Τον ιεροδιάκονο Ηλιόδωρο τον πρωτοσυνάντησα στο βιβλίο της Νίνας Πάβλοβα ''Η ημέρα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ''(Εκδ.''Πορφύρα'').Πραγματικά μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση το χάρισμα αυτού του ανθρώπου.Με τρόπο θαυμαστό κατάφερε και έφερε στην ορθόδοξη πίστη χιλιάδες ανθρώπους,κάποτε με έναν μόνο λόγο του.Παραθέτω το κεφάλαιο από το βιβλίο το οποίο αναφέρεται στον ιεροδιάκονο Ηλιόδωρο.
Θα το βρείτε σε αυτό το λίνκ:**ΔΙΔΑΧΕΣ του Οσίου ιεροδιακόνου Ηλιοδώρου-ΕΔΩ
«Να αυτός», είπε ο στάρετς, δείχνοντας με το κεφάλι προς τον πατέρα Ηλιόδωρο καθώς περνούσε τρέχοντας πηγαίνοντας όπως συνήθως, να βοηθήσει κάποιον. Είναι μάλλον δύσκολο να αναγνωρίσεις κάποιον που γνωρίζεις, ως άγιο. Όταν ζεις δίπλα-δίπλα. Οι πρώτοι Χριστιανοί όμως είχαν μεγάλη οικειότητα με αυτή τη έννοια.
Πάντα προσπαθούσε να ταΐσει κάποιον
– “Έφαγες; Έφαγες; Πάμε, να σου δώσω να φας, πάμε για τσάι, πάμε στην τραπεζαρία.
” Ποιός πήγε για πρώτη φορά στην Όπτινα και δεν σκεπάστηκε από την ζεστασιά της αγάπη του. Τι άρτοι, τι εικονάκια, τι βιβλιαράκια με τους χαιρετισμούς δεν έβγαιναν από τις απύθμενες τσέπες του, έδινε ό,τι χρειαζόταν η κάθε ψυχή. Ακόμα και λίγα απλά λόγια γεμάτα αγάπη και στοργή, έλεγαν αργότερα οι ίδιοι, ”σαν να μας ανάστησε, δεν είχαμε ξανακούσει τέτοια λόγια”.
”Πως πάτε στο σπίτι; Χρειάζεστε χρήματα; Πάρε. Έχεις σύζυγο, παιδιά; Πως ζείτε; Πάρε αυτό, πάρτο, σε παρακαλώ μην αρνηθείς.”
Υπήρχε μια αίσθηση ότι έδινε περισσότερα από όσα έπαιρνε, λες και τα χρήματα στα χέρια του πολλαπλασιάζονταν. Μια ατελείωτη πηγή μητρικής αγάπης και δώρων γέμιζε τον προσκυνητή που έφταναν στην καρδιά του, και φτάνοντας στην εκκλησία συνέχιζε με τον Ακάθιστο στη Θεοτόκο, ”πηγαίναμε στον άνθρωπο και φτάναμε στην Μητέρα του Θεού”.
Να θυμιάζεις έτσι, να ψέλνεις έτσι, να ζεις έτσι ώστε να ζεις με τον Χριστό. Προσεύχου συνεχώς. Ήταν σαν μια ανεξάντλητη πηγή. Η αγαπημένη του Μητέρα του Θεού. ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ και γη.
π. Δημήτριος Τόρσιν, διακονεί στον ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο χωριό Οζέρσκογιε (Ποντμπόρκι), κοντά στην Όπτινα
Ο πατέρας Ηλιόδωρος ήταν ο μόνος άνθρωπος στη ζωή μου που τηλεφωνούσε και ρωτούσε: «Πάτερ Δημήτρη, πώς είσαι; Πώς είναι τα πράγματα; Έχεις κάτι να φας;»
π. Δημήτριος Τόρσιν, διακονεί στον ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο χωριό Οζέρσκογιε (Ποντμπόρκι), κοντά στην Όπτινα
Ο πατέρας Ηλιόδωρος ήταν ο μόνος άνθρωπος στη ζωή μου που τηλεφωνούσε και ρωτούσε: «Πάτερ Δημήτρη, πώς είσαι; Πώς είναι τα πράγματα; Έχεις κάτι να φας;»
Εγώ έλεγα: «Ναι, όλα είναι καλά» και αυτός έλεγε:
«Άνοιξε το ψυγείο. Τι έχεις εκεί μέσα;»
Με έβαζε να απαριθμήσω όλα όσα είχα για να βεβαιωθεί ότι δεν πεινούσαμε. Και δεν ήμουν μόνο εγώ. Νοιαζόταν για όλους. Όταν κάποιος βρισκόταν σε δύσκολη θέση πήγαινε και τον φρόντιζε σαν πατέρας.
Όταν η σύζυγός μου και εγώ φτάσαμε για πρώτη φορά στην ενορία, δεν είχαμε που να μείνουμε.
Λίγους μήνες αργότερα, ξεκίνησα να επιπλώσω ένα δωμάτιο στο ενοριακό σπίτι, το οποίο δεν είχε τίποτα άλλο παρά τοίχους.
Έτσι πήγα στον πατέρα Ηλιόδωρο να του ζητήσω τις προσευχές και τη βοήθειά του. Μπροστά μου, άρχισε να καλεί ταπεινά όλους τους αριθμούς στο τηλέφωνό του, ζητώντας από γνωστούς κάποια βοήθεια. Αλλά όλοι απάντησαν ότι δεν μπορούσαν να βοηθήσουν άμεσα, ίσως αργότερα. Τότε ο πατέρας Ηλιόδωρος ήρθε μαζί μου στην ενορία, κοίταξε σε ποιο δωμάτιο του ενοριακού σπιτιού θα μπορούσα να μείνω. Και μου είπε τι έπιπλα χρειαζόμουν και θα μου τα έστελνε. Αρνούμουν , αλλά την επόμενη μέρα μου τα έφεραν όλα, και ο οδηγός μου είπε χαμογελώντας ότι σήμερα ο π. Ηλιόδωρος συμμάζεψε το κελί του κι αποφάσισε να ξεφορτωθεί όλα τα περιττά.
Είχα πάει στο κελί του, κι αμέσως κατάλαβα ότι μου είχε στείλει όλα όσα υπήρχαν στο κελί του.
Αναμνήσεις της μάτουσκα Λιούμποφ Σεβτσούκ, βιβλιοθηκάριος στο Σεμινάριο Σρετένσκι, από τον πατέρα Ηλιόδωρο
Ένα ''πυροτέχνημα'' φροντίδας, χαράς και αγάπης!
Γνωρίσαμε τον πατέρα Ηλιόδωρο στην αρχή κιόλας της αναβίωσης της Όπτινα, στα τέλη της δεκαετίας του 1980 – αρχές της δεκαετίας του 1990. Δεν υπήρχε μέσα του καθόλου χλιαρή διάθεση — ήταν τόσο φλογερός που θυσιάζονταν ολοκληρωτικά.
Το 1992, επρόκειτο να γεννηθεί, η μεγαλύτερη κόρη μου, η Άνια, αλλά μπήκα πρόωρα στο μαιευτήριο λόγω προβλημάτων υγείας. Ο σύζυγός μου κι εγώ ήμασταν φοιτητές τότε, και μέναμε στην εστία του πανεπιστημίου. Και μετά ήταν και η εποχή τέτοια… Ο κοιτώνας μας, μάλλον επιβίωσε χάρη στον πατέρα Ηλιόδωρο. Όταν τελείωναν εντελώς τα τρόφιμα και δεν υπήρχε τίποτα να φάμε, τότε στέλνονταν κάποιος στο μοναστήρι… Ο αγγελιοφόρος μας επέστρεφε με ένα σακίδιο πλάτης και τσάντες από κορδόνια. Θυμάμαι ακόμα τις φακές – εκείνη την εποχή επιβιώσαμε χάρη σε αυτές τις ευλογίες.
Ήμουν στο μαιευτήριο. Ακούω κάποιον να φωνάζει από τον δρόμο:
– Λιου-μπόβ! Λιου-μπόβ!
Και αυτή είμαι εγώ, Αγάπη βαφτίστηκα. Αλλά είχα άλλο όνομα. Σηκώθηκα και πήγα προς το παράθυρο. Και—πάνω στο λευκό χιόνι, βλέπω κάποιον να περιπλανιέται… Μια γνώριμη σιλουέτα… «Θεόφιλε!» — δεν μπορούσες να τον μπερδέψεις με κανέναν άλλον! Αυτό ήταν το μοναστικό όνομα του πατέρα Ηλιόδωρου τότε: «Θεόφιλος». Ακόμα και τότε, φορούσε παντού το ράσο, κάτι που ήταν, στην πραγματικότητα, αρκετά πρωτότυπο στις αρχές της άγριας δεκαετίας του 1990. Εδώ στο Τβερ, όπου σπουδάζαμε στο πανεπιστήμιο, το 4ο μαιευτήριο είναι ακριβώς απέναντι από το κτίριο της επισκοπικής διοίκησης. Όμως ήταν η πρώτη φορά που όλο το ιατρικό προσωπικό παρακολουθούσε ένα τέτοιο θέαμα…
Ήταν όλοι μαζεμένοι εκεί στις σκάλες, και κοίταζαν…
Όταν η σύζυγός μου και εγώ φτάσαμε για πρώτη φορά στην ενορία, δεν είχαμε που να μείνουμε.
Λίγους μήνες αργότερα, ξεκίνησα να επιπλώσω ένα δωμάτιο στο ενοριακό σπίτι, το οποίο δεν είχε τίποτα άλλο παρά τοίχους.
Έτσι πήγα στον πατέρα Ηλιόδωρο να του ζητήσω τις προσευχές και τη βοήθειά του. Μπροστά μου, άρχισε να καλεί ταπεινά όλους τους αριθμούς στο τηλέφωνό του, ζητώντας από γνωστούς κάποια βοήθεια. Αλλά όλοι απάντησαν ότι δεν μπορούσαν να βοηθήσουν άμεσα, ίσως αργότερα. Τότε ο πατέρας Ηλιόδωρος ήρθε μαζί μου στην ενορία, κοίταξε σε ποιο δωμάτιο του ενοριακού σπιτιού θα μπορούσα να μείνω. Και μου είπε τι έπιπλα χρειαζόμουν και θα μου τα έστελνε. Αρνούμουν , αλλά την επόμενη μέρα μου τα έφεραν όλα, και ο οδηγός μου είπε χαμογελώντας ότι σήμερα ο π. Ηλιόδωρος συμμάζεψε το κελί του κι αποφάσισε να ξεφορτωθεί όλα τα περιττά.
Είχα πάει στο κελί του, κι αμέσως κατάλαβα ότι μου είχε στείλει όλα όσα υπήρχαν στο κελί του.
Ένα ''πυροτέχνημα'' φροντίδας, χαράς και αγάπης!
Γνωρίσαμε τον πατέρα Ηλιόδωρο στην αρχή κιόλας της αναβίωσης της Όπτινα, στα τέλη της δεκαετίας του 1980 – αρχές της δεκαετίας του 1990. Δεν υπήρχε μέσα του καθόλου χλιαρή διάθεση — ήταν τόσο φλογερός που θυσιάζονταν ολοκληρωτικά.
Το 1992, επρόκειτο να γεννηθεί, η μεγαλύτερη κόρη μου, η Άνια, αλλά μπήκα πρόωρα στο μαιευτήριο λόγω προβλημάτων υγείας. Ο σύζυγός μου κι εγώ ήμασταν φοιτητές τότε, και μέναμε στην εστία του πανεπιστημίου. Και μετά ήταν και η εποχή τέτοια… Ο κοιτώνας μας, μάλλον επιβίωσε χάρη στον πατέρα Ηλιόδωρο. Όταν τελείωναν εντελώς τα τρόφιμα και δεν υπήρχε τίποτα να φάμε, τότε στέλνονταν κάποιος στο μοναστήρι… Ο αγγελιοφόρος μας επέστρεφε με ένα σακίδιο πλάτης και τσάντες από κορδόνια. Θυμάμαι ακόμα τις φακές – εκείνη την εποχή επιβιώσαμε χάρη σε αυτές τις ευλογίες.
Ήμουν στο μαιευτήριο. Ακούω κάποιον να φωνάζει από τον δρόμο:
– Λιου-μπόβ! Λιου-μπόβ!
Και αυτή είμαι εγώ, Αγάπη βαφτίστηκα. Αλλά είχα άλλο όνομα. Σηκώθηκα και πήγα προς το παράθυρο. Και—πάνω στο λευκό χιόνι, βλέπω κάποιον να περιπλανιέται… Μια γνώριμη σιλουέτα… «Θεόφιλε!» — δεν μπορούσες να τον μπερδέψεις με κανέναν άλλον! Αυτό ήταν το μοναστικό όνομα του πατέρα Ηλιόδωρου τότε: «Θεόφιλος». Ακόμα και τότε, φορούσε παντού το ράσο, κάτι που ήταν, στην πραγματικότητα, αρκετά πρωτότυπο στις αρχές της άγριας δεκαετίας του 1990. Εδώ στο Τβερ, όπου σπουδάζαμε στο πανεπιστήμιο, το 4ο μαιευτήριο είναι ακριβώς απέναντι από το κτίριο της επισκοπικής διοίκησης. Όμως ήταν η πρώτη φορά που όλο το ιατρικό προσωπικό παρακολουθούσε ένα τέτοιο θέαμα…
Ήταν όλοι μαζεμένοι εκεί στις σκάλες, και κοίταζαν…
Και σε εμάς, τις γυναίκες που είχαμε γεννήσει, δεν μας επιτρεπόταν να βγούμε έξω για να δούμε τους συζύγους μας. Μας επιτρεπόταν μόνο να πλησιάσουμε στο παράθυρο. Γενικά το κλίμα στην κοινωνία ήταν άσχημο: τότε, τη δεκαετία του 1990, πολλοί άνθρωποι κατέληγαν στους δρόμους εξαιτίας κάθε είδους απάτης. Και στο μαιευτήριο υπήρχαν μερικές άστεγες: θα γεννούσαν, και μετά τι; Και όλα αυτά κρέμονταν από πάνω μας βαριά, σαν μια μολυβένια ατμόσφαιρα αβεβαιότητας. Κανείς δεν χρειαζόταν κανέναν… Και έτσι…
Ο πατέρας Ηλιόδωρος μπαίνει ήδη στο διάδρομο!! Εκπληκτική επιτυχία!!! Απλώς ήταν κάποιος εργαζόμενος που πήγε να βγάλει τα σκουπίδια και άφησε την πόρτα μισάνοιχτη – και μπήκε. Σαν ανεμοστρόβιλος κάποιου είδους αστραφτερής ευτυχίας! Ένα πυροτέχνημα φροντίδας, χαράς και αγάπης! Κάτι πρωτοφανές για εκείνους τους μονόχρωμους τοίχους… Και μάλιστα κουνάει το χέρι του και στους άλλους πίσω του:
– Παιδιά, ελάτε εδώ! Θα κρυώσουμε τα παιδιά μας!
Για αυτόν δεν υπήρχαν παιδιά άλλων ανθρώπων. Και γενικά, κανείς δεν ήταν ξένος γι’ αυτόν: όλοι είναι λαός του Θεού, απλώς κάνουν λάθη μερικές φορές, και ακόμη όσοι είναι μόνοι χρειάζονται βοήθεια…
Και έτσι, οι άντρες τον ακολουθούν, κοιτάζοντας τριγύρω… Οι γιατροί μένουν άφωνοι. Τον κοιτάζουν επίμονα: τι συμβαίνει εδώ; Μόνο μια βουβή σκηνή.
Και ο πατέρας Ηλιόδωρος, με το ράσο και το σκούφο του, φαινόταν σε όλους τότε τόσο φανταστικός που κανείς δεν μπορούσε να του πει λέξη. Ήταν σαν κάποια άλλη πραγματικότητα να είχε εισβάλει στον αποπνικτικό μικρόκοσμό μας. Ήδη έρρεαν λιχουδιές από το τεράστιο σακίδιό του, ήταν σαν τον Άγιο Βασίλη ή τον Άγιο Νικόλαο τον Θαυματουργό.
«Αυτό είναι μέλι», λέει (ήδη μου προμήθευε μέλι και κόκκινο κρασί καθ’ όλη τη διάρκεια της εγκυμοσύνης μου· οι γιατροί μου είπαν: χρειαζόμουν να αυξήσω κάτι στο αίμα μου), και μετά μου προσφέρει δώρα αγάπης: «Ορίστε, αυτό είναι ένα σάλι για σένα, για να σε κρατάει ζεστή, μερικές μάλλινες κάλτσες… Ο πατέρας Μιχαήλ και εγώ ευλογήσαμε έναν σταυρό, μπορείς να τον βάλεις στο μωρό…» Καθώς μου τον δίνει, νιώθω ότι κάποιος εκεί πάνω στις σκάλες που είναι οι γιατροί, κλαίει…
Και εκείνη τη στιγμή γυρίζει. Όλοι μένουν σιωπηλοί και παρακολουθούν, μόνο κάποιος κλαίει δυνατά…
«Λιούμπ, ωχ Λιούμπ…» Ο πατήρ Θεόφιλος σάστισε, «Τι τους συμβαίνει; κι όλοι με κοιτάζουν έτσι…;»
«Τι», του λέω, «νομίζεις ότι έρχονται μοναχοί στο μαιευτήριο κάθε μέρα;» Δεν μπήκα στον κόπο να εξηγήσω περισσότερα.., και μετά άρχισαν να εμφανίζονται όλο και περισσότεροι άνδρες, που δεν μπορούσαν να περιμένουν…
«Ω», άρχισε να τρέχει βιαστικά ο πατήρ Θεόφιλος. «Παιδιά, πάμε!»
Ξαφνικά σταμάτησε στην πόρτα και γυρίζοντας μου λέει:
«Λιούμποφ, θα είχα έρθει χθες! Διανυκτερεύσαμε εδώ, στο γραφείο της επισκοπής. Αν ήξερα ότι ήσουν εδώ—ακριβώς απέναντι! Θα ήμουν εδώ ήδη χθες!» Κι ένας δυνατός θόρυβος ακούστηκε καθώς πάτησε το πόδι του στο χιόνι.
Ο πατέρας Ηλιόδωρος πάντα έπαιρνε εκείνους που βρίσκονταν σε απελπιστική οικονομική κατάσταση κάτω από τα φτερά του ράσου του. Είχε τόσο φαρδιά μανίκια που μπορούσε να βγάλει ακόμα και κάποιο πιάτο από το γεύμα με τόσο φαρδύ ράσο για να ταΐσει τους πεινασμένους.
Αν και γενικά τάιζε όποιον μπορούσε να βρει: πουλιά, σκυλιά… Γενικά, ήταν τόσο συμπονετική ψυχή για όλους. Έκανε ό,τι μπορούσε για να διασφαλίσει ότι υπήρχε όσο περισσότερη αγάπη στον κόσμο μας.
Ο πατήρ Ηλιόδωρος είχε πάντα ένα αναμμένο θυμιατήρι στην ζώνη του, έτοιμο. Έτρεχε παντού: όχι μόνο στους Μάρτυρες αδελφούς της Όπτινα, αλλά έτρεχε και στον τάφο της Μητέρας Σεπφόρας για να τελέσει μια επιμνημόσυνη δέηση, και όταν βρισκόταν κοντά σε μια εικόνα της Μητέρας του Θεού, έκανε έναν Ακάθιστο. Μάζευε τους πάντες, και ο κόσμος απλά έψαλλε μαζί στους Ακαθίστους του, έτσι ώστε για μια εβδομάδα ή και περισσότερο μετά, οι ψυχές όλων να ψάλλουν, δοξάζοντας την Πανάγια – είχαν τέτοια χαρά που ήταν σαν να βρίσκονται ήδη στον παράδεισο. Και μετά τους Ακαθίστους, όλοι έψαλλαν το «Άγνή Παρθένε». Μοίραζε ακόμη και φωτοτυπίες σε όλους, για να μην ξεχνούν να υμνούν και να ευχαριστούν τη Μητέρα του Θεού – τότε όλα στη ζωή θα πήγαιναν καλά!
Η Μάσα, η κόρη μου, θυμάται πώς ο πατέρας Ηλιόδωρος έκανε τον Ακάθιστο στην Παναγία το βράδυ. Στο ναό, ήταν μόνο τα ακοίμητα καντήλια, αλλά, ένα φως γέμιζε την ψυχή κι ένιωθε ανάλαφρη. Κι όταν όλοι μαζί ψάλλαμε «Ω, υπερευλογημένη Βασίλισσά μου», ήταν σαν να εξαφανίζονταν όλες οι λύπες. Η Μάσα, στα νιάτα της, ήταν κάποτε πολύ άρρωστη, της είπε να «φάει μερικά κεράσια», και προσευχήθηκε γι’ αυτήν, και η ίδια, προφανώς μιμούμενη αυτόν, άρχισε να διαβάζει τον Ακάθιστο κάθε μέρα. Και θεραπεύτηκε πλήρως, και ούτε καν θυμάται πιά πολλά για την ασθένειά της.
Ο πατέρας Ηλιόδωρος πάντα πρόσεχε τους ανθρώπους κατά τη διάρκεια αυτών των Ακαθίστων. Δεν χανόταν στην προσευχή, με τα μάτια καρφωμένα στον Ουρανό, χωρίς να βλέπει και να ακούει κανέναν ή τίποτα. Όχι, τους πλησίαζε, τους ρωτούσε τί είχαν στις ψυχές τους… Αυτό ενοχλούσε μερικούς: πώς μπορούσε κανείς να μιλάει κατά τη διάρκεια του Ακαθίστου; Αλλά ο πατέρας Ηλιόδωρος ζούσε με αυτούς τους Ακαθίστους. Ήταν ατελείωτοι γι’ αυτόν, και στο να μην χάνει ποτέ από τα μάτια του τους ανθρώπους, έβλεπε την διακονία του στην Εκκλησία του Χριστού.
Κάποτε, παρεμπιπτόντως, το ράσο αφαιρούνταν συχνά από τον πατέρα Ηλιόδωρο. Παραβίαζε τους κανόνες. Κι έπαιζε τον σαλό. Δεν μπορείς να βάλεις κάποιον σαν αυτόν σε καλούπια..
Αλλά δεν έχει να κάνει με το πώς εξωτερικά συμμορφώνεσαι σε κάποιο σύνολο κανόνων. Κάποιοι άνθρωποι συμμορφώνονται, αλλά ποιο το νόημα; Ο πατέρας Ηλιόδωρος είχε πολλά πνευματικά χαρίσματα. Γι’ αυτό ο εχθρός του επιτίθονταν. Τόσο μέσα από αυτούς που ήταν μακριά όσο και μέσα από αυτούς που ήταν κοντά.
Μπορεί να απέκτησε κάτι μέσα από την ασκητική του ζωή, αλλά είχε ένα τέτοιο χάρισμα – τεράστιο – όχι ασημένιο (βλ. Ματθαίος 25:27), αλλά πάγχρυσο, που καμία προσπάθειά μας δεν μπορούσε να το επιτύχει. Ήταν, απλώς, μια έκπληξη από τον Θεό. ΕΝΑ ΔΩΡΟ ΑΠΙΣΤΕΥΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ. Πλούσιο. Το είχε, σαν να λέγαμε, πάντα έτοιμο ένα θυμιατήρι στο οποίο τα αναμμένα κάρβουνα δεν έσβηναν ποτέ. Αγαπούσε μέχρι σημείου θυσίας. Μπορούσε να αγαπάει σε τέτοιο βαθμό που έδινε ελευθερία. Πλήρης ελευθερία! Αυτός είναι ο υψηλότερος βαθμός αγάπης. Με αυταπάρνηση. Όχι κτητικά, αλλά προσφέροντας. Όχι με τον τρόπο τον οποίο ζούσαν ακόμη και οι Φαρισαίοι, όπως γνωρίζουμε, (βλ. Ματθαίος 15:30), αλλά πορευόμενος ενώπιον του Ζωντανού Θεού. Θυσίαζε τελείως τον εαυτό του. Όπως ο σίτος του Χριστού στα δόντια των αρπακτικών.
«Πόσο χαρούμενος είσαι;»
Κάποτε η Μάσα ζωγράφισε έναν άγγελο για τον πατέρα Ηλιόδωρο και του τον έστειλε. Και μετά, τα Χριστούγεννα, τα παιδιά του έφτιαχναν μικρές φιγούρες από πλαστελίνη, τύπωναν τα χείλη τους σε κάποιο χαρτόνι και του τα έκαναν δώρο. Πάντα κουβαλούσε αυτές τις παιδικές χειροτεχνίες και ζωγραφιές των παιδιών, σαν τα μεγαλύτερα κειμήλια, σε όλο το μοναστήρι –σαν να του είχε μόλις εμφανιστεί ο ίδιος ο άγγελος ή να συλλογιζόταν την ίδια την Ενσάρκωση του Θεού: ο Κύριος, τόσο μικρός
Κάποτε η Μάσα ζωγράφισε έναν άγγελο για τον πατέρα Ηλιόδωρο και του τον έστειλε. Και μετά, τα Χριστούγεννα, τα παιδιά του έφτιαχναν μικρές φιγούρες από πλαστελίνη, τύπωναν τα χείλη τους σε κάποιο χαρτόνι και του τα έκαναν δώρο. Πάντα κουβαλούσε αυτές τις παιδικές χειροτεχνίες και ζωγραφιές των παιδιών, σαν τα μεγαλύτερα κειμήλια, σε όλο το μοναστήρι –σαν να του είχε μόλις εμφανιστεί ο ίδιος ο άγγελος ή να συλλογιζόταν την ίδια την Ενσάρκωση του Θεού: ο Κύριος, τόσο μικρός
– Χριστός γεννᾶται, δοξάσατε·! – κατέβηκε στο σπήλαιο της Βηθλεέμ… Όντως! Και ο πατήρ Ηλιόδωρος χαίρονταν.
Αν και η χαρά του ήταν πάντα τόσο βαθιά, μέσα σε αυτήν μπορούσε κανείς να αισθανθεί κατά κάποιον τρόπο κάποια λύπη: ο Κύριος ήλθε, αλλά οι άνθρωποι θα Τον σταύρωναν –τον Αγνό, τον Άγιο – ούτως ή άλλως….
Ακόμα και μέσα στη χαρά του δεν ξεχνούσε τον πόνο της Παναγίας, τη θλίψη του κόσμου. Ακόμα και στις δύσκολες στιγμές δεν επέτρεπε σε κανέναν να απελπιστεί. Μπορούσε να δει το σημαντικό στα απλά, και φρόντιζε πάντα για τα πιο ζωτικά, στοιχειώδη πράγματα. Οι ερωτήσεις του ήταν απλές:
-Τι τρως; Τι φοράς τώρα; Έχεις γούνινο παλτό; Ή έστω ένα παλτό; Και μπότες; Είναι τα πόδια σου στεγνά; Τι γίνεται με τη δουλειά; Πόσα παίρνεις; Α, δεν είναι αρκετά. Πώς είναι οι σχέσεις στη δουλειά; Τι;!! Μήπως πρέπει να βρούμε κάτι άλλο;
Ο πατέρας Ηλιόδωρος είχε πάντα, ουσιαστικά, μια ερώτηση: «Πόσο χαρούμενος είσαι;»
Αν και η χαρά του ήταν πάντα τόσο βαθιά, μέσα σε αυτήν μπορούσε κανείς να αισθανθεί κατά κάποιον τρόπο κάποια λύπη: ο Κύριος ήλθε, αλλά οι άνθρωποι θα Τον σταύρωναν –τον Αγνό, τον Άγιο – ούτως ή άλλως….
Ακόμα και μέσα στη χαρά του δεν ξεχνούσε τον πόνο της Παναγίας, τη θλίψη του κόσμου. Ακόμα και στις δύσκολες στιγμές δεν επέτρεπε σε κανέναν να απελπιστεί. Μπορούσε να δει το σημαντικό στα απλά, και φρόντιζε πάντα για τα πιο ζωτικά, στοιχειώδη πράγματα. Οι ερωτήσεις του ήταν απλές:
-Τι τρως; Τι φοράς τώρα; Έχεις γούνινο παλτό; Ή έστω ένα παλτό; Και μπότες; Είναι τα πόδια σου στεγνά; Τι γίνεται με τη δουλειά; Πόσα παίρνεις; Α, δεν είναι αρκετά. Πώς είναι οι σχέσεις στη δουλειά; Τι;!! Μήπως πρέπει να βρούμε κάτι άλλο;
Ο πατέρας Ηλιόδωρος είχε πάντα, ουσιαστικά, μια ερώτηση: «Πόσο χαρούμενος είσαι;»
– «Είσαι καλά;» «Πες μου γι’ αυτό». Κι άκουγε… «Α, αλλά κάτι δεν πάει καλά εδώ…»
Η καρδιά του πονούσε για όλους. Ήταν ιδιαίτερα στοργικός με τα παιδιά. Σαν κλώσα, ήταν έτοιμος να πάρει τους πάντες υπό την προστασία του…
Πάντα προστάτευε όλα τα παιδιά, υπερασπιζόταν τις γυναίκες – όλους τους αδύναμους.
Ήταν και μητέρα και πατέρας για όλους. Ένιωθε και καταλάβαινε περισσότερο από πολλές μητέρες. Σε νουθετούσε με τρόπο πατρικό. Κρατούσε τους πάντες και τα πάντα στην καρδιά του. «Ἔσεσθε οὖν ὑμεῖς τέλειοι, ὥσπερ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς τέλειός ἐστιν .-Να είστε τέλειοι, όπως τέλειος είναι ο Πατέρας σας στους ουρανούς» (Ματθαίος 5:48).
Lyubov Shevchuk
Ηχογραφήθηκε από την Olga Orlova
https://pravoslavie.ru/135889.html
Η καρδιά του πονούσε για όλους. Ήταν ιδιαίτερα στοργικός με τα παιδιά. Σαν κλώσα, ήταν έτοιμος να πάρει τους πάντες υπό την προστασία του…
Πάντα προστάτευε όλα τα παιδιά, υπερασπιζόταν τις γυναίκες – όλους τους αδύναμους.
Ήταν και μητέρα και πατέρας για όλους. Ένιωθε και καταλάβαινε περισσότερο από πολλές μητέρες. Σε νουθετούσε με τρόπο πατρικό. Κρατούσε τους πάντες και τα πάντα στην καρδιά του. «Ἔσεσθε οὖν ὑμεῖς τέλειοι, ὥσπερ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς τέλειός ἐστιν .-Να είστε τέλειοι, όπως τέλειος είναι ο Πατέρας σας στους ουρανούς» (Ματθαίος 5:48).
Lyubov Shevchuk
Ηχογραφήθηκε από την Olga Orlova
https://pravoslavie.ru/135889.html





Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου