Δευτέρα 20 Μαΐου 2024

"Γιατί, Μαθήτριες, αναμιγνύετε τα μύρα με τα δάκρυα;"


  Σε ένα τροπάριο του Εσπερινού της Κυριακής των Μυροφόρων θα βρούμε τη φράση: "Τί τὰ μύρα τοῖς δάκρυσι, Μαθήτριαι, κιρνᾶτε;". Παρόμοια φράση θα βρούμε στον κυριακάτικο Όρθρο, στο δεύτερο από τα λεγόμενα Αναστάσιμα Ευλογητάρια: "Τί τὰ μύρα συμπαθῶς τοῖς δάκρυσιν, ὦ Μαθήτριαι, κιρνᾶτε;". Άραγε, το ρήμα "κιρνᾶτε" να έχει σχέση με το νεοελληνικό "κερνάτε"; Ακούγεται παράδοξο κάτι τέτοιο, αλλά μήπως συμβαίνει;

  Το ρήμα "κιρνάω/κιρνῶ" (το οποίο απαντιέται ήδη στον Όμηρο!) αποτελεί ποιητικό τύπο του ρήματος "κεράννυμι" (αργότερα και "κεραννύω"), που σημαίνει "ανακατεύω", "αναμιγνύω" -- κατά κανόνα υγρά, κατεξοχήν δε νερό με οίνο.
  Η ανάμιξη του νερού με τον οίνο γινόταν σε ειδικό ογκώδες αγγείο, που λεγόταν "κρατήρ"/"κρατήρας" (από το οποίο πήρε το όνομά του και το χείλος του ηφαιστείου). Από το ίδιο ρήμα προέκυψε και η λέξη "κράμα" ( = "προϊόν/αποτέλεσμα ανάμιξης"), όπως φυσικά και η λέξη "κρασί" (ως προϊόν ανάμιξης νερού και οίνου), ενώ ο οίνος που δεν ανακατευόταν με νερό λεγόταν "ἄκρατος". Επίσης, η καλή, η κατάλληλη ανάμιξη (όχι απαραίτητα υγρών) λεγόταν "εὐκρασία" (εξ ού και η φράση της Θείας Λειτουργίας "Ὑπέρ εὐκρασίας ἀέρων...").

 Το "κιρνάω" θα το βρούμε και στην Παλαιά Διαθήκη, και συγκεκριμένα στους Ψαλμούς (Ψαλμ. 101:10: "τὸ πόμα μου μετὰ κλαυθμοῦ ἐκίρνων" = "το ποτό μου [το νερό που έπινα] το ανακάτευα με δάκρυα").
Με την έννοια αυτή της ανάμιξης έχουμε το "κιρνᾶτε" στο απόσπασμα που είδαμε στην αρχή με τις Μαθήτριες (Μυροφόρες): "Γιατί, Μαθήτριες, αναμιγνύετε τα μύρα με τα δάκρυα;". (Το "συμπαθῶς" στο δεύτερο απόσπασμα σημαίνει εδώ: "έχοντας κοινά/όμοια αισθήματα").
Αργότερα, το "κιρνάω"/"κεράννυμι"/"κεραννύω" κατέληξε να σημαίνει "ετοιμάζω κάτι (για να το προσφέρω)", και κατ' επέκταση "προσφέρω", "σερβίρω", με κατάληξη τη σημερινή σημασία "κερνάω"!!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου