Υπάρχει ένα βιβλίο της Εκκλησίας, το «Ευχολόγιο», το οποίο έχουμε ξεχάσει γιατί είμαστε εκλογικευμένοι και αυτοδικαιωμένοι χριστιανοί. Θέλουμε να είμαστε καλοί για να μας προσέξει ο Θεός, να μας κάνει δωρεές, να μας δώσει χαρίσματα κι ό,τι θέλει ο καθένας.
Οι άνθρωποι στο παρελθόν γνώριζαν ότι δεν είναι καλοί. Οι ευχές του «Ευχολογίου», για όλες τις περιστάσεις, κινούνται σ’ αυτό το δίπολο:
«Θεέ μου, είμαστε αμαρτωλοί, είμαστε άθλιοι, αλλά Εσύ βοήθησέ μας. Απ’ τη μία η δική μας αθλιότητα, απ’ την άλλη η δική Σου Αγαθότητα. Εκδήλωσέ την σε μας».
Και βλέπουμε ευχή για τα μελίσσια, ευχή για τα μοσχαράκια, ευχή για να ανοίξουμε πηγάδι, ευχή για τους ασθενείς, ευχή για αυτούς που δεν μπορούν να κοιμηθούν, ευχή κατά της βασκανίας. Δεν φορούσαν σκόρδα και ματάκια οι άνθρωποι για να φύγει το μάτι, πήγαιναν στον παπά και τους διάβαζε. Αρρώσταινε το άλογο, το διάβαζε ο παπάς και γινόταν καλά.
Αυτή είναι η Εκκλησία. Αγκαλιάζει τα πάντα. Διαβάζανε το ευχέλαιο για τις ασθένειες, κάνανε εξορκισμούς, αγιασμό να καθαρίσουν τον τόπο, τους ανθρώπους. Και φεύγανε πολλές δαιμονικές επήρειες που έρχονται από την αδυναμία και τις αμαρτίες μας. Τώρα τα έχουμε ξεχάσει όλα, δεν διαβάζουμε τίποτα, ούτε νιώθουμε ότι τα έχουμε ανάγκη. Κάποτε όλα τα σπίτια πρωτομηνιά θέλανε να κάνουν αγιασμό. Το θεωρούσανε απαραίτητο να αγιαστεί το σπίτι σε κάθε αλλαγή, σε μία ανακαίνιση, συχνά πυκνά. Είχαν μάθει οι άνθρωποι να ζητάνε τη Χάρη του Θεού.
Εμείς έχουμε μάθει να τα δουλεύουμε με το μυαλό μας. Κι ενώ μπορεί να κρατάμε στο χέρι μεγάλα κομποσχοίνια, το σπίτι μας δεν λιβανίζεται και το καντήλι δεν ανάβει. Σπάνια καλούμε ιερέα. Και τι συμβαίνει; Δεν πάμε πολλές φορές εμείς στην Εκκλησία, δεν βοηθάμε και την Εκκλησία να βγει προς τα έξω. Γιατί η κίνηση της Εκκλησίας να αγκαλιάσει όλη τη ζωή του ανθρώπου ήταν ταυτόχρονα η έξοδός της από τους τοίχους του ναού. Ο παπάς ήταν παρών σε όλη τη ζωή της κοινότητας και ερχόταν μέσω αυτού η Χάρη του Θεού. Και άλλαζε η ζωή, φώτιζε ο τόπος, ερχόταν το Φως της Χάριτος του Χριστού.