Η Μονή είναι αφιερωμένη στους Παμμεγίστους Ταξιάρχες, Γαβριήλ και Μιχαήλ.
Σήμερα αποτελεί μετόχι της Ι. Μ. Πετράκη και εποπτεύεται παράλληλα από την 1η Εφορία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων.
ΟΝΟΜΑΣΙΑ
Σύμφωνα με αρχαία παράδοση, κτήτορας του μοναστηριού υπήρξε ένας μητροπολίτης Αθηνών του 5-6ου αιώνος μ.Χ., επ’ ονόματι Αστέριος. Η απουσία όμως τέτοιου ονόματος από τους επισκοπικούς καταλόγους της πόλεως των Αθηνών ανατρέπει τη θεωρία αυτή, ενώ ταυτόχρονα η λαϊκή παράδοση ότι η ονομασία του Μοναστηριού οφείλεται στο αστέρι της αυγής Αυγερινό, δεν είναι ικανοποιητική.
Η ονοματοδοσία της Ιεράς Μονής σύμφωνα με την επικρατούσα θεωρία, σχετίζεται με τον Όσιο Λουκά τον «εκ Στειρίου» και ιδρυτή της Ι. Μονής Οσ. Λουκά Λεβαδείας. Ο όσιος, καταγόμενος από την Αίγινα, ήρθε στην Αθήνα το 920 περίπου, και αφού έλαβε το μοναχικό σχήμα ξεκίνησε τη ασκητική του πορεία στην πλαγιά του Υμηττού, ακριβώς εκεί που στη συνέχεια ανήγειρε την εν λόγω Ιερά Μονή. Έκτοτε οι Αθηναίοι συνήθιζαν να την καλούν ως «Μονή του εκ Στειρίου», που με τον καιρό παραφράστηκε σε Μονή του Αστερίου.
Η ανυπαρξία σχετικών γραπτών πηγών και επιγραφών, αφήνει άγνωστη την ιστορία του Μοναστηριού.
Αρχιτεκτονικά, η χρονολογία ανεγέρσεως της Μονής υπολογίζεται κατά τον 10ο αιώνα μ.Χ.. Θεμελιώθηκε πάνω σε αρχαίο κτίσμα, που εικάζεται ότι ήταν το λεγόμενο διδασκαλείο του φιλοσόφου Διοδώρου.
Ο Δημήτριος Καμπούρογλου στην Ιστορία των Αθηναίων,αναφέρει συγκεκριμένα :
«…Ἀλλὰ καὶ ὁ Οὐίλλιαμ Μίλλερ εἰς τὴν ἱστορίαν του τῆς ἐν Ἑλλάδι Φραγκοκρατίας λέγει ὅτι τὸ Ἀστέρι ὡς καὶ ἡ Καισαριανὴ ὑπῆρξάν ποτε σχολαὶ φιλοσόφων, «τοῦθ᾿ ὅπερ φαίνεται ὅτι συνέβαινε πράγματι περὶ τὰ τέλη τοῦ Δ´αἰῶνος». Ὅτι δὲ πράγματι ἀμφότερα τὰ χριστιανικὰ ταῦτα μνημεῖα ἀνιδρύθησαν ἐπὶ ἀρχαιοτέρων καὶ δὴ ἐθνικῶν, τοῦτο εἶναι τὸ μόνον ἐξηκριβωμένον σχετικῶς μὲ αὐτά. Ἂν δὲ λάβωμεν ὑπ᾿ ὄψιν, ὅτι ἓν μέρος τοῦ ὑλικοῦ τῆς Μονῆς Ἀστέρη ἐχρησιμοποιήθη κατὰ τὴν ἀνίδρυσιν τῆς Μονῆς Καισαριανῆς, ἥτις εἶναι ἔργον τοῦ ΙΑ´ αἰῶνος, δέον νὰ καταλήξωμεν εἰς τὸ συμπέρασμα, ὅτι ἡ τοῦ Ἀστέρη ἀνιδρύθη τουλάχιστον ἕνα αἰῶνα ἐνωρίτερον…»
Ωστόσο, μια σχετικά πρόσφατη αν και αμφισβητούμενη αναχρονολόγηση του καθηγητού Χ. Μπούρα, τοποθετεί την ανέγερση του μνημείου στην πρώτη μεταβυζαντινή περίοδο (1453-1700) αποδίδοντας τα μεσοβυζαντινά χαρακτηριστικά του Καθολικού, ως προς τον αρχιτεκτονικό τύπο, τον αθηναϊκό τρούλο, τοιχογραφίες κ.λπ., στην θέληση των κτητόρων να αντιγράψουν τους μεσοβυζαντινούς ναούς της Αττικής.
Μία επίσης μη εξακριβωμένη πληροφορία, θέλει την ύπαρξη και λειτουργία διδασκαλείου εντός της Μονής, κατά το πρότυπο της κοντινής Μονής Καισαριανής, στα μεσοβυζαντινά έτη.
Πάντως, σε οποιαδήποτε περίπτωση, το Μοναστήρι φέρεται να υπήρξε πατριαρχικό σταυροπήγιο, ενώ αργότερα υπήχθη στην δικαιοδοσία του μητροπολίτη Αθηνών, μαζί με τις υπόλοιπες Ιερές Μονές του Υμηττού.
Κατά την Τουρκοκρατία η Μονή Αστερίου, διέθετε πλούσια βιβλιοθήκη, η οποία μεταφέρθηκε το 1687 στην Σαλαμίνα, από το φόβο των επιθέσεων των Βενετών του Μοροζίνη. Εν συνεχεία (περί τον 18ο αιώνα ) κρίθηκε πιο ασφαλής η προφύλαξη του βιβλιογραφικού αυτού πλούτου εντός των τειχών της Ακροπόλεως, όπου δυστυχώς κάηκε ολοσχερώς κατά τον αγώνα παλιγγενεσίας των ελλήνων του 1821.
Το Καθολικό της Μονής φέρεται να αγιογραφήθηκε ή και πιθανώς να επαναγιογραφήθηκε μόλις τον 16ο αιώνα σύμφωνα με τις έως τη σήμερον σωζόμενες διάσπαρτες τοιχογραφίες του. Δυστυχώς, το υπόλοιπο και μεγαλύτερο μέρος του αγιογραφικού διακόσμου του ναού, καταστράφηκε από τη μεγάλη πυρκαγιά που εκδηλώθηκε το 1898.
Το οικοδομικό συγκρότημα της μονής διατηρείται σχεδόν ακέραιο έως και σήμερα, περιλαμβάνοντας τον τετράπλευρο φρουριακής μορφής περίβολο, δύο πτέρυγες κτιρίων και το Καθολικό στη μέση της αυλής. Πρόκειται για έναν τετρακιόνιο σταυροειδή εγγεγραμμένο με τρούλλο ναό, με προσκολλημένο στην δυτική πλευρά έναν ευρύχωρο νάρθηκα.
Ο οκτάπλευρος ψηλός τρούλλος του Καθολικού, ακολουθεί το Αθηναϊκό πρότυπο με στενά μονόλοβα παράθυρα τοξωτών απολήξεων και λεπτούς λίθινους κιονίσκους εντοιχισμένους στις ακμές των πλευρών του. Η δόμηση του τρούλλου ακολουθεί το ισόδομο σύστημα τοιχοποιίας με παρεμβολή σειρών πλινθών ανάμεσα στους τετραγωνισμένους λίθους, ενώ οι τοξωτές απολήξεις διακοσμούνται με οδοντωτές ταινίες και ζώνες πλίνθων αρμονικά τοποθετημένες.
Η υπόλοιπη τοιχοδομία του ναού είναι ιδιαίτερα απλή και ιδιαίτερα οικονομική στην κατασκευή της, καλούμενη ως αργολιθοδομή.
Στην ανατολική πλευρά δεσπόζει η κεντρική τρίπλευρη κόγχη του Ιερού, που πλαισιώνεται δεξιά και αριστερά αντίστοιχα από τις μικρότερες κόγχες του Διακονικού και της Αγίας Προθέσεως.
Στην δυτική πλευρά του ναού, την προσοχή του επισκέπτη αποσπούν οι ευρισκόμενες άνωθεν της κυρίας εισόδου, μαρμάρινες παραστάδες μετά υπερθύρου. Οι βυζαντινοί τεχνίτες φρόντισαν για τον στολισμό του υπερθύρου αυτού με την τοποθέτηση γλυπτών κυκλικών ροδάκων με σταυρούς. Λίγο πιο ψηλά διακρίνεται μια μικρή αψιδωτή κόγχη με γείσο, όπου αχνοφαίνονται μετά δυσκολίες ακόμα και σήμερα σπαράγματα της τοιχογραφίας των Ταξιαρχών Γαβριήλ και Μιχαήλ.
Από τον υπόλοιπο γλυπτικό διάκοσμο άξια αναφοράς είναι οι κίονες εσωτερικώς του ναού, φέροντες ιωνικά κιονόκρανα με επιθήματα, καθώς και τα εξωτερικά λίθινα με κοίλα κύματα τόξα των παραθύρων.
Ο μικρός περίβολος της Μονής κοσμείται από το προσκολλημένο στο βόρειο τοίχου του Καθολικού, επίπεδο κωδωνοστάσιο, και από τους χρόνους της τουρκοκρατίας κρήνη, πλησίον της εισόδου του μοναστηριού.
Η βόρεια πτέρυγα του Μοναστικού Συγκροτήματος, περιλαμβάνει την είσοδο, διαμορφωμένη σε καμαροσκέπαστο πυλώνα (διαβατικό), την αρχική κουζίνα, με την συνεχόμενη προς αυτή, παλιά τράπεζα και τέλος στην βορειοδυτική γωνία τη νεώτερη τράπεζα που φέρει στην κόγχη της ωραίας τοιχογραφία της Πλατυτέρας του 17-18 αιώνα .
Η δυτική πτέρυγα περιλαμβάνει εκτός από τη νεώτερη τράπεζα, σειρά θολωτών χώρων, που πιθανότατα εξυπηρετούσαν αποθηκευτικές και βοηθητικές ανάγκες της μονής και πιθανότατα τα κελιά των μοναχών στον κατεστραμμένον σήμερα όροφο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου