Το Άγιο Ορος,το σημαντικότερο κέντρο μοναστικής αθλήσεως ιης Ανατολικής Εκκλησίας, είναι παράλληλα κιβωτός πολιτιστικών θησαυρών του βυζαντινού και του μεταβυζαντινού πολιτισμού. Στις μονές, τις σκήτες και τα κελιά του Αγίου Ορους διαφυλάσσεται επί αιώνες ένα πλούσιο και ποικίλο κειμηλιακό και πολιτιστικό απόθεμα, δημιούργημα της λειτουργικής ζωής και της φιλοκαλίας του αγιορείτικου μοναχισμού, δωρεά ευλάβειας αυτοκρατόρων, βασιλέων, ηγεμόνων και φιλομονάχων προσκυνητών ή αφιέρωμα πατριαρχών, επισκόπων, ηγουμένων και ταπεινών μοναχών.Από την πνευματική και καλλιτεχνική αυτή παρακαταθήκη, που δημιουργήθηκε ή συγκεντρώθηκε στο Αγιον Ορος στο πέρασμα χιλίων χρόνων, θα παραθέσουμε σύντομο διάγραμμα της μνημειακής ζωγραφικής (ψηφιδωτά, τοιχογραφίες). Δεν θα αναφερθούμε στις φορητές εικόνες, στα εικονογραφημένα χειρόγραφα, στη μικροτεχνία, στην κεντητική, στη γλυπτική και στην ξυλογλυπτική.Τα σωζόμενα έργα μνημειακής ζωγραφικής στο Αγιον Ορος καλύπτουν την περίοδο από το 10ο έως το 19ο αιώνα. Μάλιστα, από τους 14ο, 16ο και 18ο αιώνες οι τοιχογραφίες που διακοσμούν τα καθολικά, τις τράπεζες και τα παρεκκλήσια των μονών συνιστούν ένα ιδιαίτερα εντυπωσιακό σύνολο σε καλλιτεχνική ποιότητα και έκταση, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και μερικα αριστουργήματα της βυζαντινής ζωγραφικής όπως είναι οι τοιχογραφίες του ναού του Πρωτάτου (γύρω στα 1290).Από την περίοδο της δυναστείας των Μακεδόνων και των Κομνηνών (867-τέλος 12ου αι.) ως το χρόνο της καταλήψεως της Κωνσταντινουπόλεως από τους σταυροφόρους (1204) τα σωζόμενα έργα μνημειακής ζωγραφικής στο Αγιον Ορος είναι ελάχιστα και περιορίζονται στη Μονή Ιβήρων, στη Μονή Βατοπεδίου και στο κελί του Ραβδούχου στις Καρυές.Από την περίοδο του μοναχικού βίου κατά τούς 9ο και 10ο αιώνες δεν ήταν γνωστά στο Αγιον Ορος έργα μνημειακής ζωγραφικής. Πρόσφατα, στη Μονή Ιβήρων εντοπίστηκαν τοιχογραφίες πιθανότατα
του 10ου αιώνα, σωζόμενες αποσπασματικά σε ναΐσκο που αποκαλύφθηκε κάτω από το ναό του Αγίου Ιωάννου Προδρόμου. Οι τοιχογραφίες αυτές εντάσσονται σε επαρχιακό καλλιτεχνικό ρεύμα, στο οποίο διακρίνονται απηχήσεις της τέχνης της Καππαδοκίας.Επίσης, στη Μονή Βατοπεδίου σώζονται δύο ψηφιδωτές παραστάσεις στο καθολικό, που χρονολογούνται στον 11ο αι., καθώς και δύο σπαράγματα τοιχογραφιών του τέλους του 12ου αι. Τα ψηφιδωτά στη Μονή Βατοπεδίου συνθέτουν τη σκηνή του Ευαγγελισμού στον κυρίως ναό, το θέμα της Δεήσεως στο νάρθηκα και την παράσταση του Αγίου Νικολάου στον εξωνάρθηκα.
Η ψηφιδωτή παράσταοη του Ευαγγελισμού χρονολογείται στα μέσα του 11ου αι. και αποδίδεται σε κωνσταντινουπολίτικο εργαστήριο, που έχει αφομοιώσει τις κατακτησείς του εργαστηρίου των ψηφιδωτών της Νέας Μονής Χίου. Από την άλλη, η Δέηση συνεχίζει οτο δεύτερο μισό του 11ου αι. την αντικλασική τάση της μνημειακής ζωγραφικής του πρώτου μισού του 11ου αι., έτσι όπως τη γνωρίζουμε από τα ψηφιδωτά του Οσίου Λουκά Φωκίδας και τα ψηφιδωτά της Αγίας Σοφίας Κιέβου.Από την υστεροκομνήνεια περίοδο τα δείγματα της μνημειακής ζωγραφικής είναι επίσης ελάχιστα. Στη Μονή Βατοπεδίου σώζονται δύο σπαράγματα τοιχογραφιών, εξαιρετικής τέχνης, που αποδίδονται οτο διάκοσμο του καθολικού, καθώς και ορισμένες μορφές προφητών και αγίων που εντοπίστηκαν πρόσφατα στο καθολικό. Στην ίδια περίοδο ανήκουν και οι σωζόμενες τοιχογραφίες των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου στο κελί του Ραβδούχου. Οι τοιχογραφίες αυτές αποτελούν διαφορετικές εκφράσεις της υστεροκομνήνειας ζωγραφικής στο τέλος του 12ου αιώνα.
Τελείως διαφορετική είναι η εικόνα της μνημειακής ζωγραφικής οτο Αγιον Ορος κατά την περίοδο των Παλαιολόγων (1261-1453). Ειδικότερα, η περίοδος της αναγέννησης των Παλαιολόγων, που χρονικά συμπίπτει με την περίοδο της βασιλείας του Ανδρονίκου Β' Παλαιολόγου (1282-1328), αντιπροσωπεύεται οτο Αγιον Ορος από τα εντυπωσιακά σε έκταση και ποιότητα σύνολα που σώθηκαν στο ναό του Πρωτάτου στις Καρυές, στο καθολικό της Μονής Βατοπεδίου, στο καθολικό, την τράπεζα και τον κοιμητηριακό ναό της Μονής
Χιλανδαρίου.Κορυφαίο έργο της περιόδου αυτής στο Αγιον Ορος είναι αναμφισβήτητα οι τοιχογραφίες του ναού του Πρωτάτου στις Καρυές, που αποδίδονται στο ζωγράφο από τη Θεσσαλονίκη Μανουήλ Πανσέληνο. Από απόψεως τέχνης, τα κύρια χαρακτηριστικά της ζωγραφικής του Πανσέληνου είναι ο αφηγηματικός χαρακτήρας του εικονογραφικού προγράμματος, η μνημειακότητα των συνθέσεων, η έμφαση στην απόδοση του αρχιτεκτονικού βάθους, η χάρη και ο λυρισμός των στάσεων και των κινήσεων, η έμφαση στην απόδοση του σωματικού όγκου, γλυπτικού χαρακτήρα, που παρατηρείται ακόμη και σε γυναικείες μορφές, η υιοθέτηση προτύπων από την αρχαία ελληνική τέχνη, καθώς και το δραματικό στοιχείο και ο εξιδανικευμένος ρεαλισμός, ταιριασμένα με την έκφραση βαθιάς πνευματικότητας, στοιχεία που καθιστούν τις τοιχογραφίες του Πρωτάτου κορυφαίο έργο της αναγεννήσεως των Παλαιολόγων.Ο Πανσεληνος με τις τοιχογραφίες του ναού του Πρωτάτου, αναδεικνύεται ως ο σπουδαιότερος εκπρόσωπος της λεγόμενης «μακεδόνικης σχολής» στην περίοδο της ακμής, στο τέλος δηλαδή του 13ου και στις αρχές του 14ου αιώνα, και ως ένας από τούς μεγαλύτερους ζωγράφους όλων των εποχών.
Από τις τοιχογραφίες στο Αγιον Ορος, που αποδίδονται στο εργαστήριο του Πανσέληνου, θα αναφέρουμε ένα σπάραγμα τοιχογραφίας μικρών διαστάσεων που σώζειαι στη Μονή Μεγίστης Λαύρας, και στο οποίο απεικονίζεται, ούμφωνα με τον Α. Ξυγγόπουλο, το κεφάλι του Αγίου Νικολάου. Από τις τοιχογραφίες του καθολικού της Μονής Βατοπεδίου, που χρονολογούνται στα 1312, ιδιαίτερο εικονογραφικό και καλλιτεχνικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι τοιχογραφίες του εξωνάρθηκα. Οι τοιχογραφίες αυτές αναφέρονται στα Πάθη και στην Ανάσταση του Χριστού και διατάσσονται στην ανωτάτη ζώνη διακοσμήσεως του εξωνάρθηκα. Ο κύκλος αυτός από τη ζωή του Χριστού αποτελείται από δεκατέσσερις σκηνές, που ξεδιπλώνονται στους τοίχους του εξωνάρθηκα με συνεχή αφήγηση και συμπληρώνεται με μορφές ολόσωμων ή σε προτομή προφητών και αγίων, που εικονίζονται στο δυτικό τοίχο.Από τεχνοτροπτκή άποψη οι τοιχογραφίες του εξωνάρθηκα είναι έργο δύο καλλιτεχνών με τελείως διαφορετική καλλιτεχνική προσωπικότητα, που συνεργάστηκαν ωοτόσο οτην εκτέλεση ενός ενιαίου στη σύλληψη εικονογραφικού προγράμματος μοναδικού γτα τον αφηγηματικό χαρακτήρα και την καλλιτεχνική ποιότητα συνόλου της εποχής των Παλατολόγων.Ο πρώτος καλλιτέχνης, που θα τον αποκαλούμε συμβατικά ζωγράφο της Αποκαθηλώσεως, εκφράζει οε έντονο βαθμό, μοναδικό σιη βυζαντινή τέχνη, την αίσθηση του ρεαλισμού και του δόγματος. Ο δεύτερος καλλιτέχνης, που συμβατικά τον αποκαλούμε ζωγράφο της Προσευχής στο Ορος των Ελαίων, παρουσιάζει στενή εικονογραφική και υφολογική συγγένεια με τη ζωγραφική του ναού του Πρωτάτου στο Αγιον Ορος.Την πνευματική και καλλιτεχνική αναγέννηση των Παλαιλόγων εκφράζει και η ψηφιδωτή παράσταση του Ευαγγελισμού, που σώζεται στον εξωνάρθηκα του καθολικού της Μονής Βατοπεδίου, και η οποία συνδέεται με ακαδημαϊκές καλλιτεχνικές τάσεις της πρωτεύουσας κατά την πρώτη εικοοαετία του 14ου αι.
Εκτός από τις τοιχογραφίες του ναού του Πρωτατου και του καθολικού της Μονής Βατοπεδίου, την αναγέννηση της ζωγραφικής στα χρόνια των Παλαιολόγων αντιπροσωπεύουν στο Αγιον Ορος και οι τοιχογραφίες που σώζονται στη Μονή Χιλανδαρίου και ειδικότερα στο καθολικό, την τράπεζα και τον κοιμητηριακό ναό της μονής. Ιδιαίτερα οι τοιχογραφίες του καθολικού, που χρονολογούνται στα 1318-1320, συνθέτουν ένα από τα πιο οημαντικά ούνολα της εποχής της αναγεννήσεως των Παλαιολόγων και εκφράζουν μια άλλη τάση της τέχνης των Παλαιολόγων, που αναπτύσσεται στη δεύτερη δεκαετία του 14ου αι. και αναγνωρίζεται οτη ζωγραφική μνημείων της Θεσσαλονίκης και της Βέροιας, όπως είναι οι τοιχογραφίες του Αγίου Νικολάου Ορφανού, της Αγίας Αικατερίνης οτη Θεσσαλονίκη και του ναού του Χριστού Σωτήρος στη Βέροια (1315).Από το δεύτερο μισό του 14ου αι. σώζονται τοιχογραφίες στο καθολικό της Μονής Παντοκράτορας, στο παρεκκλήσιο των Αγίων Αναργύρων, της Μονής Βατοπεδίου, στο παρεκκλήσιο των Αρχαγγέλων της Μονής Χιλανδαρίου και στο παρεκκλήσιο του Αγίου Δημητρίου της Μονής Ξενοφώντος. Από τις τοιχογραφίες της περιόδου αυτής ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την υψηλή καλλιτεχνική τους ποιότητα παρουσιάζουν οι τοιχογραφίες του καθολικού της Μονής Παντοκράτορας (1360-1370), οι οποίες χαρακτηρίζονται από επιστροφή σε εικονιστικούς τύπους και καλλιτεχνικούς τρόπους της μνημειακής ζωγραφικής της πρώτης περιόδου της τέχνης των Παλαιολόγων.Στον Αγιον Ορος, αμέσως μετά την πτώση της Θεσσαλονίκης στους Τούρκους (1430), μαρτυρείταιη διακόσμηση των καθολικών της Μονής Κώνσταμονίτου (1433), του Αγίου Παύλου (1447) και της Παλαιάς Μονής Παντελεήμονος (1451). Από τις διακοσμήσεις αυτές, που δεν σώζονται σήμερα, διατηρείται μόνο ένα απόσπασμα τοιχογραφίας στη Μονή Αγίου Παύλου με το κεφάλι του αγίου Αθανασίου του Αθωνίτη.Ενα πολύ σημαντικό σύνολο για τη ζωγραφική του πρώτου μισού του 15ου αι. διατηρείται στο κελί του Αγίου Προκοπίου, που βρίσκεται στην περιοχή της Μονής Βατοπεδίου. Η υψηλή ποιότητα της ζωγραφικής των τοιχογραφιών αυτών, που συνιστούν προδρομική έκφραση της Κρητικής σχολής κατά το πρώτο μισό του 15ου αι., βεβαιώνει την κωνσταντινουπολίτικη καταγωγή ή μαθητεία του ζωγράφου.Από το 15ο αιώνα σώζονται επίσης τοιχογραφίες σιο Αγιον Ορος στο παρεκκλήσιο της Κοιμήσεωςτης Θεοτόκου της Μονής Παντοκράτορας, στον Αγιο Βλάσιο της Μονής της Μεγίστης Λαύρας και στην τράπεζα της Μονής Ξενοφώντος. Ειδικότερα οι τοιχογραφίες της τράπεζας της Μονής Ξενοφώντος συνθέτουν ένα ενδιαφέρον από εικονογραφικής και καλλιτεχνικής απόψεως σύνολο, ακριβώς χρονολογημένο στα 1496/7, οι οποίες κατατάσσονται οε ένα αντικλασικό ρεύμα ζωγραφικής.
Στο δεύτερο και τρίτο τέταρτο του 16ου αιώνα σημειώνεται έκρηξη καλλιτεχνικής παραγωγής στον Αγιον Ορος. Την περίοδο αυτή διακοσμούνται το καθολικό της Μεγίστης Λαύρας (1535), η τράπεζα της Μεγίστης Λαύρας (γύρω στα 1535), το κελί της Μολυβοκλησιάς (1536), το κελί του Προκοπίου της Μονής Βατοπεδίου (1537), το καθολικό της Μονής Κουτλουμουσίου (1540), η τράπεζα της Μονής Φιλόθεου (1540), το παλαιό καθολικό της Μονής Ξενοφώντος (1544), το καθολικό και η τράπεζα της Μονής Σταυρονικήτα (1545/1546), το καθολικό της Μονής Διονυσίου (1547), το παρεκκλήσιο του Αγίου Γεωργίου της Μονής Αγίου Παύλου (1552), το παρεκκλήσιο του Αγίου Νικολάου της Μονής Μεγίστης Λαύρας (1560), το καθολικό της Μονής Δοχειαρίου(1568) ίο καθολικό της Μονής Ιβήρων κ.ά.
Το μεγαλύτερο μέρος της ζωγραφικής της περιόδου αυτής είναι έργο καλλιτεχνών της Κρητικής σχολής (Θεοφάνης, Ζώρζης κ.ά.) και λιγότερο καλλιτεχνών της σχολής της Βορειοδυτικής Ελλάδος (Φράγκος Κατελάνος, Αντώνιος). Ξεχωρίζει για το έργο του οτο Αγιον Ορος ο Κρητικός ζωγράφος Θεοφάνης με τα δυο του παιδιά, Συμεών και Νεόφυτο, που είναι επίσης ζωγράφοι. Η ποιότητα της ζωγραφικής του Θεοφάνη και η έκταση του έργου που άφησε στο Αγιον Ορος (τοιχογραφίες και εικόνες) σφράγισαν καθοριστικά την καλλιτεχνική παραγωγή στο Αγιον Ορος κατά το 16ο αιώνα και καθόρισαν την πορεία της μεταβυζαντινής ζωγραφικής ως το 18ο αιώνα. Ο θεματικός πλούτος του εικονογραφικού προγράμματος των διακοσμήσεων του, η καθαρότητα της δογματικής έκφρασης, το πνευματικό κάλλος και η καλλιτεχνική ποιότητα της ζωγραφικής του στάθηκαν το πρότυπο και η επίσημη έκφραση της τέχνης της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Αποτέλεσμα ήταν η φήμη του Θεοφάνη να διατηρηθεί ως το 18ο αιώνα, περίοδο κατά την οποία καταγράφεται από την παράδοση ως μαθητής του Πανσέληνου.
Η καλλιτεχνική παραγωγή του 17ου αιώνα παρουσιάζει ύφεση στο Αγιον Ορος την περίοδο αυτή. Οικονομικοί λόγοι, όπως η δήμευση της εκκλησιαστικής και μοναστηριακής περιουοίας το 1568 και η οικονομική κρίση που ακολούθησε οτην Οθωμανική Αυτοκρατορία με την υποτίμηση του τουρκικού νομίσματος το 1586, συνέβαλαν ασφαλώς στην οικονομική εξαθλίωση των μονών και στον περιορισμό της καλλιτεχνικής δραστηριότητας, που παρουσιάστηκε στο Αγιον Ορος το 16ο αιώνα.Αντίθετα, κατά τους 18ο-19ο αιώνες εμφανίζεται έντονα το φαινόμενο της «ανανέωσης» της ζωγραφικής των παλαιών καθολικών (Βατοπεδίου, Χιλανδαρίου κ.ά.), αλλά και η διακόσμηση νέων καθολικών και παρεκκλησίων που οικοδομούνται την περίοδο αυτή. Ειδικότερα το πρώτο μισό του 18ου αιώνα εκδηλώνεται στο Αγιον Ορος ένα λόγιο καλλιτεχνικό κίνημα επιστροφής σε εικονογραφικούς τύπους και καλλιτεχνικούς τρόπους της ζωγραφικής του Πανσέληνου οτο ναό του Πρωτάτου. Κύριοι εκφραστές του καλλιτεχνικού αυτού κινήματος στο Αγιον Ορος υπήρξαν ο ιερομόναχος Διονύσιος από τον Φουρνά των Αγράφων, ο Κοσμάς από τη Λήμνο και ο Δαβίδ από τη Σελενίτζα της Αλβανίας, οι οποίοι με το έργο τους θα σφραγίσουν το ύφος και την καλλιτεχνική παραγωγή στο Αγιον Ορος τους 18ο και 19ο αιώνες.Στο δεύτερο μιοό του 18ου και το 19ο αιώνα δραστηριοποιούνται οτο Αγιον Ορος επώνυμοι ζωγράφοι, όπως οι αδελφοί Κωνσταντίνος και Αθανάσιος από την Κορυτσά, ο Δαμασκηνός από τα Γιάννενα,ο Γαβριήλ ιερομόναχος και ο Γρηγόριος από την
Καστοριά κ.ά., αλλά και ανώνυμοι που κατάγονταιαπό την Ηπειρο, τη Μακεδονία, τη Θράκη κ.ά. (καθολικό Μονής Καρακάλλου 1716, καθολικό Μονής Φιλόθεου 1752 και 1765,
καθολικό ΜονήςΓρηγορίυ 1779, καθολικό Ξηροποτάμου 1783 κ.ά.), ενώ στο τέλος του 18ου αιώνα και στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα ξεχωρίζει στο Αγιον Ορος η παραγωγή, βιοτεχνικού χαρακτήρα, ενός αθωνικού εργαστηρίου του ιερομόναχου Μακαρίου από τη Γαλάτιστα Χαλκιδικής (τράπεζα Μονής Βατοπεδίου 1786 κ.ά.).
Επίσης, στα μέσα του 19ου αιώνα εντυπωσιάζει το λαίκότροπο ύφος των τοιχογραφιών του εξωνάρθηκα του καθολικού της Μονής Μεγίστης Λαύρας(1852), έργο του ζωγράφου Ζαχαρία Χρήστου, από το Σαμόκοβο της Βουλγαρίας.
του Ευθυμίου Τσιγαρίδα-περιοδικό ΄΄Ιστορικά''τευχος 22 Απριλίου 2003 /μεταφορά στο διαδίκτυο proskynitis.blogspot ·
του 10ου αιώνα, σωζόμενες αποσπασματικά σε ναΐσκο που αποκαλύφθηκε κάτω από το ναό του Αγίου Ιωάννου Προδρόμου. Οι τοιχογραφίες αυτές εντάσσονται σε επαρχιακό καλλιτεχνικό ρεύμα, στο οποίο διακρίνονται απηχήσεις της τέχνης της Καππαδοκίας.Επίσης, στη Μονή Βατοπεδίου σώζονται δύο ψηφιδωτές παραστάσεις στο καθολικό, που χρονολογούνται στον 11ο αι., καθώς και δύο σπαράγματα τοιχογραφιών του τέλους του 12ου αι. Τα ψηφιδωτά στη Μονή Βατοπεδίου συνθέτουν τη σκηνή του Ευαγγελισμού στον κυρίως ναό, το θέμα της Δεήσεως στο νάρθηκα και την παράσταση του Αγίου Νικολάου στον εξωνάρθηκα.
Η ψηφιδωτή παράσταοη του Ευαγγελισμού χρονολογείται στα μέσα του 11ου αι. και αποδίδεται σε κωνσταντινουπολίτικο εργαστήριο, που έχει αφομοιώσει τις κατακτησείς του εργαστηρίου των ψηφιδωτών της Νέας Μονής Χίου. Από την άλλη, η Δέηση συνεχίζει οτο δεύτερο μισό του 11ου αι. την αντικλασική τάση της μνημειακής ζωγραφικής του πρώτου μισού του 11ου αι., έτσι όπως τη γνωρίζουμε από τα ψηφιδωτά του Οσίου Λουκά Φωκίδας και τα ψηφιδωτά της Αγίας Σοφίας Κιέβου.Από την υστεροκομνήνεια περίοδο τα δείγματα της μνημειακής ζωγραφικής είναι επίσης ελάχιστα. Στη Μονή Βατοπεδίου σώζονται δύο σπαράγματα τοιχογραφιών, εξαιρετικής τέχνης, που αποδίδονται οτο διάκοσμο του καθολικού, καθώς και ορισμένες μορφές προφητών και αγίων που εντοπίστηκαν πρόσφατα στο καθολικό. Στην ίδια περίοδο ανήκουν και οι σωζόμενες τοιχογραφίες των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου στο κελί του Ραβδούχου. Οι τοιχογραφίες αυτές αποτελούν διαφορετικές εκφράσεις της υστεροκομνήνειας ζωγραφικής στο τέλος του 12ου αιώνα.
Τελείως διαφορετική είναι η εικόνα της μνημειακής ζωγραφικής οτο Αγιον Ορος κατά την περίοδο των Παλαιολόγων (1261-1453). Ειδικότερα, η περίοδος της αναγέννησης των Παλαιολόγων, που χρονικά συμπίπτει με την περίοδο της βασιλείας του Ανδρονίκου Β' Παλαιολόγου (1282-1328), αντιπροσωπεύεται οτο Αγιον Ορος από τα εντυπωσιακά σε έκταση και ποιότητα σύνολα που σώθηκαν στο ναό του Πρωτάτου στις Καρυές, στο καθολικό της Μονής Βατοπεδίου, στο καθολικό, την τράπεζα και τον κοιμητηριακό ναό της Μονής
Χιλανδαρίου.Κορυφαίο έργο της περιόδου αυτής στο Αγιον Ορος είναι αναμφισβήτητα οι τοιχογραφίες του ναού του Πρωτάτου στις Καρυές, που αποδίδονται στο ζωγράφο από τη Θεσσαλονίκη Μανουήλ Πανσέληνο. Από απόψεως τέχνης, τα κύρια χαρακτηριστικά της ζωγραφικής του Πανσέληνου είναι ο αφηγηματικός χαρακτήρας του εικονογραφικού προγράμματος, η μνημειακότητα των συνθέσεων, η έμφαση στην απόδοση του αρχιτεκτονικού βάθους, η χάρη και ο λυρισμός των στάσεων και των κινήσεων, η έμφαση στην απόδοση του σωματικού όγκου, γλυπτικού χαρακτήρα, που παρατηρείται ακόμη και σε γυναικείες μορφές, η υιοθέτηση προτύπων από την αρχαία ελληνική τέχνη, καθώς και το δραματικό στοιχείο και ο εξιδανικευμένος ρεαλισμός, ταιριασμένα με την έκφραση βαθιάς πνευματικότητας, στοιχεία που καθιστούν τις τοιχογραφίες του Πρωτάτου κορυφαίο έργο της αναγεννήσεως των Παλαιολόγων.Ο Πανσεληνος με τις τοιχογραφίες του ναού του Πρωτάτου, αναδεικνύεται ως ο σπουδαιότερος εκπρόσωπος της λεγόμενης «μακεδόνικης σχολής» στην περίοδο της ακμής, στο τέλος δηλαδή του 13ου και στις αρχές του 14ου αιώνα, και ως ένας από τούς μεγαλύτερους ζωγράφους όλων των εποχών.
Από τις τοιχογραφίες στο Αγιον Ορος, που αποδίδονται στο εργαστήριο του Πανσέληνου, θα αναφέρουμε ένα σπάραγμα τοιχογραφίας μικρών διαστάσεων που σώζειαι στη Μονή Μεγίστης Λαύρας, και στο οποίο απεικονίζεται, ούμφωνα με τον Α. Ξυγγόπουλο, το κεφάλι του Αγίου Νικολάου. Από τις τοιχογραφίες του καθολικού της Μονής Βατοπεδίου, που χρονολογούνται στα 1312, ιδιαίτερο εικονογραφικό και καλλιτεχνικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι τοιχογραφίες του εξωνάρθηκα. Οι τοιχογραφίες αυτές αναφέρονται στα Πάθη και στην Ανάσταση του Χριστού και διατάσσονται στην ανωτάτη ζώνη διακοσμήσεως του εξωνάρθηκα. Ο κύκλος αυτός από τη ζωή του Χριστού αποτελείται από δεκατέσσερις σκηνές, που ξεδιπλώνονται στους τοίχους του εξωνάρθηκα με συνεχή αφήγηση και συμπληρώνεται με μορφές ολόσωμων ή σε προτομή προφητών και αγίων, που εικονίζονται στο δυτικό τοίχο.Από τεχνοτροπτκή άποψη οι τοιχογραφίες του εξωνάρθηκα είναι έργο δύο καλλιτεχνών με τελείως διαφορετική καλλιτεχνική προσωπικότητα, που συνεργάστηκαν ωοτόσο οτην εκτέλεση ενός ενιαίου στη σύλληψη εικονογραφικού προγράμματος μοναδικού γτα τον αφηγηματικό χαρακτήρα και την καλλιτεχνική ποιότητα συνόλου της εποχής των Παλατολόγων.Ο πρώτος καλλιτέχνης, που θα τον αποκαλούμε συμβατικά ζωγράφο της Αποκαθηλώσεως, εκφράζει οε έντονο βαθμό, μοναδικό σιη βυζαντινή τέχνη, την αίσθηση του ρεαλισμού και του δόγματος. Ο δεύτερος καλλιτέχνης, που συμβατικά τον αποκαλούμε ζωγράφο της Προσευχής στο Ορος των Ελαίων, παρουσιάζει στενή εικονογραφική και υφολογική συγγένεια με τη ζωγραφική του ναού του Πρωτάτου στο Αγιον Ορος.Την πνευματική και καλλιτεχνική αναγέννηση των Παλαιλόγων εκφράζει και η ψηφιδωτή παράσταση του Ευαγγελισμού, που σώζεται στον εξωνάρθηκα του καθολικού της Μονής Βατοπεδίου, και η οποία συνδέεται με ακαδημαϊκές καλλιτεχνικές τάσεις της πρωτεύουσας κατά την πρώτη εικοοαετία του 14ου αι.
Εκτός από τις τοιχογραφίες του ναού του Πρωτατου και του καθολικού της Μονής Βατοπεδίου, την αναγέννηση της ζωγραφικής στα χρόνια των Παλαιολόγων αντιπροσωπεύουν στο Αγιον Ορος και οι τοιχογραφίες που σώζονται στη Μονή Χιλανδαρίου και ειδικότερα στο καθολικό, την τράπεζα και τον κοιμητηριακό ναό της μονής. Ιδιαίτερα οι τοιχογραφίες του καθολικού, που χρονολογούνται στα 1318-1320, συνθέτουν ένα από τα πιο οημαντικά ούνολα της εποχής της αναγεννήσεως των Παλαιολόγων και εκφράζουν μια άλλη τάση της τέχνης των Παλαιολόγων, που αναπτύσσεται στη δεύτερη δεκαετία του 14ου αι. και αναγνωρίζεται οτη ζωγραφική μνημείων της Θεσσαλονίκης και της Βέροιας, όπως είναι οι τοιχογραφίες του Αγίου Νικολάου Ορφανού, της Αγίας Αικατερίνης οτη Θεσσαλονίκη και του ναού του Χριστού Σωτήρος στη Βέροια (1315).Από το δεύτερο μισό του 14ου αι. σώζονται τοιχογραφίες στο καθολικό της Μονής Παντοκράτορας, στο παρεκκλήσιο των Αγίων Αναργύρων, της Μονής Βατοπεδίου, στο παρεκκλήσιο των Αρχαγγέλων της Μονής Χιλανδαρίου και στο παρεκκλήσιο του Αγίου Δημητρίου της Μονής Ξενοφώντος. Από τις τοιχογραφίες της περιόδου αυτής ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την υψηλή καλλιτεχνική τους ποιότητα παρουσιάζουν οι τοιχογραφίες του καθολικού της Μονής Παντοκράτορας (1360-1370), οι οποίες χαρακτηρίζονται από επιστροφή σε εικονιστικούς τύπους και καλλιτεχνικούς τρόπους της μνημειακής ζωγραφικής της πρώτης περιόδου της τέχνης των Παλαιολόγων.Στον Αγιον Ορος, αμέσως μετά την πτώση της Θεσσαλονίκης στους Τούρκους (1430), μαρτυρείταιη διακόσμηση των καθολικών της Μονής Κώνσταμονίτου (1433), του Αγίου Παύλου (1447) και της Παλαιάς Μονής Παντελεήμονος (1451). Από τις διακοσμήσεις αυτές, που δεν σώζονται σήμερα, διατηρείται μόνο ένα απόσπασμα τοιχογραφίας στη Μονή Αγίου Παύλου με το κεφάλι του αγίου Αθανασίου του Αθωνίτη.Ενα πολύ σημαντικό σύνολο για τη ζωγραφική του πρώτου μισού του 15ου αι. διατηρείται στο κελί του Αγίου Προκοπίου, που βρίσκεται στην περιοχή της Μονής Βατοπεδίου. Η υψηλή ποιότητα της ζωγραφικής των τοιχογραφιών αυτών, που συνιστούν προδρομική έκφραση της Κρητικής σχολής κατά το πρώτο μισό του 15ου αι., βεβαιώνει την κωνσταντινουπολίτικη καταγωγή ή μαθητεία του ζωγράφου.Από το 15ο αιώνα σώζονται επίσης τοιχογραφίες σιο Αγιον Ορος στο παρεκκλήσιο της Κοιμήσεωςτης Θεοτόκου της Μονής Παντοκράτορας, στον Αγιο Βλάσιο της Μονής της Μεγίστης Λαύρας και στην τράπεζα της Μονής Ξενοφώντος. Ειδικότερα οι τοιχογραφίες της τράπεζας της Μονής Ξενοφώντος συνθέτουν ένα ενδιαφέρον από εικονογραφικής και καλλιτεχνικής απόψεως σύνολο, ακριβώς χρονολογημένο στα 1496/7, οι οποίες κατατάσσονται οε ένα αντικλασικό ρεύμα ζωγραφικής.
Στο δεύτερο και τρίτο τέταρτο του 16ου αιώνα σημειώνεται έκρηξη καλλιτεχνικής παραγωγής στον Αγιον Ορος. Την περίοδο αυτή διακοσμούνται το καθολικό της Μεγίστης Λαύρας (1535), η τράπεζα της Μεγίστης Λαύρας (γύρω στα 1535), το κελί της Μολυβοκλησιάς (1536), το κελί του Προκοπίου της Μονής Βατοπεδίου (1537), το καθολικό της Μονής Κουτλουμουσίου (1540), η τράπεζα της Μονής Φιλόθεου (1540), το παλαιό καθολικό της Μονής Ξενοφώντος (1544), το καθολικό και η τράπεζα της Μονής Σταυρονικήτα (1545/1546), το καθολικό της Μονής Διονυσίου (1547), το παρεκκλήσιο του Αγίου Γεωργίου της Μονής Αγίου Παύλου (1552), το παρεκκλήσιο του Αγίου Νικολάου της Μονής Μεγίστης Λαύρας (1560), το καθολικό της Μονής Δοχειαρίου(1568) ίο καθολικό της Μονής Ιβήρων κ.ά.
Το μεγαλύτερο μέρος της ζωγραφικής της περιόδου αυτής είναι έργο καλλιτεχνών της Κρητικής σχολής (Θεοφάνης, Ζώρζης κ.ά.) και λιγότερο καλλιτεχνών της σχολής της Βορειοδυτικής Ελλάδος (Φράγκος Κατελάνος, Αντώνιος). Ξεχωρίζει για το έργο του οτο Αγιον Ορος ο Κρητικός ζωγράφος Θεοφάνης με τα δυο του παιδιά, Συμεών και Νεόφυτο, που είναι επίσης ζωγράφοι. Η ποιότητα της ζωγραφικής του Θεοφάνη και η έκταση του έργου που άφησε στο Αγιον Ορος (τοιχογραφίες και εικόνες) σφράγισαν καθοριστικά την καλλιτεχνική παραγωγή στο Αγιον Ορος κατά το 16ο αιώνα και καθόρισαν την πορεία της μεταβυζαντινής ζωγραφικής ως το 18ο αιώνα. Ο θεματικός πλούτος του εικονογραφικού προγράμματος των διακοσμήσεων του, η καθαρότητα της δογματικής έκφρασης, το πνευματικό κάλλος και η καλλιτεχνική ποιότητα της ζωγραφικής του στάθηκαν το πρότυπο και η επίσημη έκφραση της τέχνης της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Αποτέλεσμα ήταν η φήμη του Θεοφάνη να διατηρηθεί ως το 18ο αιώνα, περίοδο κατά την οποία καταγράφεται από την παράδοση ως μαθητής του Πανσέληνου.
Η καλλιτεχνική παραγωγή του 17ου αιώνα παρουσιάζει ύφεση στο Αγιον Ορος την περίοδο αυτή. Οικονομικοί λόγοι, όπως η δήμευση της εκκλησιαστικής και μοναστηριακής περιουοίας το 1568 και η οικονομική κρίση που ακολούθησε οτην Οθωμανική Αυτοκρατορία με την υποτίμηση του τουρκικού νομίσματος το 1586, συνέβαλαν ασφαλώς στην οικονομική εξαθλίωση των μονών και στον περιορισμό της καλλιτεχνικής δραστηριότητας, που παρουσιάστηκε στο Αγιον Ορος το 16ο αιώνα.Αντίθετα, κατά τους 18ο-19ο αιώνες εμφανίζεται έντονα το φαινόμενο της «ανανέωσης» της ζωγραφικής των παλαιών καθολικών (Βατοπεδίου, Χιλανδαρίου κ.ά.), αλλά και η διακόσμηση νέων καθολικών και παρεκκλησίων που οικοδομούνται την περίοδο αυτή. Ειδικότερα το πρώτο μισό του 18ου αιώνα εκδηλώνεται στο Αγιον Ορος ένα λόγιο καλλιτεχνικό κίνημα επιστροφής σε εικονογραφικούς τύπους και καλλιτεχνικούς τρόπους της ζωγραφικής του Πανσέληνου οτο ναό του Πρωτάτου. Κύριοι εκφραστές του καλλιτεχνικού αυτού κινήματος στο Αγιον Ορος υπήρξαν ο ιερομόναχος Διονύσιος από τον Φουρνά των Αγράφων, ο Κοσμάς από τη Λήμνο και ο Δαβίδ από τη Σελενίτζα της Αλβανίας, οι οποίοι με το έργο τους θα σφραγίσουν το ύφος και την καλλιτεχνική παραγωγή στο Αγιον Ορος τους 18ο και 19ο αιώνες.Στο δεύτερο μιοό του 18ου και το 19ο αιώνα δραστηριοποιούνται οτο Αγιον Ορος επώνυμοι ζωγράφοι, όπως οι αδελφοί Κωνσταντίνος και Αθανάσιος από την Κορυτσά, ο Δαμασκηνός από τα Γιάννενα,ο Γαβριήλ ιερομόναχος και ο Γρηγόριος από την
Καστοριά κ.ά., αλλά και ανώνυμοι που κατάγονταιαπό την Ηπειρο, τη Μακεδονία, τη Θράκη κ.ά. (καθολικό Μονής Καρακάλλου 1716, καθολικό Μονής Φιλόθεου 1752 και 1765,
καθολικό ΜονήςΓρηγορίυ 1779, καθολικό Ξηροποτάμου 1783 κ.ά.), ενώ στο τέλος του 18ου αιώνα και στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα ξεχωρίζει στο Αγιον Ορος η παραγωγή, βιοτεχνικού χαρακτήρα, ενός αθωνικού εργαστηρίου του ιερομόναχου Μακαρίου από τη Γαλάτιστα Χαλκιδικής (τράπεζα Μονής Βατοπεδίου 1786 κ.ά.).
Επίσης, στα μέσα του 19ου αιώνα εντυπωσιάζει το λαίκότροπο ύφος των τοιχογραφιών του εξωνάρθηκα του καθολικού της Μονής Μεγίστης Λαύρας(1852), έργο του ζωγράφου Ζαχαρία Χρήστου, από το Σαμόκοβο της Βουλγαρίας.
του Ευθυμίου Τσιγαρίδα-περιοδικό ΄΄Ιστορικά''τευχος 22 Απριλίου 2003 /μεταφορά στο διαδίκτυο proskynitis.blogspot ·
1 σχόλιο:
Τέλειο!
Δημοσίευση σχολίου