Από το νέο βιβλίο της Νίνας Πάβλοβα με τον τίτλο ''Η ημέρα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ''Ιστορίες από τον κήπο της Όπτινα που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις''ΠΟΡΦΥΡΑ''
– Φτάνει, δεν θα φιλοξενήσεις κανέναν πια στο σπίτι,μου είπε μία μέρα αυστηρά ο γέροντας.
– Πάτερ, εσείς μου δώσατε ευλογία να δέχομαι προσκυνητές.
– Κάποτε έδινα ευλογία, μόνο που η κοινή συγκατοίκηση δεν σας ωφελεί πια και από σήμερα απαγορεύεται να ξαναφιλοξενήσετε.
Πρέπει να ακούσω τον γέροντα. Πόση ντροπή όμως αισθάνθηκα που δεν μπόρεσα να φιλοξενήσω για ένα βράδυ μια οικογένεια με πολλά παιδιά. Το μωρό κλαίει στην αγκαλιά της μάνας του. Είναι αργά και τα παιδιά νυστάζουν, ενώ στο ξενοδοχείο των προσκυνητών απαγόρευονται τα μικρά παιδιά. Τους εξηγώ μπερδεμένη ότι ο στάρετς δεν μου δίνει ευλογία να φιλοξενήσω προσκυνητές και νιώθοντας ενοχή τους ζητώ να με συγχωρήσουν.
– Σωστά, πρέπει να ακούμε τον στάρετς, λέει η κουρασμένη μητέρα. Να, παιδιά, ένα μάθημα σημαντικό από το άγιο μοναστήρι. Σε κάποιους από σας δεν αρέσει η υπακοή. Ποιο είναι το πιο σημαντικό πράγμα για τους μοναχούς και τα μικρά παιδιά;
– Η υπακοή!
Το αισθάνεσαι πως πρόκειται για μια πιστή οικογένεια. Γι’ αυτή τους την πίστη ο Κύριος τους έδωσε μερικούς καλούς φίλους κι ένα καταφύγιο. Επέστρεψε από το μοναστήρι η φίλη μου η Γκαλίνα και δέχτηκε την οικογένεια σπίτι της.
– Το σπίτι μου είναι μεγάλο, υπάρχει χώρος για όλους και πολλά σμέουρα ώριμα. Μήπως δεν σας αρέσουν τα σμέουρα;
– Δεν είμαστε από αυτούς! φώναξαν τα παιδιά διασκεδάζοντας και ανέβηκαν στο αυτοκίνητο της Γκαλίνας.
***
Ο στάρετς έχει δίκιο όταν λέει πως πως η κοινή διαβίωση στο σπίτι δεν με ωφελεί επειδή, όσο και να προσπαθήσω, δεν μπορώ να γλιτώσω από το πάθος της ικανοποίησης των ανθρώπων. Αυτό είναι κάτι που έχω κληρονομήσει από τους συγγενείς μου στην Σιβηρία, οι οποίοι πιστεύουν πως ο μουσαφίρης είναι σταλμένος από το Θεό και ό,τι έχεις στο φούρνο πρέπει να το βάλεις στο
τραπέζι. Τότε αφήνεις τα πάντα στην άκρη, αφού πρέπει να φροντίσεις τους φιλοξενούμενους. Τους μαγειρεύω κάτι νόστιμο, έπειτα τους ξεναγώ στο μοναστήρι, τους διηγούμαι, τους εξηγώ και τους κανονίζω μια εξομολόγηση στον στάρετς. Οι προσκυνητές φεύγουν ευχαριστημένοι ενώ εγω μένω σαν στυμμένη λεμονόκουπα.
Τον καιρό που μπορούσα να φιλοξενήσω σταματούσαν στο σπίτι μου διάφοροι άνθρωποι, ξένοι μοναχοί, μοναχές και φίλοι από την Μόσχα που μόλις είχαν γνωρίσει την πίστη, αλλά και μια μαχητική άθεη.
Γι’ αυτήν τη φιλοξενούμενή μου θα σας μιλήσω. Είναι ψυχολόγος από τη Δημοκρατία της Μολδαβίας και ονομάζεται Τατιάνα. Έχει δύο παιδιά, είναι άνεργη όπως και ο σύζυγός της και ζουν στα όρια της φτώχιας πουλώντας ό,τι πολύτιμο έχουν στο σπίτι.
– Πούλησα το τελευταίο μου δαχτυλίδι, ανέβηκα στο τρένο και ήλθα σε σας, μου εξηγεί για την εμφάνισή της στο σπίτι μου.
Τότε άρχισα να θυμάμαι πως πριν από τρία χρόνια η Μολδαβή φίλη μου, η Λυδία Μιχαήλοβνα, με παρακάλεσε πριν πεθάνει να φιλοξενήσω κάποια Τάνια και να την βαπτίσω οπωσδήποτε.
– Όχι, όχι, κατηγορηματικά το λέω, δεν επιθυμώ να βαπτιστώ, προλαμβάνει την ερώτησή μου η Τατιάνα. Το είπα και στη Λυδία Μιχαήλοβνα: «Πώς μπορεί να περιοριστεί όλος ο πλούτος της πνευματικής ζωής στο επίπεδο κάποιων στενοκέφαλων δογμάτων; Δεν είμαστε εχθροί του χριστιανισμού, προσπαθούμε μόνο να τον εμπλουτίσουμε και να τον βγάλουμε από το πλαίσιο του ορθόδοξου γκέτο.
Η Τατιάνα λέει «εμείς» επειδή σπουδάζει στην Ακαδημία Κοσμικών Επιστημών (ή Καρμικών). Θυμάμαι με νοσταλγία τους καιρούς εκείνους όταν τα μαθήματα ραπτικής λέγονταν μόνο μαθήματα και όχι ακαδημία δημιουργών μόδας. Η Τατιάνα λοιπόν κάνει κάποια μαθήματα, τα οποία φυσικά πληρώνει, γι’ αυτό και πούλησε την γούνα της και άρχισε να έχει χρέη. Ο σύζυγός της έξαλλος
την απειλεί με διαζύγιο, αλλά η Τατιάνα μόνο μουρμουρίζει με αυταπάρνηση: «κάρμα», «τσάκρα», «έξοδος στον αστρικό κόσμο».
– Σας έφερα για δώρο τα εγχειρίδιά μας, μου λέει και βγάζει έναν σωρό βιβλία με απόκρυφη λογοτεχνία. Μη γυρνάτε με αηδία από αυτές τις πηγές της σοφίας, αλλά προσπαθήστε να πλατύνετε τον περιορισμένο ορίζοντά σας!
Άραγε να διευρύνω την σκέψη μου τόσο πολύ ώστε να πω στην ομιλητική κυρία: παρακαλώ, μπορείτε να περάσετε έξω; Με σταματάει μόνο η παράκληση της φίλης μου πριν πεθάνει, η οποία με ικέτευε να βοηθήσω την Τανετσίκα.
Πώς όμως θα μπορούσα να την βοηθήσω, αφού και στην πιο απλή αναφορά περί Ορθοδοξίας αυτή η μαχητική άθεη αρχίζει να μας ονομάζει «στενόμυαλο γκέτο»;
Θυμάμαι τη συμβουλή του στάρετς της Όπτινα του Αγίου Νεκταρίου που έλεγε να έχουμε καλές κοσμικές σχέσεις με τους άπιστους αλλά να αποφεύγουμε τις συζητήσεις και τις διαφωνίες όσον αφορά τη θρησκεία, για να μη βλασφημείται το όνομα του Θεού. Ο στάρετς προειδοποιούσε μάλιστα πως τέτοιου είδους συζητήσεις μπορεί να πληγώσουν την καρδιά ανεπανόρθωτα. Γι’ αυτό και
προσπαθώ να αλλάξω θέμα συζήτησης αναφερόμενη σε εγκόσμια θέματα: τι κάνει ο σύζυγος, τα παιδιά, πώς είναι η ζωή στην Μολδαβία; Τη στιγμή εκείνη όμως η Τατιάνα αρχίζει να κλαίει:
– Δεν έχουμε δουλειά, ο σύζυγός μου είναι καταθλιπτικός και εγώ πούλησα το τελευταίο δαχτυλίδι μου!
Τα δάκρυα τρέχουν ποτάμι και ακούγονται λόγια απελπισίας, πως αν δεν ήταν τα παιδιά καλύτερα να κρεμιόνταν και ο σύζυγος την απειλεί με διαζύγιο.
Πρόκειται για μια συνηθισμένη σκηνή. Πριν από λίγο καιρό το ίδιο έκλαιγε μια γυναίκα που ήρθε στο μοναστήρι να πάρει ευλογία για να χωρίσει:
– Δεκαπέντε χρόνια αγαπούσα τον σύζυγό μου και τον πρόσεχα σαν τα μάτια μου! Τώρα όμως ώρες ολόκληρες κάθεται σε στάση γιόγκα και απαγγέλλει τις μάντρες μπροστά στα παιδιά: «Εγώ είμαι το κέντρο του σύμπαντος. Γύρω μου γυρίζει ο κόσμος μου». Θου Κύριε, τώρα είναι ο ομφαλός της γης! Το χειρότερο είναι πως την κόρη μας την ονομάζει Ρμαχαντράν. Το βαπτιστικό της όνομα είναι Βέρα, αλλά δεν με αφήνει να την ονομάζω έτσι.
– Καταραμένη να είναι αυτή η γιόγκα! είπε τότε ο στάρετς, αλλά την συμβούλεψε να μη χωρίσει και να προσεύχεται μαζί με τα παιδιά της για τον σύζυγό της.
Διηγούμαι στην Τάνια πώς είχα γνωρίσει, πριν ακόμη βαπτιστώ, τον φημισμένο μοσχοβίτη «γκουρού» Γκάρι.