Απόσπασμα από το βιβλίο
ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΧΑΜΑΚΙΩΤΗΣ
1891 - 1967
Στά βήματα τῆς ἁγιότητας
«Εἶμαι γενικός ἐφημερεύων ἰατρός στό “Κρατικό Νοσοκομεῖο Νοσημάτων Θώρακος”, τήν ἡμέρα πού οἱ σιδερόφρακτες φάλλαγγες τῶν Γερμανοιταλῶν μπαίνουνε στήν Ἁθήνα. Ἁπερίγραπτος ὁ πανικός· ὁ κόσμος τά ’χει χαμένα. Λίγοι διατηροῦσαν μιά σχετική ψυχραιμία.
Ἡ φυγή πού εἶναι ἡ πρώτη καί χειρότερη ἐκδήλωση τοῦ πανικοῦ ἀρχίζει νά μέ κυριεύει. Δύο φορές πέταξα τήν μπλούζα μου, δύο φορές τήν ξαναφόρεσα… Θά μείνω πιστός στό χρέος μου. Ἔτσι μοῦ λέει ἡ συνείδησή μου… Χαλασμός κόσμου ἀπό ἀεροπλάνα, τάνκς, αὐτοκίνητα, μοτοσυκλέτες. Κατέβαιναν ἀπό τά βόρεια προάστια πρός τήν Ἁθήνα. Μαυρίλα στόν οὐρανό, στίς ψυχές μας. Τό μίσος ἀντικατέστησε τόν τρόμο. Ἐκδίκηση διαδέχτηκε τό μίσος, καί ὅλα μαζί φέραν ἕνα κλάμα, ἕνα παράπονο. Καί ἔφτανε τό παράπονο στόν οὐρανό, γέμιζε τήν γῆ, τά κτίρια τοῦ Νοσοκομείου, τούς ἀνθρώπους, ἀρρώστους καί προσωπικό, ἔμπαινε βαθιά μέσα τους, στήν καρδιά τους πού ἔτρεχε αἷμα, στά μάτια τους, πού δέν ἔβλεπαν ἀπ’ τά δάκρυα…
Μέ καλεῖ ἐπειγόντως ὁ Γενικός Διευθυντής στό γραφεῖο.
– Μή ξεχνᾶτε, μοῦ λέει, πώς σήμερα εἶστε ὁ γενικός ἐφημερεύων ἰατρός τοῦ Ἱδρύματος. Ὅ,τι καί ἄν συμβεῖ θά μείνουμε καί οἱ δύο στίς ἐπάλξεις μέχρις ἐσχάτων! Ψυχραιμία! Καί μόνη κυρίαρχη σκέψη μας τό ΚΑΘΗΚΟΝ!
Σηκώνεται καί πιάνοντάς μου τούς ὤμους μέ τά δύο του χέρια μοῦ λέει σέ τόνο ἀποφασιστικό πού δέν ἐπέτρεπε καμιά ἀντίρρηση:
– Ἄκου τήν πρώτη ἐμπιστευτική διαταγή μου: Στόν οἶκο ἀδελφῶν τοῦ Νοσοκομείου μας (νεόκτιστο κτίριο ἀχρησιμοποίητο ἀκόμα) νά μεταφερθοῦν τώρα ἀμέσως τούτη τή στιγμή βαρέως πάσχοντες ἐκ τοῦ στρατιωτικοῦ περιπτέρου, τάχιστα ὅμως, ἐπανέλαβε.
Κλείνει τήν πόρτα καί μοῦ ἐξηγεῖ·
– Αὐτοί, οἱ Γερμανοί, μόλις ἔρθουν, θά ἐπιτάξουν τά κτίρια Νοσοκομείων. Μή βροῦν ἄδειο τόν οἶκο ἀδελφῶν. Θά μᾶς τόν πάρουν! Τήν φυματίωση τήν φοβοῦνται. Ὅλοι νά εἶναι βαριά ἄρρωστοι! Μπῆκα στό νόημα. Θαύμασα τήν εὐψυχία, τόν πατριωτισμό, τήν ἀποφασιστικότητα τοῦ Γενικοῦ, τοῦ Μάνθου Μ.
Ὡς τό μεσημέρι, εἴκοσι δύο βαριά ἄρρωστοι εἶχαν τοποθετηθεῖ σέ θαλάμους δεξιά καί ἀριστερά τῆς κυρίας εἰσόδου τοῦ οἴκου ἀδελφῶν.
Τήν ἄλλη μέρα τό πρωΐ δέν πρόφθασα νά παραδώσω ἐφημερία, ὅταν κυριολεκτικά εἰσέβαλαν στό Νοσοκομεῖο μέ δαιμονιώδη θόρυβο τέσσερις γερμανικές μοτοσυκλέτες μέ ὀκτώ ἐνόπλους Γερμανούς. Σταμάτησαν μπροστά στά γραφεῖα τοῦ Νοσοκομείου, ἐφρούρησαν οἱ δύο στήν εἴσοδο καί οἱ ὑπόλοιποι ὁδηγήθηκαν ἀπό τόν θυρωρό στό γραφεῖο τῆς Γενικῆς Διεύθυνσης. Χαιρέτησαν στρατιωτικά τόν Διευθυντή,πού ψυχρότατα ἀνταπέδωσε τόν χαιρετισμό, καί εὐθύς ἀμέσως μᾶς ἐπέδειξαν πλῆρες σχεδιάγραμμα τοῦ Νοσοκομείου, ὅπου ὁ οἶκος τῶν ἀδελφῶν ξεχώριζε μέ κόκκινο μελάνι.