Φοβερόν όντως αδελφοί, το άθλείν καί μη στεφανουσθαί διότι καί οί αγώνες (ημών) των έναθλούντων εις κενόν άπολήγουσι, καί αϊ ελπίδες κεναί, καί οι πόθοι, υπέρ ων τους αγώνας άνελάβομεν απλήρωτοι έμειναν καί τον δρόμον τον εν σταδίω εις μάτην διεδράμομεν, καί τάς θλίψεις καί τάς κακουχίας άνευ μισθού ύπεμείναμεν, καί τον χρόνον άκάρπως κατηναλώσαμεν καί τον βίον έδαπανήσαμεν, μηδέν κομισάμενοι καί το τέλος έφθάσαμεν έσχατοι καί κατησχυμένοι. Φοβερόν ναι, διότι καί ή σταδιοδρομία έληξε δι' ημάς εις το παντελές καί το στάδιον έκλείσθη δια τους διανύσαντας τον δρόμον.
Τις δε ό λόγος της μεγάλης ταύτης απώλειας; Ή μη νόμιμος άθλησις. "Ωστε ου μόνον άθλησις απαιτείται, αλλά καί νόμιμος άθλησις. Τις δε αύτη ή νόμιμος άθλησις;
Ή νόμιμος άθλησις εστίν ή άθλησις, ή βάσιν έχουσα την άρετήν καί τέλος την ήθικήν τελείωσιν. "Αρα κατά τους νόμους τους ηθικούς της χριστιανικής ηθικής δέον εστί, να άθλή τις, αφού άθλεί υπέρ της ηθικής αύτοϋ τελειώσεως, εις ην ό άφικνούμενος στεφανούται.
Τους ηθικούς νόμους της χριστιανικής ηθικής πάντες γινώσκομεν. Νόμος πρώτος ή αγάπη του Θεού, ή εξ όλης ψυχής, εξ όλης καρδίας, εξ όλης της ισχύος καί εξ όλης της διανοίας, καί ή αγάπη του πλησίον ως αδελφού" από δε της αγάπης του Θεού καί της αγάπης του πλησίον πηγάζουσιν οί νόμοι της άγάπης του καλού, του αγαθού, του αληθούς καί του δικαίου. Ως δε άγαπώμεν τον Θεόν, διότι είναι ή αύταγάπη καί το μόνον έπιπόθητον αγαθόν, καί τον πλησίον ημών, ως γενόμενον καθ' όμοίωσιν Θεού, ούτω όφείλομεν να άγαπώμεν καί το καλόν δια τον ηθικόν αυτού ή πνευματικόν χαρακτήρα, διότι είναι καλόν το αγαθόν διότι είναι αγαθόν, το δε αληθές δια την άλήθειαν καί το δίκαιον δια την δικαιοσύνην.
Αφού λοιπόν ή αγάπη του Θεού εστίν εν τω άνθρώπω έμφυτος, το δε καλόν, αγαθόν, αληθές, δίκαιον, πηγάζουσιν ως νόμος από του αρχικού νόμου της θείας αγάπης, αυτή δε εστίν εν ήμΐν έμφυτος δια το γεγενήσθαι ημάς κατ' εικόνα Θεού, έπεται ότι και οι προελθόντες εκ του νόμου της θείας αγάπης νόμοι, είσίν καί ούτοι εν ήμίν έμφυτοι. Διό ως άγαπώμεν τον Θεόν όρμεμφύτως, ούτως άγαπώμεν καί το καλόν, το αγαθόν, το αληθές, το δίκαιον όρμεμφύτως δια τον ηθικόν αυτών χαρακτήρα.
Ό Θεός έθετο εν τη καρδία ημών, ως θέλημα ημών, το ίδιον θέλημα, αφού άγαπώμεν ό,τι θέλει ό Θεός. Καί ούτως αληθώς έδημιούργησεν ή θεία άγαθότης τον άνθρωπον, αφού έποίησεν αυτόν κατ' εικόνα ιδίαν καί έπλασεν αυτόν, ϊνα καταστήση αυτόν κοινωνόν της ίδίας αγαθότητας καί μακαριότητος. "Ωστε ό άνθρωπος, ϊνα τελειωθή καί άποβή κοινωνός της θείας άγαθότητος καί μακαριότητος, ήτις εστίν ό στέφανος, οφείλει να τήρηση τον νόμον του Θεού, τον έγγεγραμμένον εν τη καρδία αύτοϋ καί να τείνη, να όμοιωθή προς το θείον, αγωνιζόμενος τον αγώνα της αρετής κατά τάς υπαγορεύσεις του ηθικού νόμου, παλαιών, πυκτεύων καί άνθιστάμενος προς τον νόμον της σαρκός, προς τον νόμον της αμαρτίας.
Μακράν άφ' υμών ή του κακού εργασία• μακράν άφ'υμών ή καταπολέμησις των αγαθών έργων μακράν άφ' υμών το ψεύδος το πολυσχιδές καί πολύμορφον καί πολυώνυμον, μακράν άφ' υμών ή αδικία του πλησίον, του αδελφού, του ανθρώπου. Ή αδικία καί το ψεύδος άναστατούσι τάς κοινωνίας, ταράττουσι την είρήνην καί φέρουσι παντοίας καί μεγάλος καταστροφάς. Προς τους χριστιανούς, τους αγωνιζόμενους τον αγώνα τον καλόν, ό Παύλος γράφων, νουθετεί ταύτα «το λοιπόν, αδελφοί, όσα εστίν αληθή, όσα σεμνά, όσα δίκαια, όσα αγνά, όσα προσφιλή, όσα εύφημα, εϊ τις αρετή καί εϊ τις έπαινος, ταύτα λογίζεσθε, ά καί έμάθατε καί παρελάβετε, καί ήκούσατε καί εϊδετε εν έμοί, ταϋτα πράσσετε καί ό Θεός της ειρήνης έσται μεθ' υμών».
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Διάκονος Νεκτάριος Αλεξόπουλος
''Πειραική Εκκλησία΄΄Νοέμβριος 2000
1 σχόλιο:
Καλό...
Δημοσίευση σχολίου