Πολλοί ἄρχισαν ἀπό χάθα καί μέτα κάνανε καί τά ἄλλα.
Μά καί ἡ χάθα δέν εἶναι κατί ἀπλό καί ἀθώο καί αὐτό δαιμονικό εἶναι.
Λοιπόν, μετά ἀπό αὐτό δέν ξαναπήγα γιά ἐξομολόγηση, ὅταν ὄμως πήγα φαντάρος, τότε ὁ δεσμός μου μέ τόν Χριστό, ἔγινε πιό δυνατός, καί ἔνιωσα τήν παρουσία Του ἀκόμα πιό πολύ στήν ζωή μου. Τήν πρώτη μέρα πού πήγαμε στό κέντρο καί παρουσιαστήκαμε, τρέχαμε ὄλη μέρα γιά νά μάς δώσουνε τά κατάλληλα ρούχα, παπούτσια, νά μᾶς κάνουν ἐξετάσεις ἰατρικές καί τό βράδυ, ἀφού μάς ἔβαλαν στούς θαλάμους πού θά κοιμόμαστε, εἴχα ἀνησυχία, καί μία ἀνασφάλεια, λόγω τοῦ ὅτι τό περιβάλλον ἤταν ἄγνωστο καί δέν ἤταν καί παιδική κατασκήνωση,ὄπως ἔτσι ἔνιωθαν καί οἰ πιό πολλοί ἀπό τά παιδιά πού εἴμασταν μαζί.
Ὅταν λοιπόν ξάπλωσα στό κρεββάτι, τότε ἀπέναντί μου, ἀντίκρυσα μία εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, καί ἔνιωσα τότε τέτοια γαλήνη καί χαρά, πού ἄρχισα νά προσεύχομαι στόν Κύριο, νά μοῦ δώσει δύναμη νά εἶμαι εἰρηνικός καί νά μήν φοβάμαι τό ἄγνωστο καί νά ἔχω ἀνασφάλειες. Καί πράγματι, ἤταν ἡ πρώτη φορά πού ἔκανα τέτοια προσευχή, καί ἔνιωθα πώς μιλούσα στόν Χριστό καί αὐτός μέ ἄκουγε, ὅτι ἤταν δίπλα μου, καί θά ἔκανε αὐτό πού Τοῦ ζητούσα. Αὐτό τό συναίσθημα δέν τό ξέχασα ποτέ, ἤταν σάν νά μού λέει ὁ Κύριος, ὅτι ἐγώ εἴμαι πάντα μαζί σου, καί πράγματι αὐτό δέν μάς λέει, ἀλλά ἐμεῖς δέν τόν ἀκούμε;
Ἤταν πολύ δύσκολα διότι ἤμουν στίς εἰδικές δυνάμεις τοῦ Στρατοῦ καί εἴχε πολύ γυμναστική καί μάς φερόταν πολύ σκληρά λόγω τῆς ἐκπαιδεύσεως.
Ἀλλά εἴχε πολλά καλά αὐτό, διότι ἐκτός ὅτι πληρωνώμασταν καί δέν χρειαζόταν νά ζητάω χρήματα ἀπό τούς δικούς μας, ἤταν ὀ μοναδικός τρόπος νά πάω κοντά στό σπίτι μου, λόγω τοῦ ὅτι εἴχε ἔνα στρατόπαιδο 20 χιλιόμετρα μακρυά καί σέ αὐτό θά μέ πήγαιναν, ὁπότε θά μπορούσα καί νά μελετάω γιά τά μεταπτυχιακά μου, ὄταν θά ἤμουν ἐκεί.
Στόν Στρατό, περνούσα σάν ὄλους τούς ἄλλους στρατιώτες, εἴχα καί αὐτήν τήν σχέση μέ τήν κοπέλα ἐκείνη. Τά βράδια τά περνούσαμε μαζί καί τό πρωί πήγαινα στό στρατόπεδο. Δέν πήγαινα Ἐκκλησία καί ἔκανα σχέδια γιά τό μέλλον, νά ταξιδέψω στήν Εὐρώπη, στίς Ἰνδίες, νά τελειώσω τίς σπουδές μου, νά κάνω συναυλίες, καί ὄλα τά κοσμικά πράγματα. Παρ’ ὅλα αὐτά, πίστευα πάντα πῶς ὁ μόνος ἀληθινός Θεός εἶναι ὁ Χριστός. Αὐτό ἤταν βαθειά ριζωμένο μέσα μου, καί πολλές φορές χρειάστηκε νά τό ὀμολογήσω καί μπροστά σέ ἄλλους.
Θυμάμαι, ἤμουν φαντάρος, πρός τά μέσα τής θητείας μου, καί τότε ἕνας ἀπό τούς στρατιώτες πού εἴμασταν μαζί, μού εἶπε πῶς ὁ πατέρας του, ἤταν ἀντιπρόσωπός τοῦ Μπαγκουάν Ραζνί στήν Ἑλλάδα, καί ὅτι καί αὐτός ὁ ἴδιος ἤταν Σανιάσιν(ἔτσι λέγονταν οἱ ὁπαδοί του) καί μάλιστα τοῦ εἴχαν ἀλλάξει καί τό ὄνομά του καί τόν φώναζαν Βαρίντι. Τότε τοῦ εἴπα πῶς ἡ κοπέλα μου ἤταν Σανιάσιν, καί πῶς καί ἐγώ ἔκανα γιόγκα. Τό ἴδιο ἀπόγευμα βρέθηκα σέ ἕνα σπίτι μέ 5 ἀπό αὐτούς, τόν φίλο μου ἀπό τόν στρατό, τόν πατέρα του, τήν κοπέλα μου καί ἕνα ζευγάρι καί αὐτοί Σανιάσιν, αὐτή Ἑλληνίδα καί αὐτός Ὀλλανδός. Ξεκίνησαν μία φιλοσοφική κουβέντα, χωρίς προηγούμενο!!
Όταν ἤρθε ἡ σειρά μου νά μιλήσω μέ ρώτησαν πού πιστέυω. Τότε, τούς ἀπάντησα « κοιτάξτε νά δείτε, ἡ μόνη ἀλήθεια πού ὑπάρχει, τό μόνο ἀληθινό, εἴναι ὁ Χριστός. Ὄλα τά ἄλλα εἴναι ψέματα καί ἀνύπαρκτα» Τότε ὁ Ὀλλανδός ἄρχισε νά ἀφρίζει καί νά φωνάζει σάν τρελλός, καί ἤταν ἔτοιμος νά μοῦ ἐπιτεθεῖ. Στήν ἀρχή σκέφτηκα νά τόν χτυπήσω, διότι ἔλεγε ὅτι «σεῖς οἱ Χριστιανοί εἴσαστε κορκόδειλοι καί χαμένοι» καί ἄλλα τέτοια, ἀλλά εἴχα καί πάλι μιά πρωτόγνωρη ἠρεμία καί εἰρήνη, καί μέ γαλήνη τοῦ ἀπάντησα: Μπορείς νά χτυπιέσαι ὄσο θέλεις. Ἡ ἀλήθεια δέν ἀλλάζει. Ὁ Χριστός εἶναι ὁ μόνος ἀληθινός Θεός, ἡ μόνη ἀλήθεια, ὄλα τά ἄλλα εἴναι ψέματα καί σκότος. Καί αὐτός ἄρχισε νά φωνάζει ἀκόμα περισσότερο, μέχρι πού μέ ἔβγαλαν ἔξω διότι εἴχε ἀρχίσει νά χάνει τόν ἔλεγχο. Φυσικά τό αὐτό συνέβη καί ἄλλες φορές
Ἐκεί γνώρισα καί τόν ἄνθρωπο πού μέ βοήθησε καί ἄλλαξε ἡ ζωή μου. Αὐτός λέγεται Κινούσης Γεώργιος, καί ἤταν πολύ διάσημος καί πλούσιος τραγουδιστής. Τά εἴχε ὄλα, μέχρι πού μιά μέρα τά παραίτησε ὄλα καί ἔγινε ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ. Ἀκόμα καί μέχρι σήμερα γυρίζει σχεδόν ὄλη τήν Ἑλλάδα, σέ σχολεία, σέ στρατόπαιδα, σέ Ἑκκλησίες καί κηρύττει τήν μετάνοια καί τόν Χριστό μέ μεγάλη θέρμη, καί πολλές ἐνορίες τόν φωνάζουν γιά νά κάνουν ἐκδηλώσεις, νά κάνει ὀμίλιες, καί νά μαζέψουν χρήματα γιά φιλανθρωπικούς σκοπούς.
Ἐκεί λοιπόν, στό στρατόπεδο πού ἤμουν, ἤρθε καί μάς μίλησε γιά τόν Χριστό, γιά τήν ἐξομολόγηση, γιά τήν μετάνοια, γιά τήν Ἑκκλησία, καί συγχρόνως μάς ἔπαιξε καί δικά του τραγούδια γιά τόν Χριστό. Ἐνθουσιάστηκα πολύ μαζί του, γιατί ἤταν σάν νά ἔβλεπα τούς Ἀποστόλους τοῦ Χριστοῦ, νά κηρύττουν καί νά μιλάνε γιά τόν Χριστό. Ἀπό τότε ἔβαλα στόχο νά τόν βρώ καί νά μιλήσω μαζί του. Τότε φυσικά δέν μπόρεσα νά τοῦ μιλήσω, ἀλλά γνώρισα ἕναν στρατιωτικό ἱερέα, πού τόν εἴχε φέρει στό στρατόπεδο, καί μάλιστα, αὐτός ἔγινε καί ὁ πρώτος μου πνευματικός πατέρας. Ἐξομολογήθηκα σέ αὐτόν, τοῦ εἴπα ὄτι κάνω γιόγκα, ὅτι ἤμουν μέ αὐτήν τήν κοπέλα μαζί, καί αὐτός μοῦ ἀπήντησε « καλά, καλά θά δούμε τί θά κάνουμε μέ αὐτά». Αὐτός, τότε, μού εἴπε πῶς εἴχα πρόβλημα πνευματικό, πῶς κάποιος μοῦ εἴχε κάνει μάγια.
Σᾶς εἴπε ο πνευματικός;
Ναί, μοῦ εἴπε πῶς στόν σταυρό του εἴχε τίμιο ξύλο καί πῶς ἀν ὁ Σταυρός κολλούσε πάνω σέ κάποιον, σήμαινε πῶς τοῦ εἴχαν κάνει μάγια. Τό θέμα ἤταν πῶς ὅταν μέ διάβασε μέ τόν Σταυρό αὐτόν, ἤταν καί ἄλλοι στρατιώτες μαζί μου καί μετά τό διάβασμα, κράτησε μόνο 8 ἀπό ἐμάς. Καί μᾶς εἴπε ὅτι ἐμεῖς οἱ 8 εἴχαμε πρόβλημα καί ὅτι κάποιος μᾶς εἴχε κάνει μάγια. Κάποιος τότε πού ἤταν δίπλα μου, μοῦ εἴπε πῶς αὐτό ἤταν ἀλήθεια, καί ὅτι τό γνώριζε αὐτό γιά τόν εαὐτό του. Σέ μένα δέν εἴχαν κάνει μάγια, ἀλλά ὄταν ἤμουν 12 χρονῶν, εἴχα βρεί μιά σολομωνική, καί καθώς ἤμουν ὅπως σοῦ εἴπα ἀνήσυχο πνεύμα, ἄρχισα νά τήν διαβάζω, χωρίς νά καταλαβαίνω τί ἔκανα. Φυσικά μετά ἀπό λίγο καιρό, δέν μπορούσαν νά κοιμηθώ, ξυπνούσα στόν ὕπνο μου καί ἔτρεχα στό κρεββάτι τῶν γονιῶν μου, ἔκλαιγα τά βράδια, καί γενικά μοῦ συνέβαιναν δαιμονικά πράγματα, χωρίς νά καταλαβαίνω γιατί. Εἴχε ἀποκτήση ἔξουσία πάνω μου ὁ σατανάς διότι δέν τό εἴχα ἐξομολογηθή ποτέ μου, διότι δέν τό θυμόμουν, οὔτε τό νόμιζα γιά κάτι κακό.
Φυσικά καί μέσα στόν στρατό, συνέχισα νά κάνω γιόγκα, ἀφοῦ ἤμουν μέ αὐτήν τήν γυναίκα, πού ἤταν καθηγήτρια,καί συζούσαμε μαζί. Ὁ πνευματικός μου τότε, δέν μέ πίεσε νά κάνω κάτι, ἀλλά εἴχε σκοπό νά τό κάνει μέ μαλακό τρόπο, βλέποντας με νέο καί ἀτίθασο. Ὅταν τελείωσα τήν θητεία μου στόν στρατό, ἡ κοπέλα αὐτή κολλήθηκε ἀπάνω μου, διότι εἴχαμε πνευματική ἐπαφή καί τήν βοηθούσα ψυχολογικά καί τῆς πρόσφερα μία ἀσφάλεια καί ἀπό χρηματικής ἀπόψεως καί ἀπό πνευματικῆς, μέχρι πού σκεφτόμασταν νά παντρευτοῦμε.
Καί μέ τό παιδί της;
Μέ τό παιδάκι στήν ἀρχή δέν τά πηγαίναμε καί πολύ καλά, μέ ἔβλεπε ὡς ξένο, καί ὅτι τοῦ ἔπαιρνα τήν μητέρα του. Ὅμως στήν συνέχεια τό ἀγάπησα καί μέ ἀγάπησε τόσο πού μέ φώναζε μπαμπά πολλές φορές. Εἴχα πρόβλημα μέ τούς δικούς μου, διότι ἤταν κατά πολύ μεγαλύτερη ἀπό ἐμένα, ἀλλά δέν μέ πίεζαν, διότι περίμεναν νά δώ τί θά κάνω τελικά στήν ζωή μου.
Τότε ἄρχισα νά κάνω πολύ γιόγκα, μαζί τής φυσικά, ἕκανα πολλά ταξίδια, ἄρχισα νά κάνω συναυλίες καί διάφορα happenings μέ ἄλλους μουσικούς καί μόνος μου φυσικά, μέ διάφορους μουσικούς ἀπό jazz, rock, μέχρι καί κλασική μουσική
Τί σᾶς ἀρεσε πιό πολύ;
Τό Φλαμένκο. Διότι ἤθελα νά πάω στήν Ἰσπανία καί νά ἀσχοληθώ μέ αὐτό τό εἴδος τῆς μουσικῆς. Φυσικά μετά τό στρατό, εἴχα ξεκινήση νά κάνω τά μεταπτυχιακά μου στήν κλασική μουσική, κάνοντας μαθήματα μέ ἕναν πολύ καλό μουσικό, πληρώνωντας φυσικά πολλά χρήματα, διότι ἤθελα νά προχωρήσω σέ διεθνή καριέρα.
Ἄρχισα ὄμως καί εἴχα ἀνησυχίες γιά τό τί θά κάνω στήν ζωή μου, ἀν θά παντρευτώ, ἀν θά κάνω οἰκογένεια, ἄρχισαν κοπέλες καί μού ἔκαναν προτάσεις γιά νά εἴμαστε μαζί, καί δέν ἤξερα τί πρέπει νά κάνω στήν ζωή μου τελικά. Βλέποντας ὅλα αὐτά ἠ Σ. ἄρχισε καί μού ἔκανε ἔνα εἴδος κινέζικης μαγείας, τό I CHING, ἡ ὁποία μαγεία δουλεύει μέ τρία 6, καί τρία νομίσματα, καί ἐνώ ἤθελα νά χωρίσω μαζί της,διότι ἔβλεπα ὅτι δέν μπορώ νά ἔχω μέλλον μαζί της, δέν μπορούσα.
Δέν νιώθατε τίποτα;
Ἔνιωθα, ναί, ὅπως σοῦ εἴπα, ἐνώ ἤθελα νά χωρίσω μαζί της, δέν μπορούσα, καί ὅποτε ἔφευγα, αὐτή ἔκανε αὐτην τήν κινέζικη μαγεία, καί μετά ἀπό 3-4 μέρες ἔνιωθα τόσο ἐρωτευμένος μαζί της, πού γύριζα πίσω. Φυσικά μετά ἀπό 2-3 ἐβδομάδες, ξαναέφευγα, καί πάλι μοῦ ξαναέκανε μαγεία καί ἤθελα νά γυρίσω πίσω. Καί αὐτό τό ξέρω διότι ἡ ἴδια μοῦ τό ἔλεγε. «Τό ἤξερα πῶς θά γυρίσης διότι ἔτσι λέει τό βιβλίο αὐτό» καί μοῦ ἔδειχνε τό βιβλίο τοῦ I CHING. Φυσικά καί ἐγώ δέν καταλάβαινα τότε τί γινόταν. Ὄμως παρ’ ὄλα αὐτά, δέν ἤξερα τί ζητούσα ἀπό τήν ζωή, ποιό ἤταν τό νόημα τῆς ζωής, δέν ἤθελα νά ζήσω γιά πάντα μέ μία γυναίκα, ἤθελα νά γνωρίσω τόν εαὐτό μου, καί νά ἔρθω σέ ἐπαφή μέ τόν Θεό. Ἤθελα νά εἴμαι ἐλεύθερος.
Μία Κυριακή, Δεκέμβριος ἤτανε...
Ποιά χρόνιά;
Τό 1996, ἤταν Κυριακή πρωί, φυσικά δέν πήγαινα Ἑκκλησία τότε, ἄλλα τότε ἔκανα προσευχή καί ζήτησα ἀπό τόν Θεό νά στείλει ἕναν ἄνθρωπο στήν ζωή μου, γιά νά μού πεί τί πρέπει νά κάνω στήν ζωή μου, ποιά εἶναι ἡ ἀποστολή μου σέ αὐτήν τήν ζωή. Τό ἀπόγευμα τηλεφώνησα στούς γονείς μου, γιά νά δώ ἀν εἶναι καλά. Τότε μοῦ εἴπαν πῶς εἴχαν πάει μία ἐκδρομή σέ ἔνα χωριό πού εἴχαν κάποιους γνωστούς τους, πολύ θρησκευόμενους ἀνθρώπους, καί αὐτοί φιλοξενούσαν τόν κ. Γιώργο, διότι εἴχε ἔρθη γιά νά βοηθήσει τόν πνευματικό μου, νά κάνουν μία φιλανθρωπική ἐκδήλωση, γιά νά μαζέψουν χρήματα γιά ἕνα κτίριο πού θά στέγαζε ἀπόρους ἀνθρώπους. Ἐκεί τού μίλησαν γιά μένα καί γιά τίς ἀναζητήσεις μου, καί αὐτός, ζήτησε νά μέ συναντήση γιά νά μιλήσουμε. Αἰσθάνθηκε ὄτι ἔπρεπε νά συναντηθούμε κάι νά μιλήσουμε.
Πράγματι τό πρωί τῆς ἐπομένης, συναντηθήκαμε στήν Ἑκκλησία, καί μιλήσαμε γιά τόν Χριστό, γιά τήν ἐξομολόγηση, γιά τόν σκοπό τῆς ζωῆς. Ἀφού μιλήσαμε ἀρκετή ὤρα, τόν πήγα στό πατρικό μου σπίτι, καί ἐκεί μίλησε μέ τόν πατέρα μου καί τήν μητέρα μου. Ἀπό τότε, ὁ πατέρας μου ἄλλαξε ζωή, ἄρχισε νά ἐξομολογείτε, σταμάτησε νά βρίζει, καί ἄρχισε νά μιλάει ὁ ἴδιος γιά τόν Χριστό στούς ἄλλους ἀνθρώπους. Ἡ μητέρα μου φυσικά, εἴχε ἤδη ἀρχίση νά κάνει αὐτήν τήν στροφή, καί τώρα καταλαβαίνω πώς οἱ προσευχές της μέ ἔφεραν στόν δρόμο τοῦ Χριστοῦ. Τό βράδυ πήγαμε στή ἐκδήλωση, γιά νά ἀκούσουμε τό κήρυγμα καί νά βοηθήσουμε ὅτι μπορούσαμε. Θυμάμαι ὁ πατέρας μου μοῦ ἔλεγε πῶς αἰσθανόταν σάν νά εἴχε πάει σέ Ἑκκλησία. Εἴχαν καί μία λαχειοφόρο ἀγορά μέ διάφορα δώρα πού θά κληρώνανε, μέ πρώτο δώρο μία χρυσή καί ἀσημένια μεγάλη εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, τό Ἄξιον Ἔστίν, ἀκριβές ἀντίγραφο τῆς θαυματουργικῆς εἰκόνος τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ὁ κόσμος ἤταν πάρα πολύς καί ὄταν θέλησα νά ἀγοράσω μερικούς κλήρους, δέν μποροῦσα λόγω τοῦ πλήθους, καί ἔτσι ἐφυγα. Κάτι ὅμως μέ ἐσπρωχνε νά πάρω καί ἐγώ μερικούς λαχνούς, καί ὅταν προσπάθησα πάλι, πηρά 4 ἀπό τούς τελευταίους. Ὅταν τούς ἄνοιξα, διαπίστωσα πῶς ἕνας ἀπό αὐτούς κέρδιζε τήν εἰκόνα. Στήν ἀρχή δέν τό κατάλαβα, καί ρωτούσα τί κερδίζει αὐτός ὁ λαχνός. Φυσικά ἤταν μεγάλη ἡ συγκίνηση καί τῶν γονέων μου καί ἐμένα ὅταν τό καταλάβαμε. Ὁ κ. Γιώργος μοῦ εἶπε πῶς αὐτό ἤταν μεγάλο σημάδι.
Τό ἑπόμενο σαββατοκύριακο, ἀποφάσισα νά πάω νά τόν βρώ στό σπίτι του στό Λαγονήσι. Ἤρθα σέ ἐπαφή μέ τόν φίλο μου τόν Ν. καί ἀφού συναντηθήκαμε, Σάββατο πρωί, ξεκινήσαμε ἀπό Ἀθήνα καί πήγαμε ρωτώντας στό σπίτι του. Στό σπίτι του βρισκόταν τότε καί ἕνας γνωστός του ιερέας, πολύ δυνατός πνευματικά. Ὅταν λοιπόν καθίσαμε νά φάμε τό μεσημέρι, εἴπε ὁ Γιώργος : «Πάτερ εἴναι τυχαίο πού ἤρθαν σήμερα τά παιδιά ἐδώ, τώρα πού βρίσκεσαι καί ἐσύ, πού ἐσύ εἴσαι...», τότε τόν διέκοψε ὁ Ἱερέας, καί τοῦ εἴπε. « Σταμάτα, μή λες τί εἴμαι, ἄστα αὐτά τά πράγματα.»
Μόλις τελειώσαμε τό φαγητό, μοῦ ἤρθε ἡ ἐπιθυμία νά ἐξομολογηθώ, καί τό ζήτησα αὐτό ἀπό τόν Πάτερ Σ. Τότε αὐτός δέχθηκε μέ χαρά, καί πήγαμε στό Ἑκκλησάκι πού εἴχε κτίσει ὁ Γιώργος μέσα στό περίγυρο τοῦ σπιτιοῦ του. Ἐκεί ἔκανα μία γενική ἐξομολόγηση, ἀπό τά παιδικά μου χρόνια μέχρι ἐκείνη τήν στιγμή. Φυσικά ἔνιωσα πολύ ἀνάλαφρος καί καθαρός μετά ἀπό αὐτό, διότι μέ βοηθούσε καί μέ ρωτούσε πολλά πράγματα. Βγαίνοντας ἔξω, μοῦ ζήτησε νά γονατίσω στό κέντρο τῆς Ἑκκλησίας, καί ἀφοῦ μοῦ διάβασε κάτι τό ὁποῖο δέν καταλάβαινα, στό τέλος μέ ρώτησε μέ δυνατή φωνή: «Ὀρκίζεσαι νά γίνης στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ;» Ἐγώ σάστισα, ἔνιωσα ὄλο τό πνευματικό βάρος τῆς ἐρωτήσεως, καί μάλιστα πνευματικῷ τῷ τρόπῳ, χωρίς φυσικά μέχρι τότε νά ἔχω μία πνευματική ζωή. Ἐνιωσα ὄμως τήν εὐθύνη τῆς ἐρωτήσεως. Καί μέ ὅλη τήν ὑπευθυνότητα καί συνείδηση ἀπό τά παραπάνω ἀπάντησα πῶς ὀρκίζομαι. Μοῦ ὄρισε τότε πόσα κομποσχοίνια νά κάνω, πόσες μετάνοιες, καί ἄλλα πράγματα, τά ὁποία μοῦ ἤταν ἄγνωστα, ντρεπόμουν ὅμως νά τόν ρωτήσω πῶς θά τά κάνω αὐτά, διότι δέν γνώριζα πῶς κάνουν τίς μετάνοιες, δέν γνώριζα κάν γιά τήν μονολόγιστη εὐχή Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με!!! Ἐκ τῶν ὑστέρων, κατάλαβα πῶς αὐτά ἤταν κανόνας μεγαλοσχήμου μοναχοῦ!!!! Φυσικά τήν τρίτη ἡμέρα σταμάτησα νά προσπαθῶ νά κάνω τόν κανόνα πού μοῦ ἔδωσε γιατί μπερδευόμουν μέ τίς μετάνοιες, ἔχανα τόν λογαριασμό μέ τά κομποσχοίνια, καί μέ κούραζε ἡ ὅλη προσπάθεια.
Φυσικά αὐτό πού κατάλαβα ἤταν πῶς ἀπό τώρα καί ἐπειτα, θά πρέπει σάν στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ νά πηγαίνω κόσμο στήν Ἑκκλησία, νά ξομολογιέται καί νά γίνονται πιστοί. Ἔτσι τό εἴχα καταλάβει αὐτό τό «στρατιώτης Χριστοῦ» Φυσικά μετά ὄταν τό διηγήθηκα στόν μετέπειτα γέροντά μου μοῦ εἴπε « μά παιδί μου, στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ μοναχός. Ἔτσι ἄρχισα νά μιλάω στόν κόσμο γιά ἐξομολόγηση, νά πηγαίνω τούς μαθητές μου στόν στρατιωτικό ἱερέα γιά ἐξομολόγηση, στούς γονείς τους, τούς φίλους μου, καί γενικά ὅποιον ἔβρισκα. Τότε πήγαμε καί μιά ἐκδρομή στά Μετέωρα μέ τόν φίλο μου τόν Ν. καί ὄταν γυρίσαμε, ἀφού εἴχαμε ἀρχίση νά ἐξομολογιόμαστε, ὁ πατέρας του τότε μέ ἀπείλησε ὅτι ἄν δέν ἄφηνα τόν Ν. ἤσυχο, νά τόν τραβούσα στίς Ἑκκλησίες καί νά τόν κάνω ὀμοφυλόφιλο, θά ἔβαζε ἄνθρώπους γιά νά μέ σκοτώσουν. Τότε τόν ἀπείλησα καί ἐγώ πῶς ἀν μάθαινε ἡ οἱκογένειά μου καί οἱ συγγενείς μου τίς ἀπειλές του, μάλλον αὐτόν θά σκότωναν, καί ἔτσι σταμάτησε νά μέ ἀπειλεί, μόνο πού ἐπέμενε νά ἀφήσω ἠσύχω τόν Ν.(συνεχίζεται)