Το άφθαρτο δεξί χέρι του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου Αποθησαυρίζεται στον Ιερό Ναό του Αγίου Νικολάου "Εις Κοπάνους" στα Γιάννενα.
Οι Δρόμοι της Ζωής...
Ποιήμα - Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος
«Ποιός κι από πού ηρθα στή ζωή ;
Κι η γη σάν μέ σκεπάσει κι αναστηθω,
ποιός θέ νά βγω από τή σκόνη πάλι ;
Που θά μέ πάει ο μέγας Θεός ;
Θά μέ γλιτώσει τάχα, αφου μ` ανάστησε από δω, σέ γαληνό λιμάνι;
Πολλές οι στράτες της ζωης οι πολυπαθιασμένες
καί κάθε μία φορτώνεται μέ τά δικά της πάθη.
Καλό δέν εχει ο ανθρωπος κακό πού νά μήν κρύβει
καί μόνο ας ηταν τά πικρά νά μή νικουμε τόσο.
`Ο πλουτος φίλος απιστος,
κι ο θρόνος μάταιη δόξα βάρος τό νά σέ κυβερνουν κι ειναι πεδούκλι η φτώχεια.
`Η ομορφιά μιάν αστραπή μέ λίγη χάρη,η νιότη του χρόνου κόχλασμα,
πικρό τέλος του βίου τά γέρα.
Ειναι τά λόγια φτερωτά κι η δόξα αέρας,αιμα πού πάλιωσ` οι ευγενεις,
η ορμή, καί τ` αγριου κάπρου.
Τά πλούτη προσβολή γεννουν,δεσμός ο γάμος κι ειναι σκληρή φροντίδα τά παιδιάκι η ατεκνία αρρώστια
Διδασκαλεια οι αγορές κακίας η ηρεμία ειν` απραξία
των ταπεινων ειναι καί καθέ τέχνη.
Πικρό τό ξένο τό ψωμί.Μόχθος τή γη νά οργώνεις.
Κι οι πιό πολλοί θαλασσινοί στόν αδη ταξιδεύουν.
Γκρεμός γιά σέ η πατρίδα σου κι η ξενιτιά ντροπή σου.
`Ολα τά εδω γιά τούς θνητούς, κόπος
κι ολα γιά γέλια, αχνη, ισκιος, φαντασία, δροσιά, πνοή,
φτερό κι ομίχλη, ονειρο, κύματα, ροή, στό πέλαο αυλάκι, σκόνη.
Κύκλος πού αδιάκοπα γυρνα,
κυλώντας ομοια πάντα μιά στέκεται, μιά προχωρει,
σπάζει καί πάλι σμίγει ωρες καί μέρες καί νυχτιές,
θάνατοι, πόνοι, λύπες μ` αρρώστιες αλλά καί χαρές,
κακοτυχιές καί τύχες.
Κι αυτό η σοφία σου τ` ορισε,Πατέρα Λόγε,
νά `ναι ολα αστατα γιά νά` χομε του ακίνητου τόν πόθο.
Πόσα μέ τά φτερά του νου μέ κύκλωσαν παλιά οσα κι οσα καινούργια
απ` τούς θνητούς πιό αδύναμο δέν εχει.
`Ενα μόνο οι ανθρωποι καλό καί σταθερό εχουν μόνο νά ξεκινουν πάντ` απ` αυτό σέρνοντας τό σταυρό τούς.
Τά δάκρυα κι οι στεναγμοί,νούς πού τά θεια τόν νοιάζουν, η ελπίδα,
της ουρανικης η φωταυγή Τριάδας πού κατοικει στούς καθαρούς, από τό ανόητο χωμα η απαλλαγή,κι η φύλαξη αγνης της θείας εικόνας.
`Η ζωή μας νά `ναι αλλιώτικη κι αυτόν τόν κόσμο μ` αλλον κόσμο νά τόν αλλάζομε σέ μιά ζωή ολο πόνο.»
Κι η γη σάν μέ σκεπάσει κι αναστηθω,
ποιός θέ νά βγω από τή σκόνη πάλι ;
Που θά μέ πάει ο μέγας Θεός ;
Θά μέ γλιτώσει τάχα, αφου μ` ανάστησε από δω, σέ γαληνό λιμάνι;
Πολλές οι στράτες της ζωης οι πολυπαθιασμένες
καί κάθε μία φορτώνεται μέ τά δικά της πάθη.
Καλό δέν εχει ο ανθρωπος κακό πού νά μήν κρύβει
καί μόνο ας ηταν τά πικρά νά μή νικουμε τόσο.
`Ο πλουτος φίλος απιστος,
κι ο θρόνος μάταιη δόξα βάρος τό νά σέ κυβερνουν κι ειναι πεδούκλι η φτώχεια.
`Η ομορφιά μιάν αστραπή μέ λίγη χάρη,η νιότη του χρόνου κόχλασμα,
πικρό τέλος του βίου τά γέρα.
Ειναι τά λόγια φτερωτά κι η δόξα αέρας,αιμα πού πάλιωσ` οι ευγενεις,
η ορμή, καί τ` αγριου κάπρου.
Τά πλούτη προσβολή γεννουν,δεσμός ο γάμος κι ειναι σκληρή φροντίδα τά παιδιάκι η ατεκνία αρρώστια
Διδασκαλεια οι αγορές κακίας η ηρεμία ειν` απραξία
των ταπεινων ειναι καί καθέ τέχνη.
Πικρό τό ξένο τό ψωμί.Μόχθος τή γη νά οργώνεις.
Κι οι πιό πολλοί θαλασσινοί στόν αδη ταξιδεύουν.
Γκρεμός γιά σέ η πατρίδα σου κι η ξενιτιά ντροπή σου.
`Ολα τά εδω γιά τούς θνητούς, κόπος
κι ολα γιά γέλια, αχνη, ισκιος, φαντασία, δροσιά, πνοή,
φτερό κι ομίχλη, ονειρο, κύματα, ροή, στό πέλαο αυλάκι, σκόνη.
Κύκλος πού αδιάκοπα γυρνα,
κυλώντας ομοια πάντα μιά στέκεται, μιά προχωρει,
σπάζει καί πάλι σμίγει ωρες καί μέρες καί νυχτιές,
θάνατοι, πόνοι, λύπες μ` αρρώστιες αλλά καί χαρές,
κακοτυχιές καί τύχες.
Κι αυτό η σοφία σου τ` ορισε,Πατέρα Λόγε,
νά `ναι ολα αστατα γιά νά` χομε του ακίνητου τόν πόθο.
Πόσα μέ τά φτερά του νου μέ κύκλωσαν παλιά οσα κι οσα καινούργια
απ` τούς θνητούς πιό αδύναμο δέν εχει.
`Ενα μόνο οι ανθρωποι καλό καί σταθερό εχουν μόνο νά ξεκινουν πάντ` απ` αυτό σέρνοντας τό σταυρό τούς.
Τά δάκρυα κι οι στεναγμοί,νούς πού τά θεια τόν νοιάζουν, η ελπίδα,
της ουρανικης η φωταυγή Τριάδας πού κατοικει στούς καθαρούς, από τό ανόητο χωμα η απαλλαγή,κι η φύλαξη αγνης της θείας εικόνας.
`Η ζωή μας νά `ναι αλλιώτικη κι αυτόν τόν κόσμο μ` αλλον κόσμο νά τόν αλλάζομε σέ μιά ζωή ολο πόνο.»
ΕΠΕ. 9, 260 - 261
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου