Είχε αρχίσει να νυχτώνει όταν ο Γιάννης ο Μουτζούρης γύρναγε από τα χωράφια του. Ξαφνικά στο δρόμο της επιστροφής περνώντας από το νεκροταφείο του χωριού διέκρινε μες στο σκοτάδι τη σκιά ενός ανθρώπου σκυμμένου πάνω από ένα μνήμα. Γεμάτος περιέργεια πέρασε την πόρτα του νεκροταφείου όπου είδε έναν άνδρα που έμοιαζε με καλόγερο να προσεύχεται πάνω από το μνήμα της κυρά Χρυσής που μόλις εκείνη τη μέρα είχε θαφτεί εκεί.
Ο Γιάννης ο Μουτζούρης του φώναξε από μακριά τι κάνει εκεί αλλά τα λόγια του δεν βρήκαν ανταπόκριση μόνο που ο ξένος σταμάτησε να προσεύχεται. Αφού πλησίασε πιο κοντά τον ρώτησε αν γνώριζε τη γυναίκα και αυτός απάντησε πως ναι..
Ο Γιάννης κατάλαβε ότι ο ξένος δεν ήθελε να μιλήσει έτσι τον προσκάλεσε αν ήθελε να του μιλήσει να πήγαινε να τον βρει σ’ένα καπηλειό λίγα μέτρα μακριά..
Μετά από ένα τέταρτο, ο ξένος εμφανίστηκε στο καπηλειό και πήγε και κάθισε δίπλα στο Γιάννη. Ο Γιάννης άρχισε πρώτος και τον ρώτησε αν γνώριζε την κυρά-Χρυσή αλλά εκείνος απάντησε πως γνώριζε λίγο τον άνδρα της.
Μετά από ένα τέταρτο, ο ξένος εμφανίστηκε στο καπηλειό και πήγε και κάθισε δίπλα στο Γιάννη. Ο Γιάννης άρχισε πρώτος και τον ρώτησε αν γνώριζε την κυρά-Χρυσή αλλά εκείνος απάντησε πως γνώριζε λίγο τον άνδρα της.
«Ποιόν απ’όλους..» ρώτησε ο μπάρμπα-Γιάννης, μιας και η γριά Χρυσή είχε παντρευτεί τρείς φορές. Ο ξένος με βαθύ αναστεναγμό είπε πως γνώριζε τον πρώτο της άνδρα.
«Ο Θεός να ελεήσει την ψυχή μου! Είμαι πολύ αμαρτωλός άνθρωπος» ήταν τα τελευταία του λόγια. Ο μπάρμπα-Γιάννης απόρησε τι συμβαίνει.Ο ξένος συνέχεια επανέλαβε τη φράση «είμαι αμαρτωλός». Μετά από πολλές ερωτήσεις του Γιάννη ο ξένος θεώρησε ότι θα ήταν καλύτερο να του πει ο ίδιος τι γνώριζε γιατί ο ίδιος δεν είχε καμιά περιέργεια αφού αυτά που θα του έλεγε τα ήξερε. Έτσι ο Γιάννης άρχισε να αφηγείται την ιστορία του πρώτου άνδρα της κυρά-Χρυσής.
Ο πρώτος σύζυγός της ήταν ένας ναυτικός που τον έλεγαν Κωνσταντή με τον οποίο είχε αποκτήσει μια κόρη.Ο Κωνσταντής πήγε στην Πόλη απ’όπου εμπορευόταν κρασί και έλαια. Εκείνες τις μέρες ανάμεσα στους Χριστιανούς πωλητές και τους Οθωμανούς αγοραστές αναπτύχθηκε έντονη διαφωνία που οδήγησε στο θάνατο ενός Τούρκου.Τότε οι Τούρκοι συνέλαβαν τον Κωνσταντή ως ύποπτο για το φόνο. Αφού τον ανέκριναν βίαια αυτός συνέχιζε να ισχυρίζεται την αθωότητα του.Ο δικαστής είχε αφήσει ελεύθερους τους συντρόφους του αλλά μετά έκρινε αναγκαίο να τους ξανασυλλάβει για ανάκριση. Και αυτοί όμως ισχυρίζονταν τα ίδια με τον Κωνσταντή έτσι τους άφησε ελεύθερους. Ο δικαστής ανέκρινε ξανά τον Κωνσταντή, ο οποίος ορκίστηκε στην πίστη του ότι δεν σκότωσε αυτός τον Τούρκο. Αυτός αμέσως απάντησε πως η πίστη του είναι ψεύτικη. Ο Κωνσταντής επέμενε ότι η πίστη του ήταν αληθινή. Οι Τούρκοι τον πίεζαν να ομολογήσει λέγοντάς του ότι αφού είναι αθώος ας γίνει μουσουλμάνος για να τον πιστέψουν. Εκείνος όμως κατηγορηματικά αρνήθηκε όταν ακόμα απειλήθηκε να κρεμαστεί. Αφού ο δικαστής τον ρώτησε αν αλλάζει την πίστη του για τελευταία φορά και εκείνος αρνήθηκε ξανά ο δικαστής αποφάσισε να τον κρεμάσει. Αφού έφτασαν στην αγχόνη και παρά τις πιέσεις των Τούρκων ο Κωνσταντής τελικά κρεμάστηκε με τις τελευταίες του λέξεις να είναι «Μνήσθητί μου, Κύριε ». Οι παλιοί του σύντροφοι μετά από τρία χρόνια πήραν από την Πόλη τα κόκαλα του Κωνσταντή που μύριζαν ρόδα και βασιλικό και τα τοποθέτησαν στο ιερό βήμα του παρεκκλησιού.
Η κυρά-Χρυσή μαθαίνοντας τα άσχημα νέα θρήνησε τον άντρα της και μετά από δύο χρόνια ξαναπαντρεύτηκε. Λίγες μέρες μετά από το γάμο της είδε στον ύπνο της τον Κωνσταντή με μια θηλιά στο λαιμό να την ρωτάει
«Χρυσή, με ξέχασες…».
Η κυρά-Χρυσή ξύπνησε με πυρετό και με πόνο στο ένα της αυτί. Με πόνους γέννησε το δεύτερο παιδί της και τότε πέθανε το πρώτο της παιδί, μετά από λίγο καιρό ο σύζυγος της και η Χρυσή έμεινε κουφή από το ένα της αυτί. Η Χρυσή θρήνησε το δεύτερο σύζυγό της και μετά από λίγο καιρό πέθανε και το δεύτερο παιδί της. Μετά από τρία χρόνια η Χρυσή παντρεύεται τον τρίτο της άντρα και μετά από λίγες μέρες ξαναβλέπει στον ύπνο της τον Κωνσταντή να της λέει:
«Χρυσή όλο με ξεχνάς». Η Χρυσή ξυπνά πάλι με πυρετό και πόνο στο άλλο της αυτί. Έτσι λίγο αργότερα πεθαίνει και ο τρίτος της σύζυγος και η Χρυσή μένει κουφή. Αυτή ήταν η γριά-Χρυσή όπως την ονόμαζαν.
«Έτσι έγινε..» είπε ο ξένος στον μπάρμπα-Γιάννη .
«Έτσι έγινε..» είπε ο ξένος στον μπάρμπα-Γιάννη .
«Δηλαδή όλα αυτά τα ήξερες..» είπε ο Γιάννης.
«Ναι, και κάτι παραπάνω» ήταν η απάντηση του ξένου.
Ο μπάρμπα-Γιάννης απόρησε τι παραπάνω να γνώριζε.
«Ότι λείπει απ’όλη την ιστορία» είπε ο ξένος. Ο Γιάννης δεν κατάλαβε και ο ξένος του εξήγησε ότι αυτό που λείπει είναι ποιος ήταν αυτός που σκότωσε τον Τούρκο… και ο ξένος έφυγε. Ο Γιάννης κατάλαβε και καθώς ο ξένος έφευγε άκουσε τη φράση «Ο Θεός να ελεήση την ψυχή μου».
Επιμέλεια: Αδαμαντία Μπέλλου, Δημήτρης Πατσέας
2 σχόλια:
Είναι αληθινή ιστορία ή διήγημα;
Διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη...
Δημοσίευση σχολίου