας την έρημο.


Η ελεημοσύνη του Αγίου Παϊσίου ήταν μια μαρτυρία αγάπης Χριστού για τους ανθρώπους αυτούς που ενώ ήταν Χριστιανοί, αργότερα εξισλαμίσθηκαν και παρέμεναν Μουσουλμάνοι.
Ρωτούσαν τον Άγιο πώς συντηρείται. ''Δεν θέλω μέριμνες, για να μου μένει χρόνος για την προσευχή. γι' αυτό δεν κάνω και ποικιλία φαγητών. Βάζω στη φωτιά λίγο ρύζι και νερό και σε λίγη ώρα
το φαγητό μου είναι έτοιμο!'. Το νερό είναι δωρεάν, δροσερό από τη βροχή . Η Δ.Ε.Η. την νύχτα δεν χρειάζεται, φέγγουν τα αστέρια και το φεγγάρι. Τα λίγα χρήματαπου χρειάζομαι για το παξιμάδι της χρονιάς, τα εξοικονομώ από το εργόχειρο μου.
 Όταν φουντώνει ο θείος έρωτας, ούτε κοιμάται κανείς, ούτε τρώει, κάνει διαρκώς προσευχή, άσκηση και μετάνοιες, και τρέφεται περισσότερο από την ουράνια θέρμη. Και αν τον ζητούν να πάει
κάπου, παλεύει, προσπαθεί να βγει από την κατάσταση αυτή, αλλά δεν μπορεί, πέφτει κάτω δηλαδή… Γι' αυτό πάει πιο βαθιά στην έρημο, για να μην τον διακόπτουν.

Το κελί του Αγίου Παϊσίου στο Σινά

   Όταν πήγε στο Σινά η περιοχή μαστιζόταν από παρατεταμένη ανομβρία. Ο Παΐσιος προέτρεψε και άλλους μοναχούς να τελέσουν αγρυπνία και να παρακαλέσουν τον Θεό να βρέξει. Πραγματικά την επόμενη μέρα έβρεξε πολύ.
Ο Παΐσιος που ήταν εξαιρετικός ξυλουργός ασχολήθηκε πολύ στο Σινά με την ξυλογλυπτική. Καθώς δεν είχε τα ανάλογα εργαλεία διέλυσε ένα ψαλίδι που είχε φέρει από την Κόνιτσα, τρόχισε τις λεπίδες του και με αυτές δούλευε πάνω στο ξύλο. Ανέπτυξε επίσης ξεχωριστή σχέση με τους Βεδουΐνους στους οποίους ήταν πολύ αγαπητός. Πουλούσε στους προσκυνητές ξύλινους σταυρούς που έφτιαχνε ο ίδιος και τα χρήματα τα έδινε σε αυτούς. Όμως και στο Σινά τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε τον ταλαιπωρούσαν. 

Σε επιστολή που έστειλε σε γνωστό του στις 16/6/1963 γράφει:

 ...Εδώ δεν έχω τίποτε σχεδόν. Λιγάκι το υψόμετρο με πειράζει, διότι στην μονήν είναι 1.500 μέτρα κι εδώ που μένω κοντά στα 2.000 μέτρα. Εκτός τούτου δεν έχει οξυγόνο διότι είναι τελείως γυμνό τα μέρος. Φυσικά δεν πρέπει να γίνεται λόγος στους δικούς μου δια να μην στεναχωριούνται. Όταν δε φυσάει αισθάνομαι πονοκέφαλον και να μου κρατιέται η αναπνοή. Αλλά ευτυχώς που είναι πλησίον μου πολύ ο Θεός και με τρέφει με το ουράνιο μάννα, την θείαν χάρη του, και αισθάνομαι μεγάλη χαρά... Πολύ θα σε παρακαλέσω να κάμεις προσευχή με τα παιδάκια σου διά μία υπόθεσιν δική μου δια να με δυναμώσει και να γίνει το πανάγιον θέλημα του Θεού, ό, τι ορίζει. Επιφυλάσσομαι να σας γράψω περισσότερο. Το μόνο που σας γράφω είναι ότι ο καλός Θεός εργάζεται. Να μην γίνεται φυσικά λόγος.


   Στο Σινά, εκεί στο ασκητήριο της Αγίας Επιστήμης όπου έμενα, το νερό ήταν ελάχιστο. Μιά–μιά σταγόνα έτρεχε από έναν βράχο μέσα σε μια σπηλιά, καμμιά εικοσαριά μέτρα μακριά από το ασκητήριο. Είχα κάνει μια στερνίτσα και μάζευα τρία κιλά νερό το εικοσιτετράωρο. Όταν πήγαινα να πάρω νερό, έβαζα το τενεκάκι να γεμίση και έλεγα τους Χαιρετισμούς της Παναγίας. Έβρεχα με το χέρι μου λιγάκι μόνον το μέτωπο, γιατί αυτό με βοηθούσε – μου το είχε πει ένας γιατρός να το κάνω – έπαιρνα λίγο νερό, για να έχω να πιώ, μάζευα και λίγο σε ένα τενεκάκι για τα πουλάκια και τα ποντικάκια που είχε το ασκητήριο. Αυτό το νερό ήταν και για να πλύνω ένα ρούχο κ.λπ. Τί χαρά, τί ευγνωμοσύνη ένιωθα γι᾿ αυτό το λίγο νερό που είχα! Δοξολογία, γιατί είχα νερό! Όταν ήρθα στο Άγιον Όρος και έμεινα για λίγο καιρό στην Σκήτη των Ιβήρων, επειδή εκεί είναι προσήλιο το μέρος, είχε πολύ νερό. Είχε μια στέρνα που ξεχείλιζε και το νερό έτρεχε απ’ έξω. Ού, έπλενα και τα πόδια και το κεφάλι…, αλλά είχα ξεχασθή. Στο Σινά βούρκωναν τα μάτια μου από ευγνωμοσύνη για το λίγο νερό, ενώ στην Σκήτη ξεχάσθηκα από την αφθονία του νερού. Γι᾿ αυτό έπειτα πήγα και έμεινα καμμιά ογδονταριά μέτρα πιο μακριά και είχα μια στέρνα μικρή. Πώς χάνεται, πώς ξεχνιέται κανείς με την αφθονία!


                     
Προσωπικές μαρτυρίες του Αρχιεπισκόπου Σινά κ.Δαμιανού με τον Άγιο Παΐσιο, στο Στόμιο και στην Αγία Αικατερίνη Σινά.
Ο Αρχιεπίσκοπος Σινά, Φαράν και Ραιθώ κ.Δαμιανός μιλάει για την ημέρα που πρωτοσυνάντησε τον Άγιο Παΐσιο στο Μοναστήρι στο Στόμιο της Κόνιτσας.
 Τονίζει ότι ο Γέροντας Παΐσιος είχε προσευχηθεί για να φύγει από το Στόμιο και να έρθει στο Σινά. «Όταν τον είδα πρώτη φορά στο Στόμιο, ως Διάκος εγώ, κρατούσε ένα κομποσκοίνι στο χέρι και το πρόσωπό του ήταν φωτεινό. Με αποκάλεσε Διάκο χωρίς να με γνωρίζει και μου είπε και σε ποιο Μοναστήρι βρίσκομαι. Όταν τον ρώτησα πώς τα γνωρίζει μου είπε πώς ήταν ασυρματιστής στον Στρατό.. Πρότεινα στον Γέροντα Παΐσιο να έρθει στο Σινά και πράγματι ήρθε. Όταν έφτασε στο Μοναστήρι στο Σινά μου ζήτησε να πάει σε ασκητήριο. Στο κελί που του δώσαμε πέταξε το στρώμα από το κρεβάτι του, ενώ μου ζήτησε να παραγγείλουμε πέδιλα για τα παιδιά των Βεδουίνων γιατί περπατούσαν ξυπόλυτα. Αρρώστησε μετά από 2,5 χρόνια ο Γέροντας και δεν ήθελε να πάει στον Γιατρό , τα άφηνε όλα στον Θεό, τον στείλαμε με το ζόρι στην Αθήνα. Ο Γέροντας Παΐσιος έλεγε εδώ στο Σινά είναι ο καλύτερος τόπος για μένα ας πεθάνω εδώ».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου