Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος τῆς Κονεβίας καταγόταν ἀπὸ τὸ Νόβγκοροντ τῆς Ρωσίας καὶ ἠσχολεῖτο μὲ τὸ ἐμπόριο τοῦ χαλκοῦ. Ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸ μοναχικὸ βίο ἐγκατέλειψε τὰ ἐγκόσμια καί, μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1547 – 1558, εἰσῆλθε στὴ μονὴ Λίσικα κοντὰ στὸ Νόβγκοροντ, ὅπου ἔζησε ἕνδεκα χρόνια. Τὸ 1373, ἦλθε στὸ Ἅγιον Ὄρος ὅπου ἔζησε τρία χρόνια στὴν προσευχὴ στὸ παλαιὸ Ρώσικο μοναστήρι. Στὸ μοναστήρι, μόλις ὁ ἡγούμενος ἐπληροφορήθηκε τί ἐπάγγελμα ἔκανε στὸ παρελθόν, τοῦ ζήτησε νὰ ἐπιδιορθώσει ὅλα τὰ παλαιὰ σκεύη ποὺ ἐχρησιμοποιοῦσε ἡ ἀδελφότητα. Τοῦ ἐζήτησαν νὰ ἐργασθεῖ καὶ στὰ ἄλλα μοναστήρια. Ἡ ἐργασία ὄχι ἁπλῶς δὲν ἀποτελοῦσε ἐμπόδιο γιὰ τὴν προσευχή, ἀλλὰ τοῦ ἐκαλλιέργησε καὶ μία ὑψηλὴ αἴσθηση προσφορᾶς. Ἔτσι, ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος ἐπήγαινε ἀπὸ τὸ ἕνα μοναστήρι στὸ ἄλλο καὶ ἐργαζόταν κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἡμέρας, ἐνῷ προσευχόταν κατὰ τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς νύχτας. Τελικά, τὸ 1393, ἐπέστρεψε στὴ Ρωσία μεταφέροντας μαζί του μία εἰκόνα τῆς Παναγίας, ἡ ὁποία ἀργότερα ὀνομάσθηκε «Παναγία τοῦ Κόνεβιτς».
Ὁ Ὅσιος, ἔχοντας πάντοτε μαζί του τὴν εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ὡς πολύτιμο φυλαχτό, ἐπῆγς στὸ νησὶ Κόνεβιτς, στὴ λίμνη Λάντογα, ὅπου ἔζησε ἑπτὰ χρόνια ὡς ἐρημίτης. Τὸ κρύο ἦταν φονικὸ ἀλλὰ ὁ μακάριος Ἀρσένιος ἀρνιόταν τὶς συνεχεῖς προσκλήσεις τοῦ ἡγουμένου τῆς μονῆς Βαλαὰμ Σίλα, τὶς ὁποῖες τοῦ μετέφερε ὁ μοναχὸς Λαυρέντιος. Μέλημά του ἦταν νὰ ἐξαλείψει τὶς δεισιδαιμονίες τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς. Ἀκόμη καὶ τὸ ὄνομα τοῦ νησιοῦ Κόνεβιτς (ἀπὸ τὸ Κὸν ποὺ σημαίνει ἄλογο), προερχόταν ἀπὸ μία δεισιδαιμονία τῶν κατοίκων του. Οἱ κάτοικοι ἐπίστευαν ὅτι στὸ νησὶ ἐζοῦσαν κακὰ πνεύματα, τὰ ὁποῖα ἐπροστάτευαν τὰ ἄλογα ποὺ ἐβοσκαν ἐλεύθερα σ’ αὐτό. Μὲ σκοπὸ νὰ ἔχουν τὴν εὔνοια τῶν πνευμάτων, οἱ κάτοικοι κάθε χρόνο προσέφεραν θυσία ἕνα ἄλογο, τὸ ὁποῖο, ἀφοῦ ἔδεναν σὲ μία μεγάλη πέτρα, τὸ ἄφηναν νὰ πεθάνει ἀπὸ τὴν πείνα καὶ τὸ κρύο. Κατὰ τὴν ἄφιξή του, χάρη στὸν ψαρὰ Φίλιππο, ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος εὑρῆκε τὴν «πέτρα τοῦ ἀλόγου», τὴν ὁποία καὶ ἐράντισε μὲ ἁγιασμό. Ὅλοι οἱ παρευρισκόμενοι εἶδαν τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα, ὑπὸ τὴν μορφὴ κοράκων, νὰ πετοῦν τρομοκρατημένα. Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος ἔζησε πέντε χρόνια στὸ «νησὶ τοῦ ἀλόγου», καταπολεμώντας μὲ τὸ παράδειγμά του τὶς δεισιδαιμονίες τῶν κατοίκων.
Τὸ 1398, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Νόβγκοροντ Ἰωάννου, ἔθεσε τὰ θεμέλια μιᾶς κοινοβιακῆς μονῆς ἀφιερωμένης στὸ Γενέσιον τῆς Θεοτόκου. Ἀργότερα, τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Συμεών, ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος θὰ ἐπισκεφθεῖ γιὰ μία φορὰ ἀκόμη τὸ Ἅγιον Ὄρος ζητώντας τὴν εὐλογία τῶν Πατέρων τοῦ Ἄθω γιὰ τὸ μοναστήρι του.
Χωρὶς τὸν κτήτορά του, οἱ μοναχοὶ ἀπεφάσισαν νὰ ἐγκαταλείψουν τὸ μοναστήρι, ἐπειδὴ δὲν μποροῦσαν νὰ ἐξασφαλίσουν τὰ πρὸς τὸ ζῆν. Ἐξαντλημένος ἀπὸ τὴν θλίψη, ὁ εὐσεβὴς μαθητὴς τοῦ Ὁσίου Ἰωακείμ, κρυμμένος σὲ ἕνα δάσος, ἔκλαιγε συνεχῶς γιὰ τὴν ἀπόφαση τῆς ἀδελφότητος, ἡ ὁποία ἐσήμαινε τὸ τέλος τῆς μοναχικῆς ἐμπειρίας σὲ ἐκεῖνον τὸν τόπο. Ἀπογοητευμένος ὁ Ἰωακεὶμ ἄρχισε νὰ προσεύχεται μπροστὰ σὲ μία εἰκόνα τῆς Παναγίας, μὲ τὴν ἐλπίδα πὼς ἡ Θεοτόκος θὰ τὸν ἐλευθερώσει ἀπὸ τὸν πόνο καὶ τὴ λύπη. Τὴ νύχτα, καὶ ἐνῶ ἦταν σὲ βαθὺ ὕπνο, τοῦ ἐμφανίσθηκε ἡ Παναγία, ἡ ὁποία τοῦ προανήγγειλε τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ Ὁσίου Ἀρσενίου. Πράγματι, τὸ πρωὶ ὁ μακάριος Ἀρσένιος ἐπέστρεψε μὲ δυὸ μεγάλες βάρκες γεμάτες προμήθειες.
Στὸν τόπο τῆς ἐμφανίσεως τῆς Παναγίας ὕψωσαν ἕνα μεγάλο σταυρό, στὴ βάση τοῦ ὁποίου ἐτοποθετήθηκε ἡ εἰκόνα της, ποὺ εὶχε μεταφερθεῖ στὸ νησὶ ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος.
Ο τόπος προσευχής του Αγίου Αρσενίου του Κόνεβιτς |
Διαβάστε και-Η θαυματουργη εικόνα της Παναγίας του Κόνεβιτς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου