ΠΑΤΗΣΤΕ ΣΤΙΣ ΕΙΚΟΝΕΣ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΔΕΞΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ ΜΑΣ!

Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2017

Ο Βασίλειος στο μοναστήρι του μάρτυρα Διομήδη. Η πρόοδος με την θεία εύνοια.

O μάρτυρας Διομήδης, ο ηγούμενος και ο Βασίλειος, εκ βυζαντινού χειρογράφου , Χρονογραφία Ιωάννου Σκυλίτση, Εθνική Βιβλιοθήκη Μαδρίτης.

«Έτσι λοιπόν αναχωρεί από τη Μακεδονία ο Βασίλειος και φθάνει στην Βασιλεύουσα επιτέλους. Περπάτησε αρκετά και βρέθηκε στις πύλες τις Χρυσές της Βασιλεύουσας και εισήλθε την ώρα που εσουρούπωνε.
 Στο μοναστήρι του μάρτυρος Διομήδους κοντά στου προαυλίου τα βάθρα μπροστά από την πύλη, κατάκοπος ξάπλωσε να αναπαυθεί, πέφτοντας χωρίς καθόλου να προσέξει και όπως έτυχε.

  Στις πρώτες ώρες της νυκτός ο μάρτυρας Διομήδης παρουσιάζεται στον ηγούμενο της μονής την ώρα που κοιμόταν και τον διατάζει να εξέλθει στον πυλώνα και έναν Βασίλειο με το όνομά του να καλέσει. Ύστερα αυτό που θα απαντήσει, όταν ακούσει το όνομά του, στο μοναστήρι μέσα να οδηγήσει και με φροντίδα να δεχθεί, γιατί είναι αυτός από Θεού προορισμένος να γίνει βασιλιάς και τη μονή πολύ να βοηθήσει.
 Και ο ηγούμενος θεώρησε σαν φαντασίας πλάσμα αυτό που είδε και πάλι αποκοιμήθηκε,χωρίς να κάμει τίποτα από όσα του ζητήθηκαν.
 Όμως για δεύτερη φορά είδε τα ίδια πάλι. Αλλά επειδή ήταν νωθρός και υπναράς δεν πήγε τίποτα να πεί, γι’ αυτό Τρίτη φορά βλέπει τον μάρτυρα να τον διατάζει πιά όχι με τρόπο ήσυχο και πράο, αλλά πολύ σφοδρά με απειλές και να του φαίνεται πως το μαστίγιο θα σηκώσει , αν γρήγορα δεν εκτελέσει τα λεγόμενα.

 Τότε λοιπόν γεμάτος φόβο ξύπνησε,τον όκνο αποτίναξε και στον πυλώνα πήγε σύμφωνα με το θείο πρόσταγμα και φώναξε «Βασίλειε». Κι αυτός ευθύς « εγώ είμαι»,είπε,«κύριε. Ποια είναι η προσταγή για με τον δούλο σου;» 
Και αφού μέσα στο μοναστήρι τον οδήγησε, περιποιήσεις του προσέφερε όσες έπρεπε κι ευγενικά τον φιλοξένησε. Έπειτα,αφού την εχεμύθειά του εξασφάλισε και εγγυήσεις έλαβε,ώστε το μυστικό να μην κοινολογήσει σε κανέναν, αλλά κρυφό να το φυλάξει, την προφητεία του μάρτυρος φανέρωσε και τον παρακαλούσε με θερμότητα να μην ξεχάσει, όταν όλα τελειώσουν,ούτε τον ίδιο τον ηγούμενο ούτε το μοναστήρι .» 
Και όταν ο Βασίλειος προέβαλλε την άρνηση, ότι το πράγμα ξεπερνάει τις δυνάμεις του, και από τον ηγούμενο επίμονα ζητούσε να τον συστήσει ως υπηρέτη σε ένα από τους επισήμους,προσφέρθηκε σε αυτό το θέμα ευχαρίστως ο ηγούμενος.

 Και επειδή συχνά στο μοναστήρι αυτό πήγαινε ο Θεόφιλος, που ήταν συγγενής του βασιλέως Μιχαήλ και του καίσαρος Βάρδα,- αυτός που τον φώναζαν χαϊδευτικά Θεοφιλίτζη, γιατί ήτανε μικρόσωμος-, σε αυτόν τον άνθρωπο τον Βασίλειο συνέστησε. Εξάλλου αυτός επιθυμούσε πάντα να αποκτά γενναίους και διαλεχτούς για την ανδρεία τους υπηρέτες.

Όσους αυτός ως υπηρέτες προσελάμβανε, ευθύς μεταξωτά ρούχα τους έδινε και με στολές λαμπρές τους εκοσμούσε. Σε αυτούς συγκαταλέχθηκε ο Βασίλειος και επειδή φαινόταν ότι πολύ υπερέχει από τους άλλους σε δύναμη του σώματος και στην ανδρεία της ψυχής, τον κάνει πρωτοστράτωρα. Και αυτός μέρα με την μέρα επροόδευε, ο δε Θεόφιλος πολύ τον αγαπούσε,γιατί ήταν άξιος θαυμασμού για τα προσωπικά του προτερήματα. Ήταν στα αλήθεια δυνατός στα χέρια και θαρραλέος στην ψυχή, γρήγορος και επιτήδειος στις διαταγές που έπαιρνε.»

''Χρονογραφία Ιωάννης Σκυλίτσης, Βασίλειος ο Μακεδών'', εκδόσεις ΜΙΛΗΤΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: