Γράφτηκε την εποχή που διεξαγόταν ο Μακεδονικός Αγώνας και προβάλλει το ηρωικό ιδεώδες μέσα από την μορφή του Βασιλείου Β΄ του Βουλγαροκτόνου. Ο Παλαμάς με την "Φλογέρα του Βασιλιά" καθώς και η Πηνελόπη Δέλτα με το ιστορικό μυθιστόρημα της τον "Καιρό του Βουλγαροκτόνου" συνέβαλλαν τα μέγιστα στην θεμελίωση του νεοελληνικού εθνισμού με άμεση επέκταση στις μετέπειτα επιτυχίες μας στους βαλκανικούς αγώνες καθώς και στον διπλασιασμό της Ελλάδας όσον αφορά την έκταση της κατά την δεκαετία 1910-20.
Πιο συγκεκριμένα "Η Φλογέρα του Βασιλιά" διαδραματίζεται περίπου στις αρχές του 11ου αιώνα στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία,μια περίοδο μέγιστης ακμής του μεσαιωνικού Ελληνισμού,και αφηγείται το πραγματικό ταξίδι(1018 μ.Χ μετά το οριστικό ξερίζωμα του αγκαθιού που ονομάζονταν Βούλγαροι)του Βασίλειου Β’ του Βουλγαροκτόνου στην Αθήνα. Κεντρικό σημείο του έργου είναι το προσκύνημα του αυτοκράτορα στον Παρθενώνα, που έχει γίνει ναός της Παναγίας. Αυτό συμβολίζει για τον ποιητή τη σύνθεση και την ενότητα όλης της ιστορίας του Ελληνισμού, αρχαίας, βυζαντινής και σύγχρονης.
Για τον Κωστή Παλαμά ο Ελληνισμός είναι αυτό που θα έπρεπε να ήταν και για κάθε Έλληνα της εποχής μας, δηλαδή ένα δυναμικά ιστορικό φαινόμενο, που μέσα στη ροή του χρόνου, παθαίνει μεταπτώσεις και που μοιραία αλλοιώνεται αλλά και παραμένει σε αγωνιστική δημιουργική και φωτοβόλα ετοιμότητα, για να δεχτεί αλλά και να αφομοιώσει, καινούργιες ιδέες και κανόνες.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα του πατριωτισμού και της μεγαλοσύνης του είναι ότι κατά τον Πόλεμο του 1940 ο Κωστής Παλαμάς μαζί με άλλους Έλληνες λόγιους προσυπέγραψε την έκκληση των Ελλήνων Διανοουμένων προς τους διανοούμενους ολόκληρου του κόσμου, με την οποία αφ’ ενός μεν καυτηριάζονταν η κακόβουλη ιταλική επίθεση, αφ’ ετέρου δε, διέγειρε την παγκόσμια κοινή γνώμη σε επανάσταση συνειδήσεων.
Η φήμη του Κωστή Παλαμά υπήρξε Παγκόσμια . Ήταν ο Ποιητής του «Ολυμπιακού Ύμνου», του Ύμνου που συνοδεύει κάθε Ολυμπιακή διοργάνωση.Ακόμη και ο ίδιος ο Χίτλερ έστειλε προσωπικό στέφανο αεροπορικώς από το Βερολίνο αποδίδοντας τιμές και τον πρόσηκοντα σεβασμό στη μνήμη του Κωστή Παλαμά.
Παραθέτω μερικά αποσπάσματα από το αριστούργημα του δεύτερου εθνικού μας ποιητή μετά τον Διονύσιο Σολωμό:
Σβησμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μεσ’ στη Χώρα.
Στήν εκκλησιά, στον κλίβανο, στο σπίτι, στ’ αργαστήρι,
παντού, στο κάστρο, στην καρδιά, τ’ αποκαΐδια, οι στάχτες.
Πάει κι ο ψωμάς, πάει κι ο χαλκιάς, πάει κ’ η γυναίκα, πάνε
τα παλληκάρια, οι λειτουργοί, και του ρυθμού οι τεχνίτες,
του Λόγου και οι προφήτες.
Τα χέρια είναι παράλυτα, και τα σφυριά παρμένα
και δε σφυροκοπά κανείς τ’ άρματα και τ’ αλέτρια,
κ’ η φούχτα κάποιου ζυμωτή λίγο σιτάρι αν κλείσει,
δεν βρίσκει την πυρή ψυχή ψωμί για να το κάμει.
Κι από κατάκρυα χόβολη μεστή η γωνιά, κι ακόμα
και πιο πολύ από τη γωνιά που του σπιτιού η καρδιά είναι,
κακοκατάντησε η καρδιά του ανθρώπου. Κρίμα. Κρίμα.
Σκοτεινό ρέπιο κ’ η εκκλησιά, και δίχως πολεμίστρες
το κάστρο, και χορτάριασε κ’ έγινε βοσκοτόπι.
Κι ο μέγας Έρωτας μακριά, και ειν’ άβουλος ο άντρας
κι άπραχτος, και στο πλάϊ του χαμοσυρτή η γυναίκα
κυρά της έχει τη σκλαβιά και δούλο της το ψέμα.
Σβησμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μεσ’ στη Χώρα.
Τραγούδι των ηρώων! Εμπρός, τραγούδι των ηρώων! 20
Απάνου από τ’ απόσταχτα, άναψε, ω φλόγα, λάμψε.
Κανένα χέρι δε θα διείς απάνου σου ν’ απλώσει,
να θρέψη σε, να ζεσταθεί, να πάρει απ’ το θυμό σου,
να σπείρει σε στην εκκλησιά, στον κλίβανο, στο σπίτι,
να σε φωλιάσει στην καρδιά, στο κάστρο, στ’ αργαστήρι.
Φλόγα, εσύ τότε αβοήθητη κ’ έρμη εσύ φλόγα, κρύψου,
και κάμε τη μνημούρι σου τη στάχτη, και μη σβήσεις!
Γιατί θα ρθεί κάποιος καιρός, και κάποια αυγή θα φέξη,
και θα φυσήξει μια πνοή μεγαλοδύναμη· άκου!
Από ποιο στόμα ή από ποιο χάος θα χυθεί; Δεν ξέρω.
Μπορεί από την ανατολή, μπορεί κι από τη Δύση,
ποιος ξέρει μην απ’ το βορία, μην απ’ τα Μεσημέρια·
τάχα θα βγει απ’ τα τάρταρα, για θα ριχτή από τ’ άστρα;
Δεν ξέρω· ξέρω πως θα ρθεί, και με το πέρασμά της,
μέγα και θείο και μυστικό κι αξήγητο, θα σκύψουν
οι κορφές όλες, οι φωτιές θα ξαναδώσουν όλες.
Στην εκκλησία, στον κλίβανο, στο σπίτι, στ’ αργαστήρι,
στο κάστρο, στην καρδιά, παντού, στ’ αποκαΐδια, Απρίλης!
Και σα θεών αγάλματα θαματουργά πλασμένα
να ηχολογάνε μουσικά, σαν τα φυλή ο κυρ Ήλιος,
και σα χλωρά ισκιερόδεντρα που δεν τους απολείπουν
ζαχαροστάλαχτοι καρποί χειμώνα καλοκαίρι,
να! να! ο ψωμάς, και να ο χαλκιάς, να και η γυναίκα, να τα,
τα παλληκάρια, οι λειτουργοί, να του ρυθμού οι τεχνίτες,
του Λόγου να οι προφήτες!
Κι όταν τριγύρω σου οι φωτιές ανάψουν πάλε οι πλάστρες,
ξαναζωντάνεψε κ’ εσύ και ρίξου, ω φλόγα, ω φλόγα,
και κύλησε και πέρασε στα διάπλατα της Χώρας,
και στης ψυχής τ’ απόβαθα, και πλάσε τα και ζήσ’ τα,
γιομάτα ροδοκόκκινα παιδιά τα καρδιοχτύπια,
και πλάσε τους και ζήσε τους κάποιους καημούς πατέρες,
και κάποιες γνώμες πλάσε τις και ζήσε τις μητέρες,
και κάμε αδέρφια τα όνειρα και τα έργα! Εμπρός, τραγούδι!
Σβησμένες όλες οι φωτιές, τραγούδι των ηρώων!
Πολύ ζαλαούρα ο Κ. Παλαμάς.Καμμια σχέση - για μένα τον αγράμματο - με τον Σολωμό που με συνεπαίρνει.
ΑπάντησηΔιαγραφή