π.Θεμιστοκλής Μουρτζανός
«Ἕκρινα δέ ἐμαυτῷ τοῦτο, τό μή πάλιν ἐν λύπῃ ἐλθεῖν πρός ὑμᾶς. Εἰ γάρ ἐγώ λυπῶ ὑμᾶς, καί τίς ἐστιν ὁ εὐφραίνων με εἰ μή ὁ λυπούμενος ἐξ ἐμοῦ;... ᾯ δέ τι χαρίζεσθε, καί ἐγώ. Καί γάρ ἐγώ εἴ τι κεχάρισμαι ᾧ κεχάρισμαι, δι’ ὑμᾶς ἐν προσώπῳ Χριστοῦ, ἵνα μή πλεονεκτηθῶμεν ὑπό τοῦ σατανᾶ. Οὐ γάρ αὐτοῦ τά νοήματα ἀγνοοῦμεν» (Β’ Κορ. 2, 1-2 και 10-11)
«Γι’ αυτό έκρινα σωστό να μη σας φέρω λύπη, όταν θα έρθω ξανά κοντά σας. Γιατί αν εγώ σας προκαλώ λύπη, τότε θα πρέπει να παίρνω χαρά από κείνους που στενοχωρώ... Σε όποιον εσείς συγχωρείτε κάτι, συγχωρώ κι εγώ. Γιατί κι εγώ, ό,τι έχω συγχωρήσει-αν υπήρχε κάτι να συγχωρήσω-το έκανα για χάρη σας ενώπιον του Χριστού. Έτσι, δε θα βγει κερδισμένος από μας ο σατανάς. Γνωρίζουμε καλά τις επιδιώξεις του».
Σύνηθες φαινόμενο στις ανθρώπινες σχέσεις είναι η λύπη. Δεν μιλούμε για λύπη που πηγάζει από την φυσική μας φθορά, την αρρώστια, τον πόνο, τον θάνατο. Συνειδητά ή ασυνείδητα πράξεις, συμπεριφορές, χαρακτήρες γεννούν συναισθήματα λύπης, άλλοτε επιφανειακής, άλλοτε βαθιάς στις καρδιές μας. Συνήθως η λύπη έρχεται όταν ο άλλος δεν συμμερίζεται τις επιδιώξεις, τις ιδέες, τον τρόπο που θέλουμε να προχωρήσουμε στην ζωή. Διότι η λύπη έχει να κάνει με τους ανθρώπους που αγαπούμε και νοιαζόμαστε γι’ αυτούς. Αυτοί που δεν μας ενδιαφέρουν, ακόμη κι αν μας στενοχωρήσουν για κάτι, δεν ανοίγουν τον δρόμο ώστε η λύπη να εισχωρήσει στην καρδιά μας, να κρατήσει. Λύπη υπάρχει όπου υπάρχει αγάπη ή όπου θα θέλαμε να υπάρχει αγάπη.
Λύπη υπάρχει και όπου υπάρχει ματαιωμένο συμφέρον. Είναι λεπτή στην ψυχή η σύνδεση του συμφέροντος με την αγάπη. Αγαπούμε αυτούς που, εκτός από την ανταπόδοση της αγάπης, εξυπηρετούν και τα συμφέροντά μας. Κατά βάθος, συχνά το συμφέρον βαφτίζεται αγάπη και απαίτηση από τον άλλον, με αποτέλεσμα να έρχεται έντονη η λύπη. Είναι δύσκολο στα ανθρώπινα να βρούμε αγάπη ανιδιοτελή. Έχουμε όμως την ιδέα ότι εμείς αγαπούμε έτσι και περιμένουμε ανταπόδοση και γι’ αυτό πικραινόμαστε. Κάθε ίχνος όμως προσδοκίας από την αγάπη, δείχνει ότι η ανιδιοτέλεια δεν έχει κατορθωθεί. Γι’ αυτό και η λύπη.
Στην εκκλησιαστική ζωή οι ανθρώπινες σχέσεις δεν διαφέρουν από τους άλλους χώρους. Μολονότι η αγάπη είναι η κυρίαρχη εντολή, μολονότι το πρότυπο του Θεανθρώπου Χριστού είναι ακριβώς το πρότυπο της ανιδιοτελούς αγάπης, οι μικρότητες των καρδιών μας, οι ατέλειές μας, γεννούν λύπες. Παραπικρασμούς. Λογισμούς εις βάρος των άλλων. Ένα αίσθημα αυτοδικαίωσης. Εγώ αγαπώ, γιατί