Σὺ οὖν κακοπάθησον ὡς καλὸς στρατιώτης Ἰησοῦ Χριστοῦ. Οὐδεὶς στρατευόμενος ἐμπλέκεται ταῖς τοῦ βίου πραγματείαις, ἵνα τῷ στρατολογήσαντι ἀρέσῃ. Ἐάν δὲ καὶ ἀθλῇ τις, οὐ στεφανοῦται, ἐὰν μὴ νομίμως ἀθλήσῃ (Β' Τιμ. 2, 4-5)
Κακοπάθησε λοιπόν σαν καλός στρατιώτης του Ιησού Χριστού. Κανείς στρατευμένος δεν μπλέκεται στις υποθέσεις της καθημερινής ζωής, αν θέλει να είναι συνεπής απέναντι σ’ εκείνον που τον στρατολόγησε. Κι όταν κάποιος μετέχει σε αθλητικούς αγώνες, δεν παίρνει το στεφάνι της νίκης, αν δεν αγωνιστεί σύμφωνα με τους κανόνες.
Στρατιωτική είναι η ορολογία που χρησιμοποιεί η χριστιανική πίστη, αναφερόμενη σε Αγίους μάρτυρες και ομολογητές.
Ο απόστολος Παύλος, γράφοντας στον μαθητή του Τιμόθεο, τον προτρέπει να κακοπαθεί σαν καλός στρατιώτης Χριστού. Ο στρατιώτης βρίσκεται σε κατάσταση στρατείας, εκστρατείας. Δεν έχει μόνιμο τόπο ως κατοικία, ούτε υπάρχοντα, περιουσία, αλλά είναι έτοιμος να ακολουθήσει πορεία μάχης. Αυτό σημαίνει ότι είναι σε επιφυλακή. Σπίτι του είναι το στρατόπεδο, κυρίως όμως οι συστρατιώτες του είναι η οικογένειά του. Έχει τα όπλα του μαζί. Βρίσκεται σε νήψη, σε αγρυπνία, σε επιφυλακή.
Ο φόβος για τον θάνατο δεν είναι αυτός που κυριαρχεί, αλλά η διάθεση της νίκης χάριν του σκοπού, τον οποίο υπηρετεί. Και ο ίδιος δεν είναι πλαδαρός. Ασκείται, προετοιμάζεται, αγωνίζεται, ώστε να μπορεί, όταν έρθει η ώρα, να πολεμήσει. Και ο πόλεμος είναι διττός: αμυντικός, για να μη χάσει ό,τι έχει, και επιθετικός, για να κερδίσει τη νίκη. Ο στρατιώτης όμως ζει εν υπακοή προς τους ανωτέρους του. Χωρίς υπακοή υπάρχει χάος. Διότι ο στρατός χωρίς συνολικό σχέδιο θα ηττηθεί πανηγυρικά. Το εγώ χωρίς το εμείς δεν μπορεί να προχωρήσει.
Ο χριστιανός είναι στρατιώτης Χριστού. Αυτό σημαίνει ότι στην ψυχή του και στην καρδιά του δεν προσκολλάται στα επίγεια πράγματα, αγαθά, κτήματα, ακόμη και τα πολύ οικεία, αλλά έχει ως στόχο του να υπηρετήσει, να διακονήσει τον Χριστό στον πρόσωπο του αδελφού του.