Οἱ ἅγιοι Μακκαβαῖοι τῷ τυράννῳ ἔλεγον. ἡμῖν, ὦ Ἀντίοχε, εἷς βασιλεύς, ὁ Θεός, παρ’ οὗ γεγόναμεν καί πρός ὅν ἐπιστρέφομεν. Κόσμος μένει ἄλλος ἡμῖν, τοῦ ὁρωμένου ὑψηλότερος καί μονιμώτερος. Πατρίς δέ ἡμῶν Ἱερουσαλήμ, ἡ κραταιά και ἀνώλεθρος. Πανήγυρις δέ ἡ μετά Ἀγγέλων διαγωγή. Κύριε, πρεσβείαις αὐτῶν, ἐλέησον καί σῶσον ἡμᾶς» (Δοξαστικό των Στιχηρών του Εσπερινού της εορτής των αγίων επτά μαρτύρων των Μακκαβαίων και του δασκάλου τους Ελεαζάρου και της μητέρας τους Σολομονής)
«Οι άγιοι επτά μάρτυρες, Αβείμ, Αντώνιος, Γουρίας, Ελεάζαρος, Ευσέβων, Αχείμ και Μάρκελλος οι Μακκαβαίοι έζησαν κατά τους χρόνους του βασιλιά της Συρίας Αντίοχου του Επιφανούς (175-164 π. Χ.), ο οποίος, αφού έριξε στην δουλεία το εβραϊκό έθνος, θέλησε να εξαναγκάσει τους Ισραηλίτες να απαρνηθούν τις πατρογονικές τους παραδόσεις. Τους υποχρέωνε λοιπόν να τρώνε χοιρινό κρέας. Κάποιοι από αυτούς αρνήθηκαν. Πρώτος ο δάσκαλος των επτά μαρτύρων Ελεάζαρος, ο οποίος σε ηλικία ενενήντα ετών προτίμησε να μαρτυρήσει, παρά να φάει το κρέας που ο νόμος απαγόρευε. Στη συνέχεια, ο Αντίοχος κάλεσε τα επτά αδέρφια, τα οποία κι αυτά αρνήθηκαν με επιμονή να ακολουθήσουν το διάταγμά του. «Κόψτε τα μέλη μου, κατακάψετε την σάρκα μου, εξαρθρώστε τις κλειδώσεις μου! Με όλα τα μαρτύρια τούτα θα σας δείξω ότι τα τέκνα των Εβραίων είναι ανίκητα όταν πρόκειται για την αρετή». Ο Αντίοχος διέταξε να τον κάψουν ζωντανό επάνω σε μια σχάρα. Μαρτυρικό τέλος είχαν και τα άλλα αδέρφια, το ένα μετά το άλλο. Ο τέταρτος μάλιστα, πριν θανατωθεί, είδε να του κόβεται η γλώσσα. Λίγο πριν, φώναξε: ‘Ακόμη κι αν μου στερήσεις το όργανο του λόγου, ο Θεός ενωτίζεται την φωνή των σιωπηλών. Πόσο γλυκό είναι να ακρωτηριάζεσαι για τον Θεό!’. Η μητέρα του Σολομονή, που παραβρίσκονταν στα μαρτύρια των γιων της, αντί να τους ζητήσει να υποκύψουν, τους προέτρεπε να κάνουν υπομονή και να θυσιαστούν για την πίστη. Στο τέλος, οι δήμιοι έριξαν κι αυτήν στην φωτιά. Η Εκκλησία μας τιμά την μνήμη τους την 1η Αυγούστου» («Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας», εκδόσεις ΙΝΔΙΚΤΟΣ, τόμος δωδέκατος).
«Ένας είναι ο Θεός», «υπάρχει ένας άλλος κόσμος για μας, ανώτερος και μονιμότερος από τον ορώμενο», «υπάρχει μια άλλη πατρίδα, η άνω Ιερουσαλήμ», «γιορτή και πανήγυρις είναι για μας η συνύπαρξη με τους Αγγέλους». Αυτές οι τέσσερις φράσεις, διά των οποίων ο υμνογράφος της εορτής των αγίων επτά Μακκαβαίων αποτυπώνει το μαρτύριό τους ενώπιον του ειδωλολάτρη βασιλιά της Συρίας Αντίοχου του Επιφανούς είναι η προοπτική μιας διαφορετικής θέασης της ζωής. Πίστη στον Θεό, αποφυγή προσκόλλησης στον παρόντα κόσμο τον ορώμενο, βεβαιότητα για την πατρίδα της αναστημένης ζωής και απόφαση για συνύπαρξη με τους αγγέλους, δηλαδή τα πνεύματα που αγαπούνε τον Θεό, χαίρονται να επικοινωνούν μαζί Του και βιώνουν την απάθεια έναντι του κακού, αλλά και μοιράζονται την αλήθεια της κοινωνίας με τον Θεό με όλο τον κόσμο.
Τι μας λέει μία τέτοια τετράδα σε μια πραγματικότητα στην οποία η ζωή έχει νόημα με ακριβώς τις αντίθετες προοπτικές; Θεός είναι ο εαυτός μας, η δύναμή μας, η επιθυμία μας. Ο ορώμενος κόσμος είναι για τους πολλούς και ο μοναδικός. Αρκεί το να περνάμε καλά σ’ αυτόν. Η ανάσταση δεν αγγίζει τους πολλούς πέρα από το φολκλόρ, καθώς ο μηδενισμός της ύπαρξης μετά τον θάνατο είναι η βασική συνιστώσα όλων των ιδεολογιών. Ο τρόπος της απάθειας καταργείται από τον τρόπο της θεοποίησης των παθών μας. Η ζωή της πίστης τελικά απορρίπτεται, καθώς δεν μπορεί να αγγίξει τις χορδές του σύγχρονου ανθρώπου, ο οποίος δεν θέλει φως από τον ουρανό.