Η 1η Ιανουαρίου 1833 ήταν Κυριακή. Ο στάρετς ήλθε στο ναό των αγίων Ζωσιμά και Σαββατίου που στα νειάτα του, είχε μαζέψει τα λεφτά για την κατασκευή του, με εράνους, προσκύνησε τις εικόνες, τους άναψε κεριά – πράγμα που ήταν αντίθετο προς τις συνήθειές του – και κοινώνησε στη Λειτουργία.
Κατά την διάρκεια της Λειτουργίας άκουσε το ανάγνωσμα της Δευτέρας Επιστολής προς Τιμόθεον που διαβάζουν αυτή την ήμερα:
«Εγώ γαρ ήδη σπεύδομαι, και ο καιρός της εμής αναλύσεως εφέστηκε, τον αγώνα τον καλόν ηγώνισμαι, τον δρόμον τετέλεκα, την πίστιν τετήρηκα· λοιπόν απόκειται μοι ο της δικαιοσύνης στέφανος, ον αποδώσει μοι ο Κύριος εν εκείνη τη ημέρα, ο δίκαιος κριτής, ου μόνον δε εμοί, αλλά και πάσι τοις ηγαπηκόσι την επιφάνειαν αυτού» (Β’ Τιμοθ. 4, 6 – 8 ).
Μετά την λειτουργία αποχαιρέτησε τους αδελφούς που ήταν παρόντες, τους ασπάστηκε, τους ευλόγησε, και βγήκε από την εκκλησία από τη βορεινή πόρτα. Έβλεπε κανείς την κούρασή του, τη σωματική του αδυναμία· η συμπεριφορά του όμως ήταν, όπως συνήθως, γαλήνια και χαρούμενη.Όλη την ημέρα δεχόταν πολύ κόσμο.
Σε μια από τις αδελφές τού Ντιβέγιεβο έδωσε διακόσια ρούβλια για ν’ αγοράση ψωμί από το γειτονικό χωριό, γιατί οι προμήθειες του κοινοβίου είχαν τελειώσει.
Σε μιαν άλλη είπε:
«Αχ, Μάτουσκα [Μητερούλα, Γερόντισσα], τι Πρωτοχρονιά θα κάνετε! Η γη θα γεμίση δάκρυα και αναφιλητά».
Κανένας όμως δεν ήθελε να πιστέψη πως θα πέθαινε.
Εν τούτοις ο αδελφός Παύλος παρατήρησε πως τρεις φορές κατά τη διάρκεια της ημέρας ο στάρετς βγήκε από το κελλί του για να πάη μέχρι το ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, στο μέρος που είχε ο ίδιος ορίσει για το μελλοντικό ενταφιασμό του, και όπου κάθησε αρκετή ώρα σκεφτικός κοιτώντας τη γη.
Αργά το βράδυ ο αδελφός Παύλος τον άκουσε να ψέλνη. Ήταν περίοδος Χριστουγέννων· και όμως Πασχαλιάτικοι ύμνοι ακούγονταν από το κελλί του πατρός Σεραφείμ. «Ανάστασιν Χριστού θεασάμενοι…», «Φωτίζου, φωτίζου, η νέα Ιερουσαλήμ…», «Ω Πάσχα το μέγα και ιερώτατον, Χριστέ…», «Χριστός ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας…».