Ο μικρός Κωστής βρέθηκε ορφανός από γονείς σε ηλικία μόλις 6 ετών. Η ορφάνια ήταν μια πληγή που δεν έκλεισε ποτέ όπως παραδέχτηκε ο ποιητής και σε μεγαλύτερη ηλικία. Για να την αντιμετωπίσει βρήκε καταφύγιο στα βιβλία και στην ομορφιά της λιμνοθάλασσας του Μεσολογγίου.
Καὶ νά! μέσ’ στὸν ὕπνο μου τὴν ἔφερε τ’ ὄνειρο
κοντά μου καὶ πάλι
τὴ θάλασσα ἐκεῖ τὴ ρηχὴ καὶ τὴν ἥμερη,
τὴ θάλασσα ἐκεῖ τὴν πλατειά, τὴ μεγάλη.
Κ’ ἐμέ, τρισαλοίμονο! μιὰ πίκρα μὲ πίκραινε,
μιὰ πίκρα μεγάλη,
καὶ δὲ μοῦ τὴ γλύκαινες, πανώριο ξαγνάντεμα
τῆς πρώτης λαχτάρας μου, καλό μου ἀκρογιάλι!
Ποιά τάχα φουρτούνα φουρτούνιαζε μέσα μου
καὶ ποιά ἀνεμοζάλη,
ποὺ δὲν μοῦ τὴν κοίμιζες καὶ δὲν τὴν ἀνάπαυες,
πανώριο ξαγνάντεμα, κοντὰ στ’ ἀκρογιάλι;
Μιὰ πίκρα εἶν’ ἀμίλητη, μιὰ πίκρα εἶν’ ἀξήγητη,
μιὰ πίκρα μεγάλη,
ἡ πίκρα ποὺ εἶν’ ἄσβηστη καὶ μέσ’ στὸν παράδεισο
τῶν πρώτω μας χρόνω κοντὰ στ’ ἀκρογιάλι.
Κωστής Παλαμάς, Μια Πίκρα (απόσπασμα), Οι Καημοί της Λιμνοθάλασσας, 1911
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου