Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2022

Άγιοι βρακοφόροι και φουστανελάδες στο Ηράκλειο



Η έκθεση του Μουσείου Χριστιανικής Τέχνης «Αγία Αικατερίνη Σιναϊτών» στο Ηράκλειο παρουσιάζει εικόνες νεομαρτύρων της ελληνικής Εκκλησίας με παραδοσιακές φορεσιές, από τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια μέχρι και σήμερα.

Το Ηράκλειο είναι λουσμένο στο φθινοπωρινό φως και πίσω από τον παλιό Άγιο Μηνά, στην πλατεία Αγίας Αικατερίνης, περνάμε την πόρτα του εντυπωσιακού Μουσείου Χριστιανικής Τέχνης «Αγία Αικατερίνη Σιναϊτών» για να δούμε την έκθεση «Άγιοι βρακοφόροι και φουστανελάδες [Εικονογραφία Νεομαρτύρων από την Κρήτη και άλλες περιοχές]» που θα διαρκέσει μέχρι το τέλος του χρόνου.

Η ξεχωριστή αυτή έκθεση με σπάνια έργα της χριστιανικής τέχνης παρουσιάζεται για πρώτη φορά και το κοινό θα μπορέσει να δει συγκεντρωμένες εικόνες που απεικονίζουν νεομάρτυρες της ελληνικής Εκκλησίας με παραδοσιακές φορεσιές, βράκες και φουστανέλες, και να παρακολουθήσει την εξέλιξη της εικονογραφίας των νεομαρτύρων από τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια (δεκαετία 1830) μέχρι σήμερα.

Τα έργα συλλέχθηκαν κυρίως από ναούς της Κρήτης αλλά και από την υπόλοιπη Ελλάδα και εκτίθενται στον μοναδικής ομορφιάς χώρο του μουσείου, που στεγάζεται στον παλαιό ναό της Αγίας Αικατερίνης, χτισμένο ήδη από τον 13ο αιώνα στην αρχική του μορφή.

Ο Άγιος Μύρων από το Ηράκλειο φορά την τυπική κρητική φορεσιά, ο νεομάρτυρας Μανουήλ φορά στη ζώνη το κρητικό μαχαίρι, τη φορεσιά του τόπου φορά και η Αγία Μαρία η Μεθυμοπούλα από τη Φουρνή Μεραμπέλλου, βράκες φορούν οι Τέσσερις Νεομάρτυρες του Ρεθύμνου, στην εικόνα του Ζακύνθιου ζωγράφου Ιωάννη Φραγκόπουλου του 1836, λίγα χρόνια πριν το άδοξο για την Κρήτη τέλος της επανάστασης. Ο πίνακας βρίσκεται μόνιμα στο Μητροπολιτικό Ναό Εισοδίων της Θεοτόκου στο Ρέθυμνο και μέχρι το τέλος του χρόνου σε αυτή την έκθεση.

Άγιοι βρακοφόροι και φουστανελάδες, αγίες με ζιπόνια και σάρτζες, μορφές οικείες και αγαπημένες που οδηγήθηκαν σε μαρτυρική θυσία σε δύσκολα χρόνια για την ορθοδοξία και τον ελληνισμό. Στις εικόνες βλέπουμε κρητικά σαρίκια, κρητικά στιβάνια, ηπειρώτικα τσαρούχια, ποντιακές φορεσιές, μικρασιατικές βράκες.

Στον ιεραρχημένο βυζαντινό κόσμο, τα ενδύματα κωδικοποιούσαν το κοινωνικό και οικονομικό στάτους, εξέφραζαν κοινωνικές δομές και εξέπεμπαν πολιτικά ή άλλα μηνύματα. Μέσα από την ενδυμασία, η χριστιανική τέχνη και κυρίως η αγιογραφία αποτυπώνει και διασώζει πληροφορίες από την καθημερινότητα του βυζαντινού κόσμου και παρέχει πολύτιμο λαογραφικό και ιστορικό υλικό.

Οι τοπικές ενδυμασίες αποτελούν ένα ενδιαφέρον κεφάλαιο της βυζαντινής τέχνης. Εμφανίζονται σε κοσμικά πορτρέτα και πιο συγκεκριμένα σε απεικονίσεις αφιερωτών-δωρητών διαφόρων ιερών καθιδρυμάτων, σε φορητές εικόνες, ψηφιδωτά και τοιχογραφίες. Στην Κρήτη, από τους πρώτους αιώνες της Βενετοκρατίας, άνδρες και γυναίκες, κληρικοί και λαϊκοί απεικονίζονται σε περισσότερους από 55 τοιχογραφημένους ναούς του νησιού σε διάφορες στάσεις, ντυμένοι με ενδύματα της εποχής.

Όπως γράφει η αρχαιολόγος Κατερίνα Μυλοπομιτάκη, τα πορτρέτα «έχουν δυνατή έκφραση και εσωτερικότητα που θυμίζουν τα πορτρέτα του Φαγιούμ» και «από τις απεικονίσεις αυτές –που αποτελούν σημαντικές πηγές κοινωνικών λαογραφικών και ιστορικών πληροφοριών– φαίνεται καθαρά ότι οι Κρήτες διατηρούσαν όχι μόνο τη θρησκευτική τους ταυτότητα αλλά και τις παραδοσιακές τους αξίες και τους ενδυματολογικούς κώδικές τους»


Οι Τέσσερεις Νεομάρτυρες, Εικόνα Φραγκόπουλου.

Βρακοφόροι και φουστανελάδες νεομάρτυρες: περηφάνεια, θάρρος και πίστη

Η εισαγωγή των τοπικών ενδυμασιών στις εικόνες των νεομαρτύρων αποτέλεσε σημαντική τομή στην εξέλιξη της θρησκευτικής ζωγραφικής κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας και ιδιαίτερα κατά τον 19ο αιώνα. Αυτοδίδακτοι λαϊκοί καλλιτέχνες τολμούν στα δύσκολα αυτά χρόνια να απεικονίσουν τις μορφές των ανθρώπων που έδωσαν τη ζωή τους για τη χριστιανική πίστη και την πατρίδα με τις καθημερινές φορεσιές τους και να δημιουργήσουν νέους εικονογραφικούς τύπους αλλά και νέα ηθικά πρότυπα.

Η εντυπωσιακή αυτή έμπνευση αποτέλεσε αφετηρία σημαντικών εξελίξεων στον εκκλησιαστικό και τον κοινωνικό χώρο και εξέπεμψε πολλαπλά μηνύματα. Άγιος δεν ήταν μόνο εκείνος που είχε μαρτυρήσει σε κάποια μακρινή εποχή, άγιος μπορούσε να είναι ο συντοπίτης, εκείνος που είχε τις ίδιες αγωνίες, την ίδια πίστη, εκείνος που ντυνόταν με την ίδια φορεσιά. Ήταν και το παράδειγμα, το κάλεσμα στον δρόμο του χρέους, στον αγώνα για τη χριστιανική πίστη και την πατρίδα.

Οι λαϊκές εικονογραφήσεις των νεομαρτύρων αποτελούν γεγονός μείζονος σημασίας για τον υπόδουλο ελληνισμό. Δεν ήταν μια κίνηση που κατευθυνόταν από κάποιο επίσημο κέντρο αλλά από τη βάση, από απλούς ανθρώπους και περιφερόμενους καλλιτέχνες, γι' αυτό και ο κοινωνικός και θρησκευτικός τους ρόλος υπερβαίνει την αισθητική αξία των έργων και αποτελεί μια εικαστική και θρησκευτική εκδήλωση για τις κοινότητες των χριστιανών, τη μόνη μορφή τέχνης που αναγνωρίστηκε «από τη συλλογική θέαση και την ομαδική συνείδηση των υπόδουλων», όπως γράφει η Ιφ. Βαμβακίδου.

Η επιμελήτρια της έκθεσης δρ Έφη Ψιλάκη, αρχαιολόγος, επιμελήτρια του Μουσείου Χριστιανικής Τέχνης, μας ξεναγεί στον κεντρικό χώρο του μουσείου, στην καρδιά της έκθεσης, εκεί που δίπλα στον Βρακοφόρο Άγιο Μανώλη των Σφακίων μπορεί να δει ο επισκέπτης τον Φουστανελά Άγιο Γεώργιο των Ιωαννίνων, τους επίσης Φουστανελάδες αγίους της Σαμοθράκης, τον Άγιο Μαθιό, τον Άγιο Αγγελή του Ρεθύμνου, την Αγία Αργυρή της Προύσας, την Αγία Μαρία την Καρατάσαινα της Νάουσας και όλους τους υπόλοιπους Κρήτες νεομάρτυρες ντυμένους με τις ιδιαίτερες τοπικές ενδυμασίες.

Ο Άγιος Μανουήλ Σφακίων, έργο Μπελαδάκη.


Ο Άγιος Αρναουτογιάννης.

   Νεομάρτυρες είναι οι άγιοι που μαρτύρησαν κατά τους τελευταίους αιώνες (μετά την Άλωση) και η εξέλιξη της εικονογραφίας τους με την επικράτηση των τοπικών παραδοσιακών ενδυμασιών δεν αγνοεί τον γενικότερο πνευματικό και εθνικό ρόλο τους.
  «Λίγο μετά την Επανάσταση του 1821 άρχισαν να εμφανίζονται στους ναούς οι πρώτες απεικονίσεις μαρτύρων με τις καθιερωμένες καθημερινές ενδυμασίες που συνηθίζονταν σε κάθε περιοχή, κυρίως εκτός των ορίων του νεοσύστατου ελληνικού κράτους.
   Το φαινόμενο αυτό είναι περισσότερο γνωστό στην Κρήτη, με τους Τέσσερις Μάρτυρες του Ρεθύμνου που εικονίστηκαν με κρητικές βράκες στα διάχωρα (πλαίσια) της πρώτης εικόνας που φιλοτεχνήθηκε το 1836 από τον Ιω. Φραγκόπουλο, όχι όμως και στο κεντρικό θέμα. Στα διάχωρα αυτά εικονίζονται σκηνές από τον βίο και το μαρτύριό τους. Το 1838 ένας ζωγράφος από τους Χιονιάδες της Ηπείρου, ο Γ. Ζήκος, φιλοτέχνησε την πρώτη εικόνα του Αγίου Γεωργίου του Φουστανελά που γνωρίζουμε σήμερα και που επηρέασε καθοριστικά τη γενικότερη εικονογραφία των νεομαρτύρων», λέει η κ. Ψιλάκη.

Ο Άγιος Νεομάρτυς Γεώργιος εξ Ιωαννίνων.

   Οι πρώτες αυτές εικόνες προκάλεσαν μεγάλη εντύπωση στους πιστούς και γενικότερα στην αγωνιζόμενη κοινωνία της εποχής, καθώς δημιουργούσαν μιαν επιπρόσθετη οικειότητα με τις καθαγιασμένες μορφές των νέων μαρτύρων. Άγιοι δεν ήταν πια μονάχα εκείνοι που είχαν μαρτυρήσει σε άλλες μακρινές εποχές, δηλαδή στα χρόνια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αλλά και οι σύγχρονοί τους, μορφές που ντύνονταν με τον ίδιο τρόπο, είχαν ζήσει στο ίδιο περιβάλλον και που χάρη στην πίστη και την αγωνιστικότητά τους είχαν ξεπεράσει το ανθρώπινο μέτρο.

   Νεομάρτυρες συνέχισαν να φιλοτεχνούνται καθ’ όλο τον 19ο αιώνα, ενώ συχνά οι εικόνες τους στέλνονταν και έξω από τις περιοχές στις οποίες είχαν δράσει, στην πρωτεύουσα και σε άλλα μεγάλα ελληνικά αστικά κέντρα. Παράλληλα, άρχισαν να τυπώνονται χαλκογραφίες από μοναστήρια και ιερά προσκυνήματα, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα την εξοικείωση και άλλων πιστών με τους νέους εικονογραφικούς τύπους.

  Οι ελληνικές περιπέτειες του 19ου αιώνα, με ένα μεγάλο τμήμα της σημερινής ελληνικής επικράτειας να συνεχίζει να αποτελεί τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ευνόησε τόσο την απόδοση τιμής στους νεομάρτυρες όσο και την εξάπλωση της εικονογραφίας τους. Ωστόσο, παράλληλα με τις εικόνες στις οποίες οι άγιοι ζωγραφίζονταν με παραδοσιακές ενδυμασίες, εμφανίζονταν και άλλες όπου εικονίζονταν με ρωμαϊκούς χιτώνες. Αυτό κράτησε μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα περίπου.

Ο Άγιος Μύρων, έργο Δ. Σαριδάκη.

  «Σήμερα παρουσιάζεται σε ολόκληρο τον ελληνικό χώρο ένα πολύ ενδιαφέρον φαινόμενο: πλήθος αγιογραφικών εργαστηρίων φιλοτεχνούν εικόνες νεομαρτύρων με τοπικές ενδυμασίες, ενώ παράλληλα οικοδομούνται νέοι ναοί και οι τοπικές κοινωνίες, μαζί με την τιμή που αποδίδουν στους αγίους αυτούς, συντηρούν την ιστορική μνήμη.

  Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζει η εμφάνιση για πρώτη φορά εικόνων νεομαρτύρων που δεν είχαν ζωγραφιστεί παλαιότερα και άλλων που δεν είχαν ακόμη αποκαλυφτεί και έγιναν γνωστοί μέσα από τη μελέτη των καταδικαστικών αποφάσεων που εξέδιδαν οι οθωμανικές αρχές εις βάρος όσων επέμειναν στη χριστιανική πίστη, κυρίως κρυπτοχριστιανών και πρώην εξισλαμισθέντων. Όλοι αυτοί οδηγήθηκαν σε μαρτυρικό θάνατο.

  Τα σχετικά παραδείγματα των νεομαρτύρων που δεν είχαν εικονογραφηθεί μέχρι πρόσφατα είναι πολλά και προέρχονται από όλη την Ελλάδα. 
 Σημειώνω χαρακτηριστικά τον Νεομάρτυρα Μύρωνα από την Κρήτη, που μαρτύρησε στο Ηράκλειο το 1793 αλλά η πρώτη εικόνα του εμφανίστηκε μόλις το 1976, σχεδόν δυο αιώνες μετά, την Αγία Μαρία τη Μεθυμοπούλα (+1826) που η πρώτη εικόνα της ζωγραφίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1990, τους Αγίους Μαθιό (+1700) και τους Νεομάρτυρες από την Κίσσαμο (+1861) που έγιναν γνωστοί μόλις τις τελευταίες δεκαετίες», λέει η κ. Ψιλάκη.

Η Αγία Μαρία Καρατάσιανα, έργο Μπαμίχα.


  Η ίδια είχε προτείνει την έκθεση αυτή το 2017 με σκοπό να διοργανωθεί με την ευκαιρία των 200 ετών από την έναρξη της Μεγάλης Ελληνικής Επανάστασης, αλλά οι συνθήκες που επικράτησαν με την πανδημία δεν το επέτρεψαν.

  Χάρη στη συμπαράσταση του Αρχιεπισκόπου Κρήτης κ.κ. Ευγενίου, στην καθοριστική υποστήριξη της Περιφέρειας Κρήτης (η έκθεση πραγματοποιείται στο πλαίσιο του 2ου Φεστιβάλ Κρήτης), αλλά και στην πολύτιμη συμβολή φίλων του μουσείου, όπως ο δραστήριος και πολύ αποτελεσματικός κ. Μιχάλης Κρασάκης, δημοσιογράφος και συλλέκτης, η διοίκηση του Μουσείου, ο αρχαιολόγος-φιλόλογος κ. Νίκος Γιγουρτάκης, ο κ. Νίκος Ψιλάκης, δημοσιογράφος και συγγραφέας, που αφιέρωσαν άφθονο χρόνο και κόπο για τη διοργάνωση έχουμε εδώ μπροστά μας μια έκθεση ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα και πρωτότυπη.

Ο Άγιος Γεώργιος Διβόλης Αλικιανού.

Άγιος Οδυσσέας, έργο Βέγκου.

  Στην έκθεση βλέπουμε 46 συνολικά αγιογραφίες από την Ελλάδα, τη Μικρά Ασία και τον Πόντο, με το παλιότερο έργο να χρονολογείται από το 1836, ενώ τα νεότερα φτάνουν μέχρι τις μέρες μας.

  Το πιο σημαντικό είναι ότι ο φημισμένος Άγιος Γεώργιος Φουστανελάς, η Αγία Αργυρή της Προύσας, ο Βρακοφόρος Άγιος Μανώλης των Σφακίων συνομιλούν με αριστουργήματα του μουσείου Αγίας Αικατερίνης μέσα από τα οποία ο επισκέπτης μπορεί να κατανοήσει τόσο την εξέλιξη της εικονογραφίας όσο και την ιδιαίτερη διαχρονική σχέση των τοπικών κοινωνιών με τους αγίους νεομάρτυρες, αλλά και τους μεγάλους σταθμούς της κρητικής τέχνης, τις απαρχές της πνευματικής και καλλιτεχνικής ακμής που παρατηρήθηκε κατά τον 16ο και 17ο αιώνα και, παράλληλα, να κατανοήσει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες αναδείχθηκαν κορυφαίες μορφές του κρητικού πολιτισμού.

Ένα μουσείο με τη μεγαλύτερη έκθεση βυζαντινών εικόνων στην Κρήτη

  Το Μουσείο Χριστιανικής Τέχνης «Αγία Αικατερίνη Σιναϊτών», εξέλιξη της παλιότερης (έως το 2007) Συλλογής Εικόνων και Κειμηλίων της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης, αναδεικνύει μια από τις πιο σημαντικές περιόδους της κρητικής ιστορίας.

  Μέσα από έργα σπάνιας ομορφιάς, αποτυπώνει τις καλλιτεχνικές τάσεις και τις εξελίξεις που οδήγησαν στο θαύμα της Κρητικής Αναγέννησης του 16ου και του 17ου αιώνα και της Κρητικής Αγιογραφικής Σχολής, που τη γνωρίζουμε μέσα από σπουδαίους δημιουργούς όπως ο Μιχαήλ Δαμασκηνός και ο Άγγελος Ακοτάντος, έργα των οποίων φυλάσσονται στο μουσείο, ή ακόμη και ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, που ξεκίνησε ως αγιογράφος από τον Χάνδακα (σημερινό Ηράκλειο).

  Ο παλαιός ναός της Αγίας Αικατερίνης, στον οποίο στεγάζεται το μουσείο, χτίστηκε αρχικά τον 13ο αιώνα και πήρε τη σημερινή του μορφή τον 16ο αιώνα, κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας. Υπήρξε καθολικό ενός μεγάλου μοναστηριού που εκείνα τα χρόνια υπαγόταν στην Αγία Αικατερίνη του Σινά. Από την αρχή υπήρξε κέντρο γραμμάτων, τεχνών και παιδείας, καθώς στις εγκαταστάσεις του λειτουργούσε σχολή με δασκάλους καταξιωμένους λόγιους της εποχής.

  Αποτέλεσε επίκεντρο μιας σπουδαίας πνευματικής και καλλιτεχνικής κίνησης που παρατηρήθηκε στη βενετοκρατούμενη Κρήτη και συνδέθηκε με όλες σχεδόν τις σπουδαίες μορφές λογίων και ζωγράφων του 15ου, του 16ου και του 17ου αιώνα. Εκείνα τα χρόνια το σημερινό Ηράκλειο ήταν αναμφισβήτητα μια πόλη ζωγράφων. Μόνο κατά την περίοδο 1453-1526 εργάζονταν περισσότεροι από 120 ζωγράφοι στην πόλη και τα έργα τους εξάγονταν ακόμη και στην ιταλική χερσόνησο. Άλλοι 350 ζωγράφοι μαρτυρούνται κατά την υπόλοιπη περίοδο της Βενετοκρατίας (έως το 1669). Η συμβολή της Αγίας Αικατερίνης σε αυτή την εντυπωσιακή καλλιτεχνική κίνηση υπήρξε ασφαλώς καθοριστική.

Δαμασκηνός, Α' Οικουμενική Σύνοδος.

  Με την κατάκτηση της Κρήτης από τους Οθωμανούς, ο ναός μετατράπηκε σε τζαμί, το οποίο και λειτουργούσε ως το 1922. Το μουσείο λειτουργεί από το 1967 και στεγάζει τη μεγαλύτερη έκθεση βυζαντινών εικόνων στην Κρήτη, όπως τα αριστουργήματα του Μιχαήλ Δαμασκηνού.

  Ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει μία ευρύτατη συλλογή που καλύπτει μια μακρά περίοδο πολλαπλών εξελίξεων στον ελληνικό ορθόδοξο κόσμο –από τον 14ο έως και τον 19ο αιώνα– και περιλαμβάνει, εκτός από σπάνιες εικόνες, έργα ξυλογλυπικής, λιθογλυπτικής, μεταλλοτεχνίας, χρυσοκεντητικής, νομίσματα (που φτάνουν στους ελληνιστικούς χρόνους), χειρόγραφα και παλαίτυπα.

  Η επίσκεψη στο σημερινό μουσείο αποκαλύπτει στα μάτια του επισκέπτη έναν εντυπωσιακό κόσμο που διατηρούσε ως συνεκτικούς κρίκους την πίστη, τη γλώσσα, τις παραδόσεις του. Εικόνες φιλοτεχνημένες με την τέχνη της Κωνσταντινούπολης υπενθυμίζουν ότι, μετά την Άλωση, ο Χάνδακας και η Κρήτη αποτέλεσαν σημαντικότατα κέντρα πνευματικής δράσης και καλλιτεχνικής δημιουργίας. Η φήμη τους, μάλιστα, εξαπλώθηκε πέρα από τον σημερινό ελλαδικό χώρο· στην ορθόδοξη Ρωσία, στη Βενετία, στις μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.

  Η ενετοκρατούμενη Κρήτη παρείχε τις δυνατότητες πνευματικής και πολιτισμικής ανασυγκρότησης του ελληνισμού. Παρείχε, όμως, και τη δυνατότητα επαφής με τον ευρωπαϊκό πολιτισμό που εκείνα τα χρόνια βίωνε την επανάσταση της Αναγέννησης.

  Οι δυο πρώτες εικόνες που συναντά κανείς μπαίνοντας στο μουσείο, μια Βρεφοκρατούσα κι ένας Παντοκράτορας, εντυπωσιάζουν. Αντανακλούν την εποχή που η Κρήτη γινόταν σταδιακά θεματοφύλακας της βυζαντινής εικαστικής παράδοσης.

Άγγελος - Άγιος Φανούριος.

  Ακολουθούν οι εικόνες του Άγγελου Ακοτάντου, αυτού του σπουδαίου ζωγράφου που δίκαια χαρακτηρίστηκε ως Θεοτοκόπουλος του 15ου αιώνα. Σπουδαία μορφή, εξαιρετικός ζωγράφος, φυσιογνωμία από αυτές που αφήνουν φανερά αποτυπώματα στην ιστορία της τέχνης. Δημιούργησε νέα εικαστικά πρότυπα, πρόβαλε την ιδέα της ενότητας των Εκκλησιών, ανέδειξε αγιασμένες μορφές μέσα από την τέχνη του.

Παράδειγμα, ο νεοφανής Άγιος Φανούριος, ένας νέος, ωραίος άγιος, με εκφραστική μορφή, λεπτά χαρακτηριστικά και αυστηρό αλλά καλοσυνάτο βλέμμα. Γιατί ο Άκοτάντος ήξερε να συναιρεί το θεϊκό με το ανθρώπινο, να φέρνει τους αγίους στα μέτρα του ανθρώπου, να τους κάνει πιο προσιτούς, καθημερινούς, συμπαραστάτες στον αγώνα του.

Στο κέντρο του μουσείου βρίσκονται οι εικόνες του Μιχαήλ Δαμασκηνού, άλλου μεγάλου της κρητικής ζωγραφικής, του ανθρώπου που κατάφερε να ανανεώσει τις μορφές, να αφομοιώσει τα δυτικότροπα στοιχεία, στηριζόμενος πάντα στις βυζαντινές παραδόσεις τις οποίες είχε αφομοιώσει από τα χρόνια της μαθητείας του στον Χάνδακα. Πολυταξιδεμένος ζωγράφος, περιζήτητος στα χρόνια του, άφησε σπουδαίο έργο τόσο στην Ελλάδα όσο και σε περιοχές της Ιταλίας.

Δαμασκηνός, Θεία Λειτουργία (λεπτομέρεια).

  Στο μουσείο φιλοξενούνται έξι σπουδαίες εικόνες που προέρχονται από την ιστορική Μονή Βροντησίου («Η Προσκύνηση των Μάγων», «Η Θεία Λειτουργία», «Ο Μυστικός Δείπνος», «Η Α' Οικουμενική Σύνοδος», «Η Θεοτόκος ως Φλεγόμενη Βάτος», «Μη μου άπτου» και άλλες αναστάσιμες σκηνές).

  Νεότερες εικόνες, λιθανάγλυφα, παλαίτυπα, διακοσμημένα χειρόγραφα, ξυλόγλυπτα, εντοιχισμένες τοιχογραφίες, βυζαντινά νομίσματα, δείγματα χρυσοκεντητικής, μικροτεχνίας, αργυροχρυσοχοΐας συμπληρώνουν τη συλλογή.

Μια στιγμή της ιστορίας ανάμεσα στον θρύλο και την παράδοση

  Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας (1669 -1898) οι παλιοί λαμπροί ναοί που κοσμούσαν τον ενετοκρατούμενο Χάνδακα είχαν μετατραπεί σε μουσουλμανικά τεμένη. Η Αγία Αικατερίνη είχε παραχωρηθεί στον Ζουλφικιάρ Αγά, κεχαγιά των γενιτσάρων, κι είχε ονομαστεί Ζουλφικιάρ Αλή Πασά Τζαμισί. Συνέχισε, όμως, να ακούγεται και ως Αγιά Κατερίνα Τζαμισί. Στη θέση του παλιού καμπαναριού χτίστηκε ο μουσουλμανικός μιναρές.

  Ήταν ένα από τα ομορφότερα μουσουλμανικά τεμένη ολόκληρης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, περιτριγυρισμένο από νερά και λουλούδια, όπως μαρτυρεί ο ακούραστος Τούρκος περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή. Το μεγαλείο του νέου τεμένους τον είχε θαμπώσει και έγραψε ότι μοιάζει με περίπτερο του παραδείσου «έτσι που βρίσκεται μέσα σε τριακόσια βήματα πλατύ κήπο του Ιρέμ με τριαντάφυλλα και υακίνθους».

  Στην αυλή του, στη σημερινή πλατεία της Αγίας Αικατερίνης, είχε φτιαχτεί «ένα πανέμορφο σιντριβάνι από άσπρο μάρμαρο» για τους τελετουργικούς καθαρμούς των πιστών.

Μουσείο Αγίας Αικατερίνης.

Οι χριστιανοί του Μεγάλου Κάστρου έβλεπαν με βαριά καρδιά τις παλιές εκκλησίες να λειτουργούν ως τζαμιά. Κάθε χρόνο, μάλιστα, Νοέμβρη μήνα, άκουγαν αλυσίδες να σέρνονται στους δρόμους γύρω από την Αγία Αικατερίνη κι έλεγαν πως ήταν στοιχειό.

Είναι αυτές οι παραδόσεις που συντηρούσαν για αιώνες την ιστορική μνήμη κι έδιναν ελπίδες στους χριστιανούς: «Το τζαμί της αγιά Κατερίνας ήταν άλλοτες εκκλησιά της αγιά Κατερίνας. Κάθε χρόνο μια φορά βγαίνει από μέσα ένα στοιχειό σα βόιδι, και γυρίζει τους δρόμους του Κάστρου σέρνοντας αλυσίδες, και μουγκρίζει για να φοβηθούν οι Τούρκοι που μαγάρισαν την εκκλησία». (Ν, Πολίτης, Παραδόσεις)

  Το «φανταξό» της Αγιάς Κατερίνας ήταν ο φόβος κι ο τρόμος των Καστρινών, κυρίως των Τούρκων. Κι όπως έχει γραφτεί, οι πιο συνετοί γείτονες έστησαν στα όψιμα χρόνια της Οθωμανοκρατίας ένα εκπληκτικό σκηνικό: Έντυσαν σαν φανταξό έναν ψηλόσωμο άντρα, του έδωσαν να τραβά αλυσίδες και τον άφησαν να γυρίζει τα στενά της Αγιάς Κατερίνας. Εκείνη την εποχή ένας Αγάς σχεδίαζε ν' απαγάγει μια Καστρινή χριστιανοπούλα, το σχέδιο μαθεύτηκε και τη μέρα που βγήκαν οι μπράβοι του έτοιμοι για την «κλεψά», οι χριστιανοί έβγαλαν την αφανταξά στους δρόμους. Πάταγος τρομερός! Όπου φύγει - φύγει οι επίδοξοι απαγωγείς· μόλις άκουγαν για «φανταξά» και για τον ψαροκαβαλάρη Άγιο Μηνά που περιπολούσε στους δρόμους, το έβαζαν στα πόδια. Το κορίτσι γλίτωσε! Ανάμεσα σ' αυτούς που συμμετείχαν στην προσπάθεια ματαίωσης ήταν και ο Μιχάλης Καζαντζάκης (Ψωμής), ο πατέρας του Νίκου Καζαντζάκη.

Πηγή: LiFO

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου